Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

(λέξεις)

  • 61 лечь

    лягу, ляжешь, лягут; παρλθ. χρ. лг, легла
    -ло, προστκ. ляг ρ.σ.
    1. ξαπλώνω,πλαγιάζω κατακλίνομαι•

    лечь на диван ξαπλώνω στο ντιβάνι.

    || πεθαίνω. || πέφτω στη μάχη, σκοτώνομαι.
    2. εκτείνομαι καλύπτω, σκεπάζω. || αρχίζω, έρχομαι•

    на днях -ет зима αυτές τις μέρες θ αρχίσει ο χειμώνας.

    3. πέφτω, κάθομαι•

    платье -ло хорошо на тело το φόρεμα κάθησε καλά στο σώμα.

    4. παίρνω κατεύθυνση (για πλοίο, αεροπλάνο).
    5. μτφ. φέρω, πέφτω, έχω•

    ответственность -ет на вас την ευθύνη θα την φέρετε εσείς•

    могут лечь на меня подозрения μπορεί να με υποψιαστούν.

    6. μτφ. σε συνδυασμό με τις λέξεις•

    на душу, на сердце, на совесть σημαίνει: βαρύνω, τύπτω, τρώγω, κατατρύχω, καταπονώ, ενοχλώ.

    Большой русско-греческий словарь > лечь

  • 62 мочься

    ρ. απρόσ. можется μόνο ερωτηματικά κ. με τίς λέξεις•

    плохо, худо• как можется? πως είστε; (από υγεία)•

    худо можется δεν πάει καλά η υγεία μου, άσχημα την έχω.

    || δύναται, μπορεί•

    как можется όπως μπορεί, όπως δύναται, όπως είναι δυνατόν.

    Большой русско-греческий словарь > мочься

  • 63 наскальный

    επ.
    σε βράχο (για σχέδια, λέξεις κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > наскальный

  • 64 недосказанный

    επ. από μτχ.
    που δε λέχτηκε ολοκληρωτικά•

    -ые слова λέξεις που δεν ειπώθηκαν ή που αποσιωπήθηκαν.

    || μτφ. μη παραστημένος ολοκληρωτικά.

    Большой русско-греческий словарь > недосказанный

  • 65 нельзя

    επίρ.
    με σημ. κατηγ.
    1. δεν είναι δυνατόν δεν υπάρχουν δυνατότητες δεν μπορεί είναι αδύνατον•

    этого нельзя сделать αυτό είναι αδύνατο να γίνει.

    2. δεν κάνει, δεν πρέπει δεν επιτρέπεται, απαγορεύεται•

    здесь курить нельзя εδώ απαγορεύεται το κάπνισμα•

    употреблять такие слова δεν πρέπει να χρησιμοποιείς (να λες) τέτοιες λέξεις.

    εκφρ.
    нельзя ли – δεν επιτρέπεται;
    επιτρέψτε•
    нельзя не – δεν μπορεί να μη•
    нельзя сказать, чтобы... – δεν μπορείς να πεις ότι... нельзя сказать, чтобы он был прав δεν μπορείς να πεις ότι αυτός είχε δίκαιο•
    как нельзя лучше – όσο δεν παίρνει καλύτερα.

    Большой русско-греческий словарь > нельзя

  • 66 немногословно

    επίρ.
    λιγόλογα, με λίγες λέξεις, σύντομα, κοντολογής.

    Большой русско-греческий словарь > немногословно

  • 67 неподобный

    επ. παλ. ανάρμοστος, άπρεπος, άσεμνος, άσχημος•

    -ие слова άσχημες λέξεις.

    Большой русско-греческий словарь > неподобный

  • 68 непродуктивный

    επ., βρ: -вен, -вна, -вно; μη παραγωγικός, μη αποδοτικός•

    -ая трата времени η μη παραγωγική απώλεια χρόνου•

    -ая группа глаголов ομάδα ρημάτων από τα οποία δε σχηματίζονται παράγωγες λέξεις.

    Большой русско-греческий словарь > непродуктивный

  • 69 облечь

    -еку, -ечшь, -екут, παρλθ. χρ. облк, -лекла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. облкший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. облеченный, βρ: -чен, -чена, -чено
    ρ.σ.μ.
    1. παλ. ντύνω, περιβάλλω με ένδυμα τυλίγω.
    2. καλύπτω, σκεπάζω, περιτυλίγω. || μτφ. δίνω, εξουσιοδοτώ•

    -властью περιβάλλω με εξουσία•

    облечь сливой περιβάλλω με δόξα.

    || εκφράζω, ενσαρκώνω.
    εκφρ.
    облечь доверием – περιβάλλω με εμπιστοσύνη•
    облечь тайной – περιβάλλω με μυστικότητα ή με μυστήριο.
    1. ντύνομαι.
    2. μτφ. περιβάλλομαι•

    ореолом περιβάλλομαι με φωτοστέφανο.

    || εκφράζομαι, ενσαρκώνομαι (για λόγο, λέξεις κλπ.),.
    -ляжет, -лягут, παρλθ. χρ. облёг, -легла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. облёгший ρ.σ.μ.
    1. καλύπτω, σκεπάζω•

    тучи -ли небо σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό.

    2. παλ. πολιορκώ.

    Большой русско-греческий словарь > облечь

  • 70 объ...

    πρόθεμα αντί του «о...»
    Χρησιμοποιείται μπροστά από τα: «Е», «Ю», «Я» βλ. λέξεις αμέσως παρακάτω.

    Большой русско-греческий словарь > объ...

  • 71 однодневка

    θ.
    εφήμερο έντομο (μιας μέρας ζωής). || κάθε τι εφήμερο, βραχύβιο, πρόσκαιρο•

    слови -и λέξεις εφήμερες.

    Большой русско-греческий словарь > однодневка

  • 72 односложный

    επ., βρ: односложный жен, -жна, -жно.
    1. μονοσύλλαβος•

    -ые слова μονοσύλλαβες λέξεις.

    2. μτφ. σύντομος, λακωνικός.

    Большой русско-греческий словарь > односложный

  • 73 ото

    Χρησιμοποιείται όταν βρίσκεται μπροστά από λέξεις που αρχίζουν από δύο ή και περισσότερα σύμφωνα): день ото дня μέρα με τη μέρα (βαθμιαία).

    Большой русско-греческий словарь > ото

  • 74 очистить

    очищу, очистишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. очищенный, βρ: -щен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. καθαρίζω, παστρεύω•

    очистить двор καθαρίζω την αυλή•

    очистить сапоги от грязи καθαρίζω τις μπότες από τις λάσπες•

    очистить дно бассеина καθαρίζω τον πυθμένα της δεξαμενής.

    || κάνω τι διαυγές. || μτφ. απαλλάσσω•

    очистить язык от излишних иностранных слов καθαρίζω τη γλώσσα από τις περισσές ξένες λέξεις.

    || μτφ. εξαγνίζω.
    2. ξεφλουδίζω απολεπίζω αφαιρώ το τσόφλι.
    3. εκκαθαρίζω, κάνω εκκαθάριση (από τους ανίκανους, ανεπιθύμητους κ.τ.τ.). || εγκαταλείπω• αδειάζω•

    жильцы -ли квартиру οι ενοικιαστές μας άδειασαν το διαμέρισμα.

    4. τρώγω, αδειάζω•

    он -ил две тарелки кашу αυτός καταβρόχθισε δυο πιάτα κουρκούτι.

    || εκκενώνω•

    очистить почтовый ящик αδειάζω το γραμματοκιβώτιο.

    5. (απλ.) κατακλέβω.
    6. παλ. απαλλάσσω (από χρέη).
    1. καθαρίζω, καθαρίζομαι•

    спирт -лся το οινόπνευμα καθάρισε (έγινε διαυγές)•

    воздух -лся ο αέρας καθάρισε•

    нбо -лось ο ουρανός (ξε)καθάρισε.

    || μτφ. αποκαθαίρομαι, εξαγνίζομαι.
    2. παλ. μένει κέρδος, όφελος.

    Большой русско-греческий словарь > очистить

  • 75 перемежать

    ρ.δ.μ.
    εναλλάσσω• παρεμβάλλω• ανακατώνω•

    перемежать работу с отдыхом εναλλάσσω τη δουλειά με την ανάπαυση•

    в своей речи он -ал греческие слова со иностранными μιλώντας ελληνικά, έβαζε και ξένες λέξεις.

    1. εναλλάσσομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. снег -лся с градом το χιόνι εναλλάσσονταν με το χαλάζι.
    2. παλ. σταματώ, παύω.

    Большой русско-греческий словарь > перемежать

  • 76 под

    α.
    βυθός, πάτος φούρνου, θερμάστρας.
    κ. подо (πρόθεση).
    I.
    Με αιτ. (για κίνηση, κατεύθυνση αντικειμένου προσώπου κλπ.).
    1. με σημ. τοπική αποκάτω, κάτω απο, υπό•

    поставить чемодан под кровать βάζω τη βαλίτσα κάτω από το κρεβάτι•

    ходить под дождь βαδίζωμε βροχή.

    2. (για κατάσταση)• με τα ρ. взять, отдать, попасть κ.τ.τ. υπό, στον, στην κλπ.• взять под контроль παίρνω κάτω από τον έλεγχο•

    он попал под машину τον πάτησε το αυτοκίνητο•

    под арест υπό κράτηση•

    под угрозу υπο ή με την απειλή•

    отдать под суд δίνω στο δικαστήριο•

    отдать под власть παραδίνω στην εξουσία.

    3. (για τόπο, χώρο)• κίνηση προς κάτι• πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς•

    перевести семью под Афины μεταφέρω την οικογένεια κοντά στην Αθήνα.

    4. (με σημ. χρονική) κοντά, σιμά, κατά την προηγούμενη, την παραμονή•

    под воскреснье κατά την Κυριακή•

    под праздник κοντά τη γιορτή•

    под рождество κοντά τα Χριστούγεννά•

    под новый год την παραμονή της Πρωτοχρονιάς•

    -вечер κατά το βράδυ•

    под утро κατά το πρωί•

    ему под сорок лет αυτός πλησιάζει τα σαράντα (χρόνια).

    5. (για ήχο) με, υπό με τη συνοδεία•

    под шум κάτω από τον θόρυβο•

    под аплодисменты κάτω από τα χειροκροτήματα•

    петь под гитару τραγουδώ με συνοδεία κιθάρας.

    6. (προορισμό)• για•

    бутылка под молоко μποκάλι για γάλα•

    склад под овощи αποθήκη λαχανικών.

    7. σαν, εν είδη, με μορφή, κατ απομίμηση•

    под орех απομίμηση κάρυνου ξύλου (χρώματος)•

    под мрамор κατ απομίμηση μάρμαρου.

    || (για όργανο, εργαλείο)• με•

    остричь под машинку κουρεύω με τη μηχανή.

    8. με, επί•

    выдать под расписку δίνω με υπογραφή•

    под честное слово με λόγο τιμής.

    II.
    Με οργν. (για αντικείμενα, πρόσωπα κλπ.).
    1. κάτω απο•

    стоять под навесом στέκομαι κάτω από το υπόστεγο•

    сидть под деревом κάθομαι κάτω από το δέντρο•

    под небесным сводом κάτω από τον ουράνιο θόλο (στο ύπαιθρο).

    || (για επίδραση) κάτω απο•

    под огнм противника κάτω από τα πυρά του εχθρού.

    2. (για κατάσταση, εκτέλεση)•

    под руководством партии κάτω από την καθοδήγηση τουκόμματος•

    под турецким игом κάτω από τον τούρκικο ζυγό.

    || με•

    под замком με κλειδωνιά•

    под ключом με το κλειδί.

    3. (αιτία) λόγω, ένεκα με τη συνέπεια υπό•

    под действием тепла με την επίδραση της θερμότητας•

    под тяжестью λόγω της βαρύτητας.

    4. (για ευρισκόνα πράγματα, πρόσωπα κλπ.) πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς•

    жить - Афинами ζω κοντά στην Αθήνα•

    битва под Москвой η μάχη κοντά στη Μόσχα.

    5. (προορισμό)• για•

    банка под вареньем βάζο για γλυκό•

    склад под овощами αποθήκη λαχανικών•

    поле под клевером το τριφυλλοχώραιφο.

    6. με, υπό•

    судно под греческим флагом σκάφος με ελληνική σημαία•

    под псевдонимом με το ψευδώνυμο•

    под именем με το όνομα•

    под названием με την ονομασία.

    || με•

    под соусом με σάλτσα.

    || με τα ρ. понимать, подразумевать κλπ. με•

    я хочу знать что вы понимаете под этими словами θέλω να μάθω, τι εννοείτε με αυτές τις λέξεις.

    Большой русско-греческий словарь > под

  • 77 подо

    Χρησιμοποιείται αντί του «под»;
    α) στους συνδυασμούς: подо мной, подо что, подо всем, подо всей, подо всеми. β) μπροστά από τις λέξεις που αρχίζουν από δύο ή περισσότερα σύμφωνα: подо льдом, подо мхом, подо рвом.

    Большой русско-греческий словарь > подо

  • 78 понукание

    ουδ.
    προτροπή, παρόρμηση (με τις λέξεις «ну», «но» – ντε, έλα, άιντε).

    Большой русско-греческий словарь > понукание

  • 79 пословный

    επ.
    με τη λέξη•

    -ая оплата телеграмм πληρωμή των τηλεγραφημάτων με τις λέξεις.

    Большой русско-греческий словарь > пословный

  • 80 посыпать(ся)

    ρ.σ.
    1. βλ. сыпать με σημ. λίγο.
    2. γλωσσοκοπώ, -πανώ, λογοκοπώ, πηΐιλίζω με λέξεις.
    3. (για πλήθος) τρέχω, ξεχύνομαι.
    πέφτω, ρίχνομαι•

    вопросы -лись οι ερωτήσεις έπεφταν βροχή (απανωτές).

    ρ.δ.
    βλ. посыпать(ся).

    Большой русско-греческий словарь > посыпать(ся)

См. также в других словарях:

  • λέξεις — λέξις speech fem nom/voc pl (attic epic) λέξις speech fem nom/acc pl (attic) λέγω 1 lay aor subj act 2nd sg (epic) λέγω 1 lay fut ind act 2nd sg λέγω 2 pick up fut ind act 2nd sg λέγω 3 lay aor subj act 2nd sg (epic) λέγω 3 lay fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιγραφή — Λέξεις ή φράσεις χαραγμένες, γραμμένες, ζωγραφισμένες ή τυπωμένες σε ποικίλα υλικά. Οι αρχαίοι πολιτισμοί άφησαν πολυάριθμες ε. δημόσιου ή ιδιωτικού χαρακτήρα: συνθήκες, ψηφίσματα, απογραφές, καταχωρήσεις πωλήσεων, λογαριασμούς, αναθηματικές ε.,… …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… …   Dictionary of Greek

  • Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος …   Dictionary of Greek

  • δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός …   Dictionary of Greek

  • λέξη — η (AM λέξις) 1. το μικρότερο στοιχείο τού προφορικού ή γραπτού λόγου με το οποίο εκφράζεται μια έννοια ή μια σχέση και το οποίο είναι φθόγγος ή αυτοτελές σύνολο φθόγγων (α. «άκλιτη λέξη» β. «μονοσύλλαβη λέξη» γ. «ἡ γὰρ λέξις αὕτη τοῡτο σημαίνει… …   Dictionary of Greek

  • συνωνυμία — Πολύ στενή ομοιότητα στη σημασία ανάμεσα σε δύο διαφορετικές λέξεις που ανήκουν στην ίδια γλώσσα. Αν και στην καθημερινή ομιλία συνήθως δε λαμβάνονται πολύ υπόψη οι ελαφρές διαφορές στη σημασία ανάμεσα στις συνώνυμες λέξεις, το αντίθετο συμβαίνει …   Dictionary of Greek

  • μονοτονικό — Όπως είναι γνωστό, η ελληνική πολιτεία καθιέρωσε το 1982 στη γραφή της νέας ελληνική γλώσσας το μονοτονικό σύστημα, τη χρήση δηλαδή μόνο της οξείας ως συμβόλου που υποδεικνύει τη συλλαβή που τονίζεται. Η απόφαση αυτή στηρίζεται στην ιστορία της… …   Dictionary of Greek

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»