-
1 λάφυρα
A spoils taken in war, A.Th. 278, 479, E.HF 417 (lyr.), S.Aj.93;ἀρετᾶς λ. Id.Tr. 646
(lyr.), cf. X.HG5.1.24, Aen.Tact. 16.8, Marm.Par.53, LXX Ju.15.7: —also in sg. [full] λάφυρον, Hellanic.143 J., Plb.2.62.12, IG12(7).386.23 ([place name] Amorgos), Plu.2.330d, Ach.Tat.4.13, al.; τὸ λ. ἐπικηρύττειν κατά τινων give public authority for plundering a people, Plb.4.26.7; cf. ῥύσιον, σύλη. -
2 λάφυρα
λάφῡρα, λάφυραspoils: neut nom /voc /acc pl -
3 λάφυρα,-ων
τό N 2 0-1-0-0-2=3 1 Chr 26,27; Jdt 15,7; 2 Mc 8,30 -
4 λάφυρα
el boti' -
5 λάφυρα
butin -
6 λάφυρα
1) łup (m) rzecz.2) zdobycz (m) rzecz. -
7 λάφυρα
kořist -
8 λάφυρα
1) booty2) lootΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > λάφυρα
-
9 butin
λάφυρα -
10 booty
λάφυρα -
11 λάφῡρον
λάφῡρον, τό (verwandt mit λαπάζω, λαφύσσω), Beute, u. zwar nach VLL. die dem lebenden Feinde entrissen wird, zum Unterschied von σκῦλα; gew. im plur., wie bei den Tragg., Aesch. Spt. 260 u. öfter, Soph. Ai. 92, ἀρετῆς Trach. 643, τὰ κλεινὰ δ' Ἑλλὰς ἔλαβε βαρβάρου κόρας λάφυρα Eur. Herc. Fur. 416; in Prosa, ἀποδόμενος τὰ λάφυρα Xen. Hell. 5, 1, 24; Sp., wie Pol. 3, 17, 7; Plut. Alex. 25. – Der sing. erst bei Pol., τὸ λάφυρον πᾶν ἐποίησαν μετὰ τῶν σωμάτων τάλαντα τριακόσια, d. i. die sonstige Beute u. die zu Sklaven gemachten Gefangenen, Pol. 2, 62, 12 u. öfter; Strab. V, 222; λάφυρον ἐπικηρύττειν κατά τινος, pol. 4, 36, 7, bekannt machen, daß man Jem. ausplündern dürfe.
-
12 трофей
-я, πλθ. трофеи-ев α. το λάφυρο•трофей взять -и παίρνω λάφυρα•
военные -и πολεμικά (στρατιωτικά) λάφυρα.
|| τρόπαιο. -
13 γάνος [2]
γάνος, τό, Glanz, Zierde, λάφυρα – ἀρχαῖον γ. Aesch. Ag. 565; Erquickung, erquickender Trunk, κρηναῖον Pers. 475; ἀμπέλου 607; βότρυος Eur. Bacch. 261; Διονύσου Cycl. 414; ἀνϑεμόῤῥυτον μελίσσης I. A. 633. Bei Lycophr. geradezu Wasser, 709. 1365.
-
14 δουρί-πληκτος
δουρί-πληκτος, ion. u. poet. = δορίπληκτος; λάφυρα Aesch. Spt. 278, wo Porson δουρίληπτα conj., Schol. διὰ τοῦ δορὸς σκυλευϑέντα.
-
15 δουριπληκτος
-
16 εναιμος
21) наполненный кровью(ὅ πλεύμων Arst.)
ἔ. καὴ σαρκώδης Her. — состоящий из плоти и крови2) кровавый, кровоточащий(καταμήνια Arst.; θέρη σταχύων Plut.)
3) зоол. обладающий красной кровью, т.е. теплокровный(τὰ ἔναιμα - sc. ζῷα - ἢ ζῳοτοκεῖ ἢ ᾠοτοκεῖ Arst.)
4) окровавленный(λάφυρα Plut.)
5) кровяной, кроваво-красный(χρῶμα Plat.)
-
17 ημικλαστος
-
18 λαφυρον
1) добыча, награбленноеλ. ποιεῖν Polyb. — захватывать добычу;
λ. ἄγειν Polyb. — уносить добычу;ἀρετᾶς λάφυρα Soph. — добытое доблестью, т.е. с бою2) разграблениеἐπικηρύττειν λ. κατά τινος Polyb. — объявить о предании кого(чего)-л. разграблению
-
19 добыча
добыч||аж1. (действие) ἡ ἐξόρυξη· [-ις], ἡ ἐξαγωγή:\добыча минералов ἡ ἐξόρυξη τῶν ὀρυκτῶν2. (добытое) τό ἐξορυγμένο προϊόν / ἡ βορά, ἡ λεία (хищи́ика)/ ἡ θήρα, τό θήραμα (охотника)/ τό λάφυρο[ν], τά λάφυρα (военная)· ◊ стать \добычаей огня γίνομαι παρανάλωμα τοῦ πυρός. -
20 трофей
трофейм τό λάφυρο[ν], τό τρόπαιο[ν]:
См. также в других словарях:
λάφυρα — τα (AM λάφυρα) βλ. λάφυρο … Dictionary of Greek
λάφυρα — λάφῡρα , λάφυρα spoils neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαφύρα — και λαφύρι, το βοτ. κοινή ονομασία φυτού … Dictionary of Greek
Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
λαφυροπώλης — ο (Α λαφυροπώλης) αυτός που αγοράζει συνολικά τα λάφυρα για λειανική πώληση, μεταπωλητής λαφύρων («καὶ λαφυροπώλας καταστήσαντες ἐπώλουν», Ξεν.) αρχ. στον πληθ. οἱ λαφυροπῶλαι (στη Σπάρτη) αξιωματικοί στην υπηρεσία τού βασιλιά που φρόντιζαν για… … Dictionary of Greek
πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… … Dictionary of Greek
σκύλο — το / σκῡλον, ΝΑ καθετί που διαρπάζεται από σκοτωμένο στρατιώτη, προϊόν σκύλευσης («τὰς πτέρυγας... τῇ Νίκῃ φορεῑν ἔδοσαν... σκῡλον ἀπὸ τῶν πολεμίων», Αριστοφ.) αρχ. 1. (κυρίως στον πληθ.) τὰ σκῡλα τα όπλα που αφαιρούνται από σκοτωμένο εχθρό,… … Dictionary of Greek
Αλέξανδρος ο Μέγας — (Πέλλα 356 – Βαβυλώνα 323 π.Χ.). Βασιλιάς της Μακεδονίας (336–323), γιος του Φιλίππου B’ και της Ολυμπιάδας, κόρης του βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου Νεοπτολέμου. Προικισμένος με σπάνια σωματική αντοχή και δύναμη (που του επέτρεψε να γυμνάσει… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek