-
1 πεντα-κέλευθος
πεντα-κέλευθος, von oder mit fünf Wegen, Orak. bei Paus.
-
2 πεντακέλευθος
πεντᾰ-κέλευθος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεντακέλευθος
-
3 πεντακέλευθος
См. также в других словарях:
πεντακέλευθος — ον, Α αυτός που έχει πέντε δρόμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + κέλευθος (πρβλ. ισο κέλευθος)] … Dictionary of Greek