-
1 κατα-βαίνω
κατα-βαίνω (s. βαίνω); imperat. aor. κατάβηϑι, Od. 23, 20 Ar. Nub. 237, auch κατάβα, Ran. 35; ep. conj. aor. καταβείομεν für καταβῶμεν, Il. 10, 97; κατεβήσετο, Il. 13, 17. 24, 191 Od. 10, 107, neben κατεβήσατο, Il. 6, 288 Od. 1, 330. 2, 337. 15, 99, wo Bekker überall κατεβήσετο schreibt; καταβήσεο, Il. 5, 109; – herabgehen, heruntergehen, heruntersteigen, Ggstz von ἀναβαίνω, Od. 12, 77 u. sonst; οὐρανόϑεν, Il. 11, 184 u. öfter; ἔκ τινος ἔς τι, ἐξ ὄρεος, 13, 17, ἐς πεδίον, 3, 252; ἐς Ἀΐδα δόμον Pind. P. 3, 11; ἐκ τῆς ἁρμαμάξης Her. 9, 76; τὰ ἐκ τῶν ὀρέων καταβάντα ῥεύματα Plat. Critia. 118 d; εἰς τὰ πεδία Legg. III, 678 c; εἰς φρέαρ Lach. 193 c; mit dem gen., δίφρου, πόλιος, vom Wagen heruntersteigen, von der Burg herabkommen, Il. 5, 109. 24, 329; Παρνασοῦ Pind. Ol. 9, 46; πολλὰ δὲ δάκρυά μοι κατέβα χροός Eur. Andr. 111; – mit dem acc. des Ortes, zu dem man hinabgeht, ϑάλαμον κατεβήσατο, er ging in das Gemach hinab, Od. 2, 337; Ἀΐδαν καταβήσει Soph. Ant. 816, wie τὸν Ἅιδα δόμον κατέβα Eur. Heracl. 913; ὅτε δὴ κατέβην δόμον Ἄϊδος εἴσω Od. 23, 252. Von anderer Art ist der acc. κλίμακα κατεβήσατο, sie stieg die Treppe herab, Od. 1, 330, wie ξεστὸν ἐφόλκαιον καταβάς, am Steuer hinabgestiegen, 14, 350; ähnlich κατέβαινε ὑπερώϊα, sie stieg das Obergemach, von dem Obergemach herab, 18, 206. 23, 85. – Auch pass., καταβαίνεται ὁ ἵππος, man steigt vom Pferde, Xen. de re equ. 11, 7; aber act., καταβὰς ἀπὸ τοῦ ἵππου, abgestiegen, Cyr. 5, 5, 6; καταβέβηκεν ἀπὸ τῶν ἵππων Dem. 42, 24. – Besondere Beziehungen sind – a) vom Binnenlande nach der Küste hingehen, Ggstz ἀναβαίνειν, καταβήσομαι ἐς Ἰωνίην Her. 5, 206, aus Hochasien herabziehen, u. öfter; κατέβην χϑὲς εἰς Πειραιᾶ Plat. Rep. I init.; Phaedr. 278 b; ἐς λιμένα Theaet. 142 a. – b) auf den niedriger gelegenen Kampfplatz herabsteigen, um zu kämpfen; absolut, Soph. Tr. 503; μεϑ' ὅπλων, Plat. Legg. III, 834 c; Xen. An. 4, 8, 27; auch ἐς ἀγῶνα. – c) vom Redner, von der Rednerbühne herabsteigen, καταβήσομαι, Dem. 20, 154. 19, 32 u. oft bei den Rednern, selten mit dem Zusatz ἀπὸ τοῦ βήματος, Dem. 19, 113; auch ἀπὸ τοῦ λόγου, aufhören zu reden, Luc. Tox. 35, vgl. Necyom. 2. – Uebertr., κατέβαινε ἐς λιτάς, er ließ sich auf Bitten ein, wie wir sagen »er ließ sich herab zu bitten«, Her. 1, 116; ähnlich κατέβαινε αὖτις παραιτεόμενος 1, 90; κατέβαινε λέγων, er ging so weit zu sagen, 1, 118; λόγους ἄλλους ἐποιεῠντο ἐς ὃ κατέβαινον συλλυπεύμενοι τῷ πάϑεϊ 9, 94; ἐπὶ τελευτὴν καταβαίνειν, zu Ende, zum Ziele kommen, Plat. Rep. VI, 511 b; εἰς τοὺς χρόνους καταβαίνειν, in die Zeit fallen, Arist. pol. 7, 16. – Auch vom Preise, wie bei uns, τιμῆς τοῠ σίτου καταβεβηκυίας, wenn der Preis heruntergegangen, Poll. 1, 51. – Vom Regen, κατέβη ἡ βροχή Matth. 7, 25. – Bei Pind. P. 8, 78 ist es trans. gebraucht, ἄλλον δ' ὑπὸ χειρῶν μέτρῳ καταβαίνει, er drückt ihn herab, erniedrigt ihn, Ggstz ὕπερϑε βάλλων.
-
2 κατ-ῆλιψ
κατ-ῆλιψ, ιφος, ἡ, das obere Geschoß des Hauses, Ar. Ran. 566, Schol. ἡ μέσοδμος, VLL. erkl. τὴν μέσην στέγην, Andere erkl. τὴν κλίμακα, vgl. Luc. Lex. 8. Die Ableitung ist dunkel, gew. führt man es auf ἦλιψ, Schuh, Sockel, zurück, vgl. Choerob. in B. A. 1200 u. Lob. Paralipp. 290.
-
3 ἐκ-περάω
ἐκ-περάω, 1) herausgehen; μελάϑρων Eur. Cycl. 512 u. öfter; vgl. πέρασον ἔξω δόμων I. A. 1533. – 2) hindurchgehen, μέγα λαῖτμα, über das Meer fahren, Od. von Schiffen, 9, 323, von Schiffern, 7, 35; vgl. Eur. Andr. 795; ψαμάϑοιο στίβον, durchwandern, H. h. Merc. 352; χϑόνα Aesch. Prom. 715; χέρσον καὶ ϑάλασσαν Eum. 231; κλίμακα ποδί, hinaufsteigen, Eur. Phoen. 100; βίον, durchleben, I. A. 18; ὀγδώκοντ' ἔτεα Leon. Tar. 54 (VI, 226); auch ohne acc., φιλοπόνως ἐκπερᾶν, unverdrossen fortwandern, Xen. Cyn. 6, 18; aber κλεινὰς Ἀϑήνας ἐκπερᾶν, bis nach Athen hinkommen, Eubul. bei Ath. II, 47 c; – durchdringen, ὀϊστὸς ἀντικρὺ κατὰ κύστιν ὑπ' ὀστέον ἐξεπέρησεν Il. 13, 652. 16, 346; τὸ ἄκρον αὐτῶν ἐκπεράτω ἔξω διὰ τῶν δακτυλίων, das Ende der Stricke soll durchgehen, Xen. Cyn. 10, 2. – 31 hinüberführen, LXX.
-
4 ἰσο-ϋψής
ἰσο-ϋψής, ές, gleich hoch; κλίμακα ἰσοϋψῆ τῷ τείχει Pol. 8, 6, 4, a. Sp.
-
5 ἐκπεράω
ἐκ-περάω, (1) herausgehen. (2) hindurchgehen, μέγα λαῖτμα, über das Meer fahren; von Schiffen; von Schiffern; ψαμάϑοιο στίβον, durchwandern; κλίμακα ποδί, hinaufsteigen; βίον, durchleben; auch ohne acc., φιλοπόνως ἐκπερᾶν, unverdrossen fortwandern; aber κλεινὰς Ἀϑήνας ἐκπερᾶν, bis nach Athen hinkommen; durchdringen; τὸ ἄκρον αὐτῶν ἐκπεράτω ἔξω διὰ τῶν δακτυλίων, das Ende der Stricke soll durchgehen; hinüberführen -
6 καταβαίνω
κατα-βαίνω; herabgehen, heruntergehen, heruntersteigen, Ggstz von ἀναβαίνω; mit dem gen., δίφρου, πόλιος, vom Wagen heruntersteigen, von der Burg herabkommen; mit dem acc. des Ortes, zu dem man hinabgeht, ϑάλαμον κατεβήσατο, er ging in das Gemach hinab. Von anderer Art ist der acc. κλίμακα κατεβήσατο, sie stieg die Treppe herab; wie ξεστὸν ἐφόλκαιον καταβάς, am Steuer hinabgestiegen; ähnlich κατέβαινε ὑπερώϊα, sie stieg das Obergemach, von dem Obergemach herab. Auch pass., καταβαίνεται ὁ ἵππος, man steigt vom Pferde; aber act., καταβὰς ἀπὸ τοῦ ἵππου, abgestiegen. Besondere Beziehungen sind (a) vom Binnenlande nach der Küste hingehen, Ggstz ἀναβαίνειν, καταβήσομαι ἐς Ἰωνίην, aus Hochasien herabziehen; (b) auf den niedriger gelegenen Kampfplatz herabsteigen, um zu kämpfen; (c) vom Redner, von der Rednerbühne herabsteigen, καταβήσομαι; auch ἀπὸ τοῦ λόγου, aufhören zu reden. Übertr., κατέβαινε ἐς λιτάς, er ließ sich auf Bitten ein, wie wir sagen »er ließ sich herab zu bitten«; κατέβαινε λέγων, er ging so weit zu sagen; ἐπὶ τελευτὴν καταβαίνειν, zu Ende, zum Ziele kommen; εἰς τοὺς χρόνους καταβαίνειν, in die Zeit fallen. Auch vom Preise, wie bei uns, τιμῆς τοῠ σίτου καταβεβηκυίας, wenn der Preis heruntergegangen. Vom Regen, κατέβη ἡ βροχή Matth. 7, 25; trans. gebraucht, ἄλλον δ' ὑπὸ χειρῶν μέτρῳ καταβαίνει, er drückt ihn herab, erniedrigt ihn, Ggstz ὕπερϑε βάλλων
См. также в других словарях:
κλίμακα — I (Γεωγρ.). Η σχέση μεταξύ μιας απόστασης σε ευθεία γραμμή, η οποία απεικονίζεται σε έναν χάρτη, με την ίδια απόσταση στο έδαφος. Για παράδειγμα, κ. 1: 1.000.000 σημαίνει ότι 1 χιλιοστό ή 1 εκατοστό ή 1 μέτρο στον χάρτη ισοδυναμεί με 1.000.000… … Dictionary of Greek
κλίμακα — η 1. σκάλα: Σιχαίνομαι ν ανεβαίνω τις κλίμακες τουΥπουργείου. 2. σειρά υποδιαιρέσεων οργάνου της Φυσικής: Αυτή είναι η θερμομετρική κλίμακα. 3. η σταθερή αναλογία του πραγματικού μεγέθους προς το εικονιζόμενο ομοίωμα που διατυπώνεται με… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλίμακα ή σκάλα — Αρχιτεκτονικό στοιχείο σύνδεσης και επικοινωνίας των ορόφων ενός κτιρίου και γενικότερα επιπέδων διαφορετικού ύψους. Η σύνδεση των ορόφων πραγματοποιείται, συνήθως, στο εσωτερικό των κτιρίων. Ωστόσο, για λόγους αρχιτεκτονικής σκοπιμότητας ή… … Dictionary of Greek
κλίμακα — κλί̱μακα , κλῖμαξ ladder fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μποφόρ, κλίμακα — Κλίμακα που επινοήθηκε το 1806 από τον Άγγλο ναύαρχο Φ. Μποφόρ για την προσωπική εκτίμηση της έντασης του ανέμου με βάση τις επιδράσεις του πάνω σε διάφορα αντικείμενα. Η κλίμακα αυτή έχει 18 βαθμίδες από το 0 έως το 17 και κάθε μία από αυτές… … Dictionary of Greek
Ρίχτερ, κλίμακα — Στην κλίμακα αυτή μετράται το μέγεθος ή η ολική ενέργεια ενός σεισμού σαν ένας αριθμός μεταξύ του 0 και του 8,9. Ένας σεισμός μεγέθους 2 είναι ο μικρότερος που συνήθως γίνεται αισθητός, ενώ μερικοί από τους καταστροφικούς σεισμούς έχουν μεγέθη 8… … Dictionary of Greek
θερμοδυναμική κλίμακα θερμοκρασιών — Θερμοκρασία η οποία προκύπτει εάν χρησιμοποιήσουμε ως θερμομετρικό σώμα το ιδανικό αέριο. Πρακτικά, αρκεί ένα αέριο σε χαμηλή πίεση και θερμοκρασία πολύ υψηλότερη από το σημείο υγροποίησής του. Η βαθμονόμηση ενός τέτοιου θερμομέτρου αερίου… … Dictionary of Greek
θερμόμετρο — Κάθε όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση της θερμοκρασίας. Τα περισσότερα θ. βασίζονται στη διαστολή των σωμάτων με την αύξηση της θερμοκρασίας. Τα σύγχρονα θ. βασίζονται όλο και περισσότερο στη μεταβολή της ηλεκτρικής αγωγιμότητας ειδικών ημιαγωγών… … Dictionary of Greek
θερμοκρασία — Η έννοια της θ. αποτελεί την ποσοτική έκφραση της αίσθησης του θερμού ή του ψυχρού που έχουμε όταν αγγίζουμε ένα σώμα. Για να εξαλείψουμε τις αναπόφευκτες ασάφειες που οφείλονται στην υποκειμενικότητα των αισθήσεων, παίρνουμε ως βάση για τη… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek