-
1 ἦλιψ
ἦλιψ, ιπος, ὁ, nach Schol. Theocr. 4, 56 eine dorische Fußbekleidung ( παρὰ τὸ ἑλίσσειν τὸν πόδὰ), wovon ἀνήλιπος abgeleitet ist.
-
2 ἦλιψ
ἦλιψ, ιπος, ὁ, eine dorische Fußbekleidung -
3 κατ-ῆλιψ
κατ-ῆλιψ, ιφος, ἡ, das obere Geschoß des Hauses, Ar. Ran. 566, Schol. ἡ μέσοδμος, VLL. erkl. τὴν μέσην στέγην, Andere erkl. τὴν κλίμακα, vgl. Luc. Lex. 8. Die Ableitung ist dunkel, gew. führt man es auf ἦλιψ, Schuh, Sockel, zurück, vgl. Choerob. in B. A. 1200 u. Lob. Paralipp. 290.
-
4 κατῆλιψ
-
5 νηλί-πους
νηλί-πους, οδος, wie ἀνηλίπους (vielleicht von νη-ἦλιψ-πούς, oder unmittelbar von νῆλιψ), unbeschuht, barfuß, nach E. M. ἀνυπόδητος καὶ μονοχίτων, also übh. dürftig, arm; bei Soph. ἄσιτος νηλίπους τ' ἀλωμένη, O. C. 350, in der ersten Bdtg. – Bei sp. D. auch νήλιπος, wie Ap. Rh. 3, 646; βίος, Lycophr. 635.
-
6 ἀνάλιπος
См. также в других словарях:
ήλιψ — ἦλιψ, ὁ (Α) δωρικό υπόδημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ως β συνθετικό απαντά στις λ. νηλίπους*, νήλιπος*«ξυπόλυτος»] … Dictionary of Greek
νήλιπος — νήλιπος, ον (Α) νηλίπους*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συνθ. λ. με α συνθετικό το στερ. πρόθημα νη * και β συνθετικό τη λ. ἦλιψ* «είδος δωρικού παπουτσιού» (βλ. και λ. νηλίπους)] … Dictionary of Greek