Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἦλιψ

См. также в других словарях:

  • ήλιψ — ἦλιψ, ὁ (Α) δωρικό υπόδημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ως β συνθετικό απαντά στις λ. νηλίπους*, νήλιπος*«ξυπόλυτος»] …   Dictionary of Greek

  • νήλιπος — νήλιπος, ον (Α) νηλίπους*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συνθ. λ. με α συνθετικό το στερ. πρόθημα νη * και β συνθετικό τη λ. ἦλιψ* «είδος δωρικού παπουτσιού» (βλ. και λ. νηλίπους)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»