-
1 ἰσο-ϋψής
ἰσο-ϋψής, ές, gleich hoch; κλίμακα ἰσοϋψῆ τῷ τείχει Pol. 8, 6, 4, a. Sp.
-
2 ἰσοϋψής
См. также в других словарях:
ευυψής — εὐυψής, ές (Μ) αυτός που έχει μεγάλο ύψος («οἱ εὐυψεῑς καὶ ἀκρόκομοι φοίνικες», Νικ. Χων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + υψής (< ύψος), πρβλ. αν ισο υψής, ισο υψής] … Dictionary of Greek