-
1 κλοιος
-
2 κλοιός
ο1) воен, окружение; клещи; кольцо;πέφτω στόν κλοιό — попадать в окружение;
σπάζω τον κλοιό — прорывать окружение;
2) уст. ручные кандалы;3) железный ошейник (для собак) -
3 κλωος
-
4 κοραξ
- ᾰκος ὅ1) воронἐκ κακοῦ κόρακος κακὸν ᾠόν погов. Sext. — от плохого ворона и яйцо плохое (ср. яблочко от яблони недалеко падает);
κ. λευκός погов. Anth. — белый ворон, диковина;κόραξι καὴ λύκοις χαρίζεσθαι Luc. — угождать воронам и волкам, т.е. прикармливать жадных и неблагодарных людей;(φεῦγ΄ или βάλλ΄) ἐς κόρακας! Arst., Arph. (лат. pasce corvos!) — чтоб тебя вороны склевали!, т.е. проваливай прочь!;οὐκ ἐς κόρακας ἐρρήσετε! Arph. — проваливайте отсюда!2) предполож. птица баклан Arst.3) абордажный крюк4) стеноломный крюк ( осадное орудие)(κόρακες καὴ σιδηραὴ χεῖρες Diod.)
5) дверной крюк (sc. τῶν πυλῶν Anth.)6) шейная колодка ( орудие пытки)(κλοιὸς καὴ κ. Luc.)
-
5 κυνουχος
I2удерживающий собак(κλοιός Anth.)
IIὅ1) собачий ошейник Anth.2) охот. мешок из собачьей шкуры Xen. -
6 τραχηλοδεσμοτης
-
7 περισφίγγω
(αόρ. περιέσφι(γ)ξα) μετ.1) сжимать со всех сторон;ο κλοιός περισφίγγεται — кольцо сжимается;
2) плотно связывать;3) воен, окружать (крепость, город и т. п.)
См. также в других словарях:
κλοιός — dog collar masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλοιός — Μεταλλικό στεφάνι, κυκλικός δεσμός (κυρίως γύρω από τον λαιμό ή τα χέρια)· ειδικό στεφάνι, σιδερένιο ή ξύλινο, που το χρησιμοποιούσαν ως όργανο βασανιστηρίων ήδη από την αρχαιότητα. Η απλούστερη μορφή του ήταν μια επίπεδη σανίδα με τρεις τρύπες,… … Dictionary of Greek
κλοιός — ο σιδερένιος ή ξύλινος κυκλικός δεσμός του λαιμού ή των χεριών ή των ποδιών ανθρώπων και ζώων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλοιοῖς — κλοιός dog collar masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλοιοί — κλοιός dog collar masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλοιοῦ — κλοιός dog collar masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλοιούς — κλοιός dog collar masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλοιῶν — κλοιός dog collar masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλοιῷ — κλοιός dog collar masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλοιόν — κλοιός dog collar masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλωιόν — κλοιός dog collar masc acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)