Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

(κλοιός

  • 1 кольцо

    -й, πλθ. кольца, колец, кольцам ουδ.
    1. κρίκος•

    гимнастические -а γυμναστικοί κρίκοι.

    || κύκλος - сатурна ο δακτύλιος του Κρόνου (αστέρα). || δαχτυλίδι•

    кольцо с бриллиантом δαχτυλίδι με μπριγιάντι•

    обручальное кольцо δαχτυλίδι αρραβώνας.

    2. κάθε κατασκεύασμα δακτυλιωτό. || κλοιός•

    кольцо врага ο κλοιός του εχθρού.

    || κύκλος. || τέρμα των τραμ, τρόλεϋ, λεωφορείων κλπ. (κυκλικής επιστροφής). || ρουλό•

    салфетное кольцо ρολό πετσετακιών.

    επίρ. -ом, -ими δακτυλιοει-δώς, δακτυλιωτά• κυκλικά.
    εκφρ.
    сгибаться -ом ή гнуть спину в кольцо – υποκλίνομαι ταπεινά, προσκυνώ, υποκύπτω•
    свернуться -ом – κουλουριάζομαι, κουβαριάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > кольцо

  • 2 клещй

    клещй
    мн.
    1. ἡ λαβίδα, ἡ τσιμπίδα / ἡ τανάλια (кузнечные)·
    2. воен. ὁ κλοιός·

    Русско-новогреческий словарь > клещй

  • 3 колодки

    колодки
    мн. (для преступников) ист. οἱ ἀλυσίδες, τά δεσμά, ὁ κλοιός.

    Русско-новогреческий словарь > колодки

  • 4 мешок

    меш||ок
    м
    1. τό σακκί, τό τσουβάλι:
    вещевой \мешок ὁ γυλιός (у военных), τό σακκίδιο (у туристов)· класть в \мешок βάζω στό τσουβάλι·
    2. ίο человеке) разг ὁ βραδυκίνητος (или ὁ ἀγαρμπος) ἄνθρω-πος·
    3. воен. ὁ κλοιός:
    попа́сть в \мешок πέφτω σέ κλοιό, περικυκλώνομαι· ◊ \мешокки́ под глазами разг τά πρησμένα μάτια· золотой \мешок ὁ πλούσιος, ὁ παραλής· каменный \мешок ἡ ὑπόγειος εἰρκτή· сидеть \мешокко́м (об одежде) κρέμομαι σάν τσουβάλι· покупать кота в \мешокке́ ἀγοράζω γουρούνι στό σακί.

    Русско-новогреческий словарь > мешок

  • 5 котёл

    -тли α.
    1. λέβητας, καζάνι•

    паровой котёл ατμολέβητας.

    2. (στρατ.) κλοιός.
    εκφρ.
    атомный котёлβλ. στη λ. реактор• как в - кипеть ή вариться έχω πολλές σκοτούρες•
    с (как) пивной котёл – κεφάλας, κεφάλι σαν καζάνι.

    Большой русско-греческий словарь > котёл

  • 6 облава

    θ.
    παγάνα, παγανιά. || κλοιός, μπλόκο.

    Большой русско-греческий словарь > облава

См. также в других словарях:

  • κλοιός — dog collar masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλοιός — Μεταλλικό στεφάνι, κυκλικός δεσμός (κυρίως γύρω από τον λαιμό ή τα χέρια)· ειδικό στεφάνι, σιδερένιο ή ξύλινο, που το χρησιμοποιούσαν ως όργανο βασανιστηρίων ήδη από την αρχαιότητα. Η απλούστερη μορφή του ήταν μια επίπεδη σανίδα με τρεις τρύπες,… …   Dictionary of Greek

  • κλοιός — ο σιδερένιος ή ξύλινος κυκλικός δεσμός του λαιμού ή των χεριών ή των ποδιών ανθρώπων και ζώων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλοιοῖς — κλοιός dog collar masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλοιοί — κλοιός dog collar masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλοιοῦ — κλοιός dog collar masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλοιούς — κλοιός dog collar masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλοιῶν — κλοιός dog collar masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλοιῷ — κλοιός dog collar masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλοιόν — κλοιός dog collar masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλωιόν — κλοιός dog collar masc acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»