-
1 кольцо
-й, πλθ. кольца, колец, кольцам ουδ.1. κρίκος•гимнастические -а γυμναστικοί κρίκοι.
|| κύκλος - сатурна ο δακτύλιος του Κρόνου (αστέρα). || δαχτυλίδι•кольцо с бриллиантом δαχτυλίδι με μπριγιάντι•
обручальное кольцо δαχτυλίδι αρραβώνας.
2. κάθε κατασκεύασμα δακτυλιωτό. || κλοιός•кольцо врага ο κλοιός του εχθρού.
|| κύκλος. || τέρμα των τραμ, τρόλεϋ, λεωφορείων κλπ. (κυκλικής επιστροφής). || ρουλό•салфетное кольцо ρολό πετσετακιών.
επίρ. -ом, -ими δακτυλιοει-δώς, δακτυλιωτά• κυκλικά.εκφρ.сгибаться -ом ή гнуть спину в кольцо – υποκλίνομαι ταπεινά, προσκυνώ, υποκύπτω•свернуться -ом – κουλουριάζομαι, κουβαριάζομαι. -
2 клещй
клещймн.1. ἡ λαβίδα, ἡ τσιμπίδα / ἡ τανάλια (кузнечные)·2. воен. ὁ κλοιός· -
3 колодки
колодкимн. (для преступников) ист. οἱ ἀλυσίδες, τά δεσμά, ὁ κλοιός. -
4 мешок
меш||окм1. τό σακκί, τό τσουβάλι:вещевой \мешок ὁ γυλιός (у военных), τό σακκίδιο (у туристов)· класть в \мешок βάζω στό τσουβάλι·2. ίο человеке) разг ὁ βραδυκίνητος (или ὁ ἀγαρμπος) ἄνθρω-πος·3. воен. ὁ κλοιός:попа́сть в \мешок πέφτω σέ κλοιό, περικυκλώνομαι· ◊ \мешокки́ под глазами разг τά πρησμένα μάτια· золотой \мешок ὁ πλούσιος, ὁ παραλής· каменный \мешок ἡ ὑπόγειος εἰρκτή· сидеть \мешокко́м (об одежде) κρέμομαι σάν τσουβάλι· покупать кота в \мешокке́ ἀγοράζω γουρούνι στό σακί. -
5 котёл
-тли α.1. λέβητας, καζάνι•паровой котёл ατμολέβητας.
2. (στρατ.) κλοιός.εκφρ.атомный котёл – βλ. στη λ. реактор• как в - кипеть ή вариться έχω πολλές σκοτούρες•с (как) пивной котёл – κεφάλας, κεφάλι σαν καζάνι. -
6 облава
-ы θ.παγάνα, παγανιά. || κλοιός, μπλόκο.
См. также в других словарях:
κλοιός — dog collar masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλοιός — Μεταλλικό στεφάνι, κυκλικός δεσμός (κυρίως γύρω από τον λαιμό ή τα χέρια)· ειδικό στεφάνι, σιδερένιο ή ξύλινο, που το χρησιμοποιούσαν ως όργανο βασανιστηρίων ήδη από την αρχαιότητα. Η απλούστερη μορφή του ήταν μια επίπεδη σανίδα με τρεις τρύπες,… … Dictionary of Greek
κλοιός — ο σιδερένιος ή ξύλινος κυκλικός δεσμός του λαιμού ή των χεριών ή των ποδιών ανθρώπων και ζώων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλοιοῖς — κλοιός dog collar masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλοιοί — κλοιός dog collar masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλοιοῦ — κλοιός dog collar masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλοιούς — κλοιός dog collar masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλοιῶν — κλοιός dog collar masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλοιῷ — κλοιός dog collar masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλοιόν — κλοιός dog collar masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλωιόν — κλοιός dog collar masc acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)