-
1 απεργασια
ἥ1) изготовление, выработка, производство(εἰκόνων Plat.; ὄψεων Arst.)
2) искусная работа, отделка(ἡδονέ διὰ τέν ἀπεργασίαν Arst.)
3) вызывание, возбуждение, причинение(ἡδονῆς Plat.; ἐναντίων Plut.)
4) (воз)действие, влияние(τῶν νόσων Plat.; κακοδαίμονος ζωῆς Plut.)
-
2 εικων
- όνος, поэт. тж. οῦς ἥ(Her. acc. sing. ώ, acc. pl. Eur., Arph. ούς)
1) изображение, подобие (изваяние, портрет и т.п.)(χρυσῆ Plat.; λιθίνη Plut.)
εἱ. γεγραμμένη τινός Plut. — картина, изображающая что-л.2) образ, отражение3) видение, призрак(ἦλθεν εἰ. Eur.)
4) образ, сравнение, уподобление(δι΄ εἰκόνων λέγειν Plat.; αἱ τῶν ποιητῶν εἰκόνες Arst.)
5) представление, мысленный образ(πατρός Eur.)
-
3 πλαστης
- ου ὅ1) ваятель, гончар или скульптор(πλάσται εἰκόνων Plut.)
δεινοῦ πλάστου τὸ ἔργον (sc. ἐστίν) Plat. — это дело искусного ваятеля2) парикмахер Plut. -
4 προβολή
η1) выставление, выдвижение;προβολή του ποδός — спорт, выпад;
2) проекция;τό μηχάνημα προβολής — проекционный аппарат;
3) показ, демонстрация (фильма и т. п.);προβολή φωτεινών είκόνων — показ диафильмов
-
5 προσκύνημα
τό1) коленопреклонение; сотворение молитвы, моление;προσκύνημα των εικόνων — поклоны перед иконами;
2) паломничество; богомолье (уст.);3) место паломничества; 4) перен. покорность; повиновение, подчинение (завоевателю и т. п.);§ τα προσκύνημαήματά μου στη μητέρα σου ( — передай) поклон твоей матери
-
6 αναστήλωση
αναστήλωση1) восстановление;2) αναστήλωση των εικόνων — восстановление иконопочитания в Византии в 843 году после победы над иконоборчествомЭтим.< αναστηλώ(σις) «восстановление памятника»Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > αναστήλωση
-
7 εικόνα
εικόνα η1) икона, образ – символическое изображение святого или события из священной истории. В православии воспринимается как святой образ – изображение, в котором за красками, расположенными в соответствии с определенной системой приемов и средств живописи, присутствует некое таинство. Икона есть умозрение в красках». Она является предметом культа как предмет литургического назначения и как моленный образ;ΦΡ.αναστήλωση των εικόνων — восстановление иконопочитания;2) картина, рисунок, иллюстрация;3) образ:Этим.< дргр. εικών < εοίκα «походить, быть похожим», возможно от инд. корня weik. Однокоренные слова εικ-άζω, εικ-ασία, επι-εικ-ής «похожий»
См. также в других словарях:
εἰκόνων — εἰκών likeness fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Καταθυμικά Φαντασιωσική Ψυχοθεραπεία — Η θεραπεία της κατευθυνόμενης ονειροπόλησης του Leuner είναι βραχεία ψυχοθεραπευτική τεχνική, που κατατάσσεται στις τεχνικές που χρησιμοποιούν στην φαντασίωση. Στο τέλος της δεκαετίας του ’40, o H. Leuner ασχολήθηκε με την πειραματική μελέτη του… … Wikipedia
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
φαντασία — Με την πλατιά έννοια, μπορεί να ονομαστεί η παραγωγή εικόνων, συνειδητών δηλαδή νοητικών παραστάσεων, που έχουν κάποιον βαθμό ομοιότητας με αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου ή κάποια αναφορά σε αυτά. Ο βαθμός συνάφειας του υποκειμενικού ψυχικού… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Εκκλησιαστικό Αλεξανδρούπολης — Πρόκειται για ένα σύγχρονο εκκλησιαστικό μουσείο, για την οργάνωση του οποίου οι ειδικοί που το ανέλαβαν έθεσαν υψηλούς και πρωτοποριακούς γι’ αυτό το είδος μουσείων στόχους: να έχει εκπαιδευτικό χαρακτήρα, τα εκθέματά του να είναι κατανοητά και… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek