-
1 δρακων
I.II.1) дракон(σμερδαλέος Hom.; δεινός Eur.)
2) змея(αἰετὸς δράκοντα φέρων ὀνύχεσσι Hom.; ἐστι ἀετὸς καὴ δ. πολέμια Arst.)
3) морской дракон ( рыба Trachinus draco) Arst.4) дракон (боевой значок, т.е. знамя у парфян)5) дракон ( браслет в виде змеи) -
2 βοστρυχηδον
adv. в знач. adj. в виде локона, т.е. клубящийся, извивающийся(δράκοντες Luc.)
-
3 γλαυκος
I.Igen. к γλαύξ См. γλαυξII31) светло-синий, голубой, лазоревый или светло-серый, сизый(θάλασσα Hom., Plut.; λίμνη Soph.; ἅλς Eur.; ὄμματα Arst.)
κυανοῦ λευκῷ κεραννυμένου γλαυκὸν ἀποτελεῖται Plat. — от смешения синего с белым получается голубое2) зеленоватый, светло-зеленый(ἐλαία Soph., Eur.; χλόη Eur.; φύλλα Arst.; ὕαλος Anth.)
3) светлый, сверкающий, блистающий(δράκοντες Pind.; ἠώς Theocr.)
4) светлоглазый(ἔθνος Her.)
II.ὁ рыба горбыль ( Sciaena umbra) или сциена-орел ( Sciaena aqaila) Arst. -
4 δυσευνατωρ
-
5 ενσπειραομαι
(в чём-л.) сворачиваться, свиваться -
6 εξειλυομαι
извиваться, клубиться(δράκοντες ἐξειλυσθέντες - v. l. ἐξειληθέντες - ἐπὴ χθονί Theocr.)
-
7 ιρις
ἴριδος (ῑρ) ἥ (эп. dat. pl. ἴρισσιν)1) радуга(δράκοντες ἴρισσιν ἐοικότες Hom.; ἥ ἶ. δι΄ ἀνάκλασιν γίγνεται Arst.; ἶ. ἄντικρυς ἡλίου φαίνεται Plut.)
ἠΰτε πορφυρέην ἶριν τανύσσῃ Ζεύς Hom. — словно багряную радугу простер Зевс2) радужный круг(περὴ τοὺς λύχνους Arst.; ἐπὴ τέν κεφαλήν τινος NT.)
3) цветной кружок (на павлиньем хвосте)(ἐπ΄ ἄκροις τοῖς πτεροῖς Luc.)
4) бот. ирис(ἶ. ἄνθος Arst.)
-
8 πολυσφονδυλος
-
9 σπειραω
свивать, скручиватьδράκοντες ἐσπειραμένοι Luc. — свернувшиеся или клубящиеся драконы;
σχοινίον ἐσπειραμένον Sext. — скрученный канат
См. также в других словарях:
Δράκοντες — Δράκων dragon masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δράκοντες — δράκων dragon masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
κρήνη — Κατασκευή που από τα παλαιότερα χρόνια χρησίμευε για τη λήψη, τη συγκέντρωση και τη φύλαξη του νερού, του στοιχείου αυτού, το οποίο, ως φορέας της ζωής και της διατήρησής της, κατέκτησε ιδιαίτερη θέση στη ζωή και στη σκέψη των ανθρώπων. Η κ.,… … Dictionary of Greek
ξυλογλυπτική — Η τέχνη της απεικόνισης, πάνω σε ξύλο, διαφόρων μορφών ή καλλιτεχνικών σχεδίων. Αποτελεί μία από τις αρχαιότερες και περισσότερο διαδομένες τέχνες σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι αρχαίοι αναπτύξανε την ξ., όχι μόνο για διακοσμητικούς λόγους αλλά και… … Dictionary of Greek
πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… … Dictionary of Greek
Digenes Akritas — Epic of Digenis Akritas, Athens National library manuscript. Digenes Akrites (Greek: Διγενῆς Ἀκρίτης, pronounced [ðiʝeˈnis aˈkritis]), known in folksongs as Digenes Akritas (Διγενῆς Ἀκρίτας … Wikipedia
CETE — Hebraeis iisdem nominibus appellantur, quibus draco, nempe thannin et leviathan: an ob formae similitudinem, an ratione molis et quia Cetus in aquatilibus tantum praestat, Ο῞ςςον αριςτεύουςιν εν ἐρπεςτῆρςι δράκοντες, Quantum in reptilibus… … Hofmann J. Lexicon universale
OVICULA — I. OVICULA cognomen Fabii M. a clementia morum, apud Plut. et Aur. Victorem, quorum hic: Quinctus Fabius Maximus, Cunctator inquit, Verrucosus a verruca in labris sita, Ovicula a clementia morum dictus. Sicut scorpiones contra vocabantur, moribus … Hofmann J. Lexicon universale
PICRIS — Graeca vox πικρὶς, lactuca agrestis, Exodi c. 12. v. 8. in Vulgata, Et edent carnes nocte illâ assas ipsi et azymos panes cum lactucis agrestibus; ubi Vaticana translatio habet, Et azyma super picrides comedent: S. Cyprianus cum picridibus, legit … Hofmann J. Lexicon universale