-
1 εξειλυομαι
извиваться, клубиться(δράκοντες ἐξειλυσθέντες - v. l. ἐξειληθέντες - ἐπὴ χθονί Theocr.)
См. также в других словарях:
ιλυσπώμαι — ἰλυσπῶμαι, άομαι (Α) έρπω (σαν σκουλήκι ή σαν φίδι). [ΕΤΥΜΟΛ. < εἰλυσπῶμαι, με ιωτακισμό το ρ. εἰλυσπῶμαι αποτελεί συνδετικό εκφραστικό σύνθ. από εἰλύομαι και σπῶμαι «κουλουριάζομαι σαν σκουλήκι ή σαν ερπετό»] … Dictionary of Greek