-
1 εγκαθοραω
(fut. ἐγκατόψομαι, aor. 2 ἐγκατεῖδον)1) вглядываться, всматриваться(τῷ προσώπῳ τινός Plat.)
2) замечать, узнавать(τι τῷ σχήματί τινος Plut.)
3) наблюдать(ἐ. καὴ διανοεῖσθαι Plat.)
-
2 παρατιθημι
эп. παρτίθημι1) класть возле, ставить перед, подавать(τράπεζαν Hom., NT.; τραγήματα Plut.)
οἱ παρατιθέντες Xen. — прислуживающие за столом;τὰ παρατιθέμενα (βρώματα) Xen., Arst. — подаваемые яства;παραθέσθαι σῖτον Xen. — велеть подать себе кушанья;οἱ τὰ εὐτελέστερα παρατιθέμενοι Xen. — те, которые питаются (более) скромно2) возлагать(στέφανον καρήατι Hes.)
3) предлагать, представлять, преподносить(ξεινήϊα καλά τινι Hom.; παραβολήν τινι NT.; π. ἀπογεύσασθαί τινος Plat.)
παράδειγμα παραθέσθαι Plat. — привести (от себя) пример4) придавать, даровать, предоставлять(τοσσήνδε δύναμίν τινι Hom.)
ᾧ παρέθεντο πολύ, περισσότερον αἰτήσουσιν αὐτόν NT. — кому много дано, с того больше и взыщут5) med. вкладывать, вверять, отдавать на хранение(τὰ χρήματα Her., Polyb.; τέν οὐσίαν ταῖς νήσοις Xen.; ἐν χεῖράς τινός τι NT.)
(κεφαλάς, ψυχάς Hom.)
7) med. прилагать, применятьτέν ὄψιν π. ἐν τῶ διανοεῖσθαι Plat. — применять свое зрение к мышлению, т.е. основывать мышление на зрительных впечатлениях
-
3 σφοδρα
Iadv.1) очень, крайне, весьма(ἄδικος Plat.; ὀλίγοι Men.)
θαυμαστῶς ὡς σ. Plat. — совершенно изумительно;πάνυ καὴ σ. — с полной несомненностью2) крепко, сильно(ἱμείρειν Soph.)
ἥ σ. ἑαυτοῦ φιλία Plat. — чрезмерное себялюбие3) тщательно, усиленно(διανοεῖσθαι Plat.)
4) сурово, строго(κολάζειν Thuc.)
5) (при compar.) гораздо(σ. ὑπέρτεροι Pind.)
6) исключительно, только(οὐδαμῶς ἄνδρες, ἀλλά τινες σ. γυναῖκες Plat.)
7) ( в ответах) вполне, конечно:(καὴ) σ. γε Plat. ну конечно же
IIτό indecl. сильное влечение, страсть Plat. -
4 υγιης
21) здоровыйτὰς φρένας ὑγιεῖς ἔχειν Eur. — быть душевно здоровым;
ὑγιέα ποιεῖν τινα Her. — исцелять кого-л.;τὸ δῆγμα ὑ. γενέσθαι Xen. — оправиться от укуса (фаланги)2) нетронутый, невредимый, неповрежденный, целый(ναῦς Thuc.; οἱ Ἑρμαῖ Lys.)
3) здравый, разумный, правильный(μῦθος Hom.; δόξαι Plat.; ὑγιές τι διανοεῖσθαι Thuc.)
μηδὲν ὑγιὲς λέγειν Plat. — не говорить ничего вразумительного, тж. быть лишенным смысла;ἐπὴ μηδενὴ ὑγιεῖ Lys. — не к добру
См. также в других словарях:
διανοεῖσθαι — διανοέομαι have in mind pres inf mp (attic epic) διανοέομαι have in mind pres inf mp (attic epic) διανοέω have in mind pres inf mp (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανονικός — Εκείνος που τελείται με ορισμένο κανόνα ή σύμφωνα με κανόνα· εκείνος που πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων· εκείνος που προέρχεται από τους κανόνες ή τα δόγματα της Εκκλησίας. Κ. δίκαιο ονομάζεται επίσης το δίκαιο που βασίζεται… … Dictionary of Greek
λογική — I (Μαθημ.). Μαθηματική επιστήμη, τα θεμέλια της οποίας βρίσκονται στο έργο του Αριστοτέλη Όργανον (βλ. λ. λογική [φιλοσοφική επιστήμη]). Ο μαθηματικός Μπουλ εισήγαγε στη λ. αυτή τον λογισμό, με τον οποίο αποφεύγονται πολλά προβλήματα που υπάρχουν … Dictionary of Greek
παρατίθημι — δωρ. και ποιητ. τ. παρτίθημι, μτγν. τ. παρατίθω, ΜΑ 1. θέτω, τοποθετώ κοντά ή μπροστά σε κάποιον 2. παραθέτω, προσφέρω, σερβίρω φαγητό (α. «ἀφοῡ δὲ παραθέσουσι καὶ νίψεται καὶ κάτζει», Πρόδρ. β. «θεὰ παρέθηκε τράπεζαν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. θέτω… … Dictionary of Greek