-
1 βόλος
βόλος, ὁ,A throw with a casting-net, Orac. ap. Hdt.1.62; μέγα δίκτυον ἐς β. ἕλκει draws it back for a cast, Theoc.1.40: metaph., εἰς β. καθίστασθαι, ἔρχεσθαι, fall within the cast of the net, E.Ba. 848, Rh. 730.2 thing caught, ἰχθύων β. draught, catch, of fishes, A.Pers. 424, Plu.2.91c; βόλον ἀνσπάς ασθαι land one's catch, E.El. 582.II casting of teeth, Arist.HA 576b13 (pl.), GA 748b9; καταμαθεῖν τὸν β. examine a horse's teeth, Hierocl.Facet.37.IV βόλος· θύρα, πηλός (i. e. βῶλος). Hsch. -
2 βόλος
βόλος, ὁ, der Wurf, a) mit Würfeln, Poll. 7, 204. – b) mit dem Netz, Arist. H. A. 8, 15, 19; Fischzug, Fischfang, ἰχϑύων Aesch. Pers. 416; vgl. Theocr. 1, 40: Plut. Sol. 4; das Netz, Ael. H. A. 8, 3; übtr., ἐς βόλον ἔρχεται, er geht ins Netz, Eur. Rhes. 730; καϑίστασϑαι Bacch. 847. – c) vom Netz des Vogelstellers, Zosim. 2 (VI, 184). – d) ὀδόντων, das Zahnschichten, Arist. H. A. 6, 22.
-
3 βολος
ὅ1) закидывание (невода) Hom., Arst., Theocr.2) ловля, улов(ἰχθύων Aesch., Plut.)
3) невод, сеть(πτανοῖσιν ἐφιέναι βόλον Anth.)
4) выпадение(ὀδόντων Arst.)
5) бросок ( игральных костей) Plut. -
4 βόλος
βόλοςthrow with a casting-net: masc nom sg -
5 βόλος
-
6 Βόλος
ο г. Волос (Фессалия) -
7 βόλος
ο шарик (для детской игры, чаще глиняный или каменный) -
8 κεραυνο-βόλος
κεραυνο-βόλος, den Blitz schleudernd, Luc. Philopatr. 24; πῠρ, der Blitz, Mel. 13. 34 (XII, 63. 141); – κεραυνό-βολος, vom Blitz getroffen, δένδρον D. Sic. 1, 13. 17, 75. So muß auch Eur. Bacch. 598 accentuirt werden, wenn es auf die Semele gehen soll, wie Herm. mit Elmsl. will.
-
9 ἰθυ-βόλος
-
10 πρωτο-βόλος
πρωτο-βόλος, zuerst werfend, bes. die Zähne zum ersten Male wechselnd, die ersten Milchzähne verlierend, gew. vom Pferde, Sp.; übertr., ἥβης ἄνϑος πρωτοβόλου, Plat. epigr. 6 (VII, 217, Asclepds), erst aufkeimend; mit verändertem Ton, zuerst getroffen, τέρμονα πρωτόβολον ἁλίῳ, Eur. Troad. 1068.
-
11 πρό-βολος
πρό-βολος, Alles, was vorsteht od. vorgehalten wird, substant.; a) ein vorspringender, vorragender Ort, ἐπὶ προβόλῳ ἁλιεύς, Od. 12, 251, wie προβλής. So sagt Dem. 8, 61 ἀλλ' ἀνάγκη τούτοις ὥςπερ προβόλοις προςπταίοντας ὑστερίζειν ἐκείνων, u. ähnlich μὴ δὴ πρὸς οὓς αὐτὸς ἔχωσας λιμένας καὶ προβόλων ἐνέπλησας, πρὸς τούτους προςορμίζου, 25, 84. – b) zum Schutz vorgehaltene Waffe, Schild, Speer, bes. Jagdspieß, Her. 7, 76; übh. Schutz, neben σωτήρ, Ar. Nubb. 1145; τοῦ πολέμου, heißt eine feste Burg, Xen. Cyr. 5, 3, 11. 23; Folgde, wie Plut. τὸν λογισμὸν ὡς πρόβολον ἐμποδὼν ἀεὶ τῇ γλώττῃ κείμενον, de garrul. 14; aber Caes. 21 Wehr, um Wasser abzuhalten. – In VLL. wird es auch erkl. τὸ τῶν σιτίων δοχεῖον.
-
12 προ-έμ-βολος
προ-έμ-βολος, ὁ, Schiffsschnabel, mit dem man in die Seiten der feindlichen Schiffe einrannte, um zu entern; auch τὸ προέμβολον; Suid. erkl. τὰ πρὸς τῇ πρώρᾳ τῆς νεὼς ὥςπερ ἀκρόστομα; nur Sp., im Ggstz von ἀκροστόλιον.
-
13 πτερο-βόλος
πτερο-βόλος, die Federn verlierend, Sp.
-
14 πυρσο-βόλος
πυρσο-βόλος, Feuerstrahlen werfend; ἀκτῖνες, Strat. 38 (XII, 196); Maneth. 4, 438.
-
15 πυρ-βόλος
-
16 πυρ-εκ-βόλος
πυρ-εκ-βόλος, Feuer auswerfend, gebend, Sp.
-
17 πυρο-βόλος
πυρο-βόλος, Feuer werfend, schleudernd, τὰ πυροβόλα, Brandpfeile, die zünden, wo sie treffen, Plut. Syll. 9.
-
18 παραί-βολος
παραί-βολος, poet. st. παράβολος; παραίβολα κερτομεῖν, wahrscheinlich wie παραβλήδην ἀγορεύειν, sich mit scherzhaften Seitenblicken od. Seitenhieben necken, Hom. h. Merc. 56.
-
19 παρά-βολος
παρά-βολος, daran oder auf's Spiel setzend, wagend, waghalsig, nach Phryn. in B. A. 60, 16 ὁ ἐπ' οὐδενὶ δικαίῳ παραβαλλόμενος τὴν ψυχὴν καὶ τὸ σῶμα καὶ τὴν ἐπιτιμίαν; so Ar. Vesp. 192; Plut. u. Sp.; dem τολμηρός entsprechend, Luc. Alex. 4. – Auch von Sachen, gewagt, mißlich, gefährlich, ἔργον παράβολον, Her. 9, 45; καὶ χαλεπὸν πρᾶγμα, Isocr. 6, 49; Pol. 18, 36, 1; τὰ παραβολώτατα τῶν ἐκείνῳ πεπραγμένων, 10, 2, 4; τὸ παράβολον, die kühne Entschlossenheit, καὶ τόλμα, 3, 61, 6; τόποι, gefährliche Orte, 4, 13, 19; καὶ ἐπισφαλές, 10, 20, 6. – Adv. παραβόλως, οἱ παραβόλως πλέοντες, Men. bei Stob. fl. 59, 14, διδοὺς ἑαυτὸν εἰς τοὺς κινδύνους, Pol. 3, 17, 8, καὶ τεϑαῤῥηκότως, 1, 44, 6; aber auch mit ἀνελπίστως verbunden, 1, 23, 7, plötzlich, unerwartet, wie durch ein Wagstück. – Τὸ παράβολον, später παραβόλιον, das Succumbenzgeld, das bei Appellationen bezahlt wurde, Böckh ath. Staatshaush. I p. 386, übh. Unterpfand, Poll. 8, 63.
-
20 περί-βολος
περί-βολος, ὁ, das Umgebende, Einschluß, Gehäge; Eur. Troad. 1141; ϑώρακ' ἐχίδνης περιβόλοις ὡπλισμένον, Ion 993; auch adjectivisch, στέφεα περίβολα, I. A. 1477; – Mauern, Thuc. 1, 89. 90 und öfter, wie Plat. ἐν αὐτῷ τῷ τῆς πόλεως περιβόλῳ καὶ προαστείῳ, Legg. VI, 759 a; οἰκήσεων, Rep. VIII, 548 a, u. sonst; Folgde, πόλις κατὰ τὸ περίβολον οὐ μεγάλη, Pol. 4, 65, 3, öfter.
См. также в других словарях:
βόλος — βόλος, ο και σβόλος, ο και σβόλι, το 1. μικρή μάζα από χώμα ή από άλλη ύλη: Καθώς σκάβαμε, βγάζαμε μεγάλους βόλους από χώμα. 2. στον πληθ., βόλοι παιδικό παιχνίδι που παίζεται με γυάλινες ή πήλινες μπίλιες: Τα παιδιά παίζουν βόλους εδώ και αρκετή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βόλος — throw with a casting net masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βόλος — I Πόλη (82.439 κάτ.) της Θεσσαλίας, στον μυχό του Παγασητικού κόλπου, πρωτεύουσα του νομού Μαγνησίας και έδρα του ομώνυμου δήμου. Το πολεοδομικό συγκρότημα Β. είναι το έκτο της Ελλάδας σε πληθυσμό μετά τα πολεοδομικά συγκροτήματα της πρωτεύουσας … Dictionary of Greek
Βόλος — Sp Vòlas Ap Βόλος/Volos L Magnisijos nomo c., C Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Άνω Βόλος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 529 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βόλου του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιωλκού. Παραδοσιακό κτίσμα στον Άνω Βόλο, στα περίχωρα της πρωτεύουσας της Μαγνησίας … Dictionary of Greek
Volos — Βόλος Volos … Wikipedia Español
βόλω — βόλος throw with a casting net masc nom/voc/acc dual βόλος throw with a casting net masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βολάζω — [βόλος] ρίχνω τα δίχτυα στη θάλασσα … Dictionary of Greek
Αραβαντινού, Μαντώ — (Βόλος 1926 – 1998). Νομικός και λογοτέχνης. Σπούδασε στη νομική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και παρακολούθησε μαθήματα λογοτεχνίας σε πανεπιστήμιο του Παρισιού. Κατά τη διάρκεια της απριλιανής δικτατορίας (1967 74)… … Dictionary of Greek
Βακαλόπουλος, Απόστολος — (Βόλος 1909 –). Ιστορικός και ομότιμος καθηγητής της ιστορίας της νεότερης Ελλάδας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ). Σπούδασε κλασική φιλολογία και παιδαγωγική στη φιλοσοφική σχολή του ΑΠΘ. Ειδικεύτηκε στη βυζαντινή και νέα… … Dictionary of Greek
Βαλαβάνη, Ελένη — (Βόλος 1922 –). Λογοτέχνης. Σπούδασε νομικά στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και γερμανική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την παιδική λογοτεχνία. Είναι μέλος του Συνδέσμου Ελλήνων Λογοτεχνών και του… … Dictionary of Greek