-
1 βοεικόν
βοεικόςof: masc acc sgβοεικόςof: neut nom /voc /acc sg -
2 ζεῦγος
ζεῦγος, τό, ein Joch od. Gespann Zugvieh, zwei zusammengejochte Rinder od. Maulthiere, Il. 18, 543; Ackergespann, βοεικόν Thuc. 4, 128; Plat. Lys. 208 b u. öfter, wie Sp.; auch Fuhrwerk, ζεύγεϊ κομίζεσϑαι Her. 1, 31; ἤλασε τὸ ζεῦγος 1, 59; μίσϑιον, Lohnkutsche, Plut. Ant. 6; ἐκπίπτειν ἐκ τῶν ζευγῶν Plat. Gorg. 516 e. Uebh. ein Paar, πεδέων χρυσέων δύο ζεύγεα Her. 3, 130; Ἀτρειδῶν Aesch. Ag. 44; ἐμβάδων Ar. Equ. 872; Ehepaar; ἐρωτικόν, Liebespaar, Luc. am. 11; κατὰ ζεῦγος, paarweis. Auch von mehr als zwei unter einander verbundenen od. zusammengehörenden Personen od. Dingen, τριπάρϑενον, drei jungfräuliche Schwestern, Soph. frg. 490, von den Chariten, die auch τριζυγέες Χάριτες heißen, Maced. ep. 33. So ist ein Drei- od. Viergespann gemeint bei Plat. Apol. 36 d, ἵππῳ ἢ ξυνωρίδι ἢ ζεύγει νικᾶν Ολυμπιάσιν, vgl. ζεῦγος τεϑρίππων Aesch. fr. 357.
-
3 βοεικός
βοεικός, von Rindern, ζεύγη, Ochsengespann, Thuc. 4, 128; Xen. An. 7, 5, 2; τὸ βοεικόν, Rindfleisch, Poll. 6, 55.
-
4 ζευγος
- εος (ους) τό1) парная запряжка(βοεικόν Thuc.; βοῶν NT.)
ἀροτῆρες ζεύγεα ἐλάστρεον Hom. — пахари погоняли (своих) запряженных волов2) запряженная парой повозка(ἐπὴ ζευγέων ἐλαύνειν Her.)
τινὰ ζεύγεϊ κομισθῆναι Her. — повезти кого-л. на повозке;λευκὸν ζ. Dem. — повозка, запряженная белыми конями3) иногда вообще запряжкаζ. τέθριππον Aesch. — квадрига;
ἢ ξυνωρίδι ἢ ζεύγει (= τεθρίππῳ) νενικηκέναι Plat. — одержать победу (в состязании) бигой или квадригой4) пара, два (двое)(ἱρήκων Her.; ἀετῶν Arst.)
πεδέων χρυσέων δύο ζεύγεα Her. — две пары золотых цепей;ζ. Ἀτρειδῶν Aesch. — двое Атридов (оба Атрида);ζ. φιλίας Plut. — пара друзей;ζ. ἐμβάδοιν Arph. — пара башмаков5) чета(ἑρωτικόν Luc.)
ζ. τριπάρθενον Eur. — три девы, т.е. Хариты
-
5 ζευγάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζευγάριον
-
6 βοεικός
βοεικός, von Rindern, ζεύγη, Ochsengespann; τὸ βοεικόν, Rindfleisch
См. также в других словарях:
βοεικόν — βοεικός of masc acc sg βοεικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζευγάρι — το (AM ζευγάριον, Μ και ζευγάριο και ζευγάριν) ζεύγος από βόδια για την καλλιέργεια τής γης (α. «ζευγάριον βοεικόν», Αριστοφ. β. «τίποτα δεν μάς μένει, ούτε ζευγάρι ούτε σπορά», Βαλαωρ.) νεοελλ. φρ. 1. «κάνω ζευγάρι» καλλιεργώ, οργώνω 2. «βγήκαν… … Dictionary of Greek
μηλίτης — Αλκοολούχο ποτό που παρασκευάζεται με ζύμωση χυμού μήλων, αλλά και άλλων φρούτων, όπως τα αχλάδια. Ο χυμός εξάγεται από τα μήλα ή τα άλλα φρούτα, με πίεση είναι μέτρια οινοπνευματούχος, ελαφρά ξινός στη γεύση, μπορεί ωστόσο να έχει ποικίλα και… … Dictionary of Greek