-
1 ζευγάριον
-
2 ζευγαριον
-
3 ζευγάριον
ζευγάριονa puny pair: neut nom /voc /acc sg -
4 ζευγάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζευγάριον
-
5 ζευγάριον
ζευγάριον, τό, kleines, schlechtes Gespann -
6 ζευγαρίου
ζευγάριονa puny pair: neut gen sg -
7 ζευγαρίων
ζευγάριονa puny pair: neut gen pl -
8 ζευγάρια
ζευγάριονa puny pair: neut nom /voc /acc pl -
9 Team
subs.P. ζεῦγος, τός Ar. ζευγάριον, τό.They placed in the road waggons without their teams: P. ἁμάξας ἀνεὺ τῶν ὑποζυγίων εἰς τὰς ὁδοὺς καθίστασαν (Thuc. 2, 3).Keep teams of horses, v.: P. καταζευγοτροφεῖν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Team
-
10 Yoke
subs.P. and V. ζυγόν, τό, V. ζευγλαί, αἱ, ζευκτήριον, τό.met., see Burden.New to the yoke, adj.: V. νεόζυξ (Eur., frag.), νεοζυγής.——————v. trans.Yoke beside: V. παραζευγνύναι.Unite in marriage: P. and V. συζευγνύναι (Xen.). V. ζευγνύναι, παραζευγνύναι.He is yoked with a cruel doom: V. ἄτῃ συγκατέζευκται κακῇ (Soph., Aj. 123).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Yoke
См. также в других словарях:
ζευγάριον — a puny pair neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζευγαρίου — ζευγάριον a puny pair neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζευγαρίων — ζευγάριον a puny pair neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζευγάρια — ζευγάριον a puny pair neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζευγάρι — το (AM ζευγάριον, Μ και ζευγάριο και ζευγάριν) ζεύγος από βόδια για την καλλιέργεια τής γης (α. «ζευγάριον βοεικόν», Αριστοφ. β. «τίποτα δεν μάς μένει, ούτε ζευγάρι ούτε σπορά», Βαλαωρ.) νεοελλ. φρ. 1. «κάνω ζευγάρι» καλλιεργώ, οργώνω 2. «βγήκαν… … Dictionary of Greek
-άρι — κατάλ. ουδέτερων ουσ. της Νέας Ελληνικής με πλήθος παραγώγων. Συνδέεται ετυμολογικά με την κατάλ. άριο* < αρχ. υποκορ. κατάλ. άριον ή < μσν. κατάλ. άριον < λατ. κατάλ. arium. Ήδη στους μεσαιωνικούς χρόνους απαντά η κατάλ. άριν (<… … Dictionary of Greek