Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ζευγάριον

См. также в других словарях:

  • ζευγάριον — a puny pair neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζευγαρίου — ζευγάριον a puny pair neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζευγαρίων — ζευγάριον a puny pair neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζευγάρια — ζευγάριον a puny pair neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζευγάρι — το (AM ζευγάριον, Μ και ζευγάριο και ζευγάριν) ζεύγος από βόδια για την καλλιέργεια τής γης (α. «ζευγάριον βοεικόν», Αριστοφ. β. «τίποτα δεν μάς μένει, ούτε ζευγάρι ούτε σπορά», Βαλαωρ.) νεοελλ. φρ. 1. «κάνω ζευγάρι» καλλιεργώ, οργώνω 2. «βγήκαν… …   Dictionary of Greek

  • -άρι — κατάλ. ουδέτερων ουσ. της Νέας Ελληνικής με πλήθος παραγώγων. Συνδέεται ετυμολογικά με την κατάλ. άριο* < αρχ. υποκορ. κατάλ. άριον ή < μσν. κατάλ. άριον < λατ. κατάλ. arium. Ήδη στους μεσαιωνικούς χρόνους απαντά η κατάλ. άριν (<… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»