-
1 βαθυ
-
2 βαθύ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > βαθύ
-
3 Μπρος βαθύ γκρεμός και πίσω ρέμα
Μπρος βαθύ (γκρεμός, φωτιά) και πίσω ρέμα• Ни туда, ни сюда• Безвыходное положениеИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Μπρος βαθύ γκρεμός και πίσω ρέμα
-
4 βαθύς
(ε)ιά, ύ [εία, ύ ]1) в разн. знач глубокий;βαθειά πληγή — глубокая рана;
βαθύ φθινόπωρο — глубокая осень;
βαθύ γήρας — или βαθιά γεράματα — глубокая старость;
βαθιά μετόπισθεν — глубокий тыл;
βαθύς ύπνος — глубокий сон;
βαθειά σιγή — глубокое молчание;
βαθύ μυστήριο — глубокая тайна;
βαθύ πένθος — глубокий траур;
βαθιά συγκίνηση (λύπη) — глубокое волнение (горе);
βαθ(ε)ιές γνώσεις — глубокие знания;
βαθ(ε)ιά σκέψη — глубокая мысль;
βαθό μυαλό — глубокий ум;
απλώνω βαθιές ρίζες прям., перен. — пускать глубокие корни;
στα βαθιά — на большой глубине;
2) удобный, мягкий (о мебели);3) тёмный (о цвете) -
5 βαθυαγκης
-
6 βαθυβουλος
-
7 βαθυγειος
-
8 βαθυγηρως
-
9 βαθυγνωμων
-
10 βαθυδενδρος
-
11 βαθυδινηεις
-
12 βαθυδινης
-
13 βαθυδοξος
-
14 βαθυζωνος
-
15 βαθυθριξ
-
16 βαθυκαμπης
-
17 βαθυκητης
-
18 βαθυκληρος
-
19 βαθυκολπος
21) Hom. = βαθύζωνος См. βαθυζωνος2) полногрудый(Νύμφαι HH.; Μοῦσαι Pind.)
ἐκ βαθυκόλπων στηθέων ἥσειν ἄλγος Aesch. — из глубины груди издать скорбный вопль3) изрезанный глубокими долинами(γᾶ Pind.)
-
20 βαθυκομος
См. также в других словарях:
Βαθύ — I Ονομασία δέκα οικισμών. 1. Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 1.474 κάτ.) της Αίγινας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο της Αίγινας της νομαρχίας Πειραιώς. 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 46 κάτ.) της Σίφνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… … Dictionary of Greek
Βαθύ — Sp Vãtis Ap Βαθύ/Vathy L Samas ir C Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
βαθύ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής και δηλώνει: 1. αυτόν που έχει βάθος πρβλ. βαθύκολπος, βαθύπεδος, βαθύρριζος αρχ. βαθυαγκής, βαθύγαιος, βαθυδινήεις, βαθυκύμων,… … Dictionary of Greek
βαθύ — βαθύς deep masc voc sg (ionic) βαθύς deep neut nom/voc/acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μικρό Βαθύ — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 204 κάτ.) της Εύβοιας. Βρίσκεται στην ακτή της Βοιωτίας, στην είσοδο του νότιου λιμανιού της Χαλκίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αυλίδος του νομού Ευβοίας … Dictionary of Greek
βαθύνῃ — βαθύ̱νῃ , βαθύνω deepen aor subj mid 2nd sg βαθύ̱νῃ , βαθύνω deepen aor subj act 3rd sg βαθύ̱νῃ , βαθύνω deepen pres subj mp 2nd sg βαθύ̱νῃ , βαθύνω deepen pres ind mp 2nd sg βαθύ̱νῃ , βαθύνω deepen pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθύνει — βαθύ̱νει , βαθύνω deepen aor subj act 3rd sg (epic) βαθύ̱νει , βαθύνω deepen pres ind mp 2nd sg βαθύ̱νει , βαθύνω deepen pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθύνουσι — βαθύ̱νουσι , βαθύνω deepen aor subj act 3rd pl (epic) βαθύ̱νουσι , βαθύνω deepen pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) βαθύ̱νουσι , βαθύνω deepen pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθύνουσιν — βαθύ̱νουσιν , βαθύνω deepen aor subj act 3rd pl (epic) βαθύ̱νουσιν , βαθύνω deepen pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) βαθύ̱νουσιν , βαθύνω deepen pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάθυνε — βάθῡνε , βαθύνω deepen pres imperat act 2nd sg βάθῡνε , βαθύνω deepen aor ind act 3rd sg (homeric ionic) βάθῡνε , βαθύνω deepen imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάθυνον — βάθῡνον , βαθύνω deepen aor imperat act 2nd sg βάθῡνον , βαθύνω deepen imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) βάθῡνον , βαθύνω deepen imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)