Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

βαθυγνώμων

См. также в других словарях:

  • βαθυγνώμων — βαθυγνώμων, ον (AM) 1. βαθυστόχαστος 2. πανούργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + γνώμων < γνώμων («γνώστης, ερευνητής») < γιγνώσκω] …   Dictionary of Greek

  • βαθυγνώμων — of profound wisdom masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθυγνώμονα — βαθυγνώμων of profound wisdom neut nom/voc/acc pl βαθυγνώμων of profound wisdom masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθυγνωμονέστερος — βαθυγνώμων of profound wisdom masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθυγνώμονι — βαθυγνώμων of profound wisdom dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθυγνώμονος — βαθυγνώμων of profound wisdom gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθύ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής και δηλώνει: 1. αυτόν που έχει βάθος πρβλ. βαθύκολπος, βαθύπεδος, βαθύρριζος αρχ. βαθυαγκής, βαθύγαιος, βαθυδινήεις, βαθυκύμων,… …   Dictionary of Greek

  • γνώμονας — Όργανο που χρησιμεύει για τη χάραξη κάθετων ευθειών καθώς και για τον έλεγχο της καθετότητας δύο ευθειών ή δύο επιπέδων. Αποτελείται από δύο κανόνες σε ορθή γωνία. Για το γεωμετρικό σχέδιο ο γ. κατασκευάζεται, γενικά, σε σχήμα ορθογώνιου τριγώνου …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»