-
1 δημιος
Iдор. δάμιος 2 и 31) (обще)народный, общественный(πρῆξις ἰδίη, οὐ δ. Hom.)
δήμια πίνειν Hom. — пить на общественный счет;δάμιος μαστίκτωρ Aesch. = δήμιος II2) избранный народом, выборный(αἱσυμνῆται Hom.)
IIὅ (sc. δοῦλος)(тж. ὅ κοινὸς δ. Plat.) палач Lys., Arph., Plat., Aeschin.
-
2 κριτος
31) выбранный, избранный(αἰσυμνῆται Hom.; κτῆμα Soph.)
2) отборный, лучший(λαὸς Ἀχαιῶν Hom.; γένος Pind.)
См. также в других словарях:
αἰσυμνῆται — αἰσυμνάω rule over pres subj mp 3rd sg (doric) αἰσυμνάω rule over pres ind mp 3rd sg (doric) αἰσυμνάω rule over pres subj mp 3rd sg (epic ionic) αἰσυμνάω rule over pres ind mp 3rd sg (epic doric ionic aeolic) αἰσυμνήτης judge masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγωνοθέτης — Εκείνος που έκρινε, μαζί με άλλους α., τις διαφορές στους αγώνες στην αρχαία Ελλάδα και έδινε τα έπαθλα. Στους ομηρικούς χρόνους, αλλά και στους κατοπινούς, α. ήταν εκείνος που οργάνωνε έναν αγώνα. Στους μεγάλους όμως αγώνες, όπως τα Ίσθμια, τα… … Dictionary of Greek
δήμιος — ο (AM δήμιος, ο [ως ουσ.] Α και δήμιος, ον και δάμιος, ον και δάμιος, ία, ιον) ως ουσ. ο δημόσιος εκτελεστής τής θανατικής ποινής μσν. νεοελλ. αυτός που ταλαιπωρεί κάποιον υπερβολικά, ο βασανιστής νεοελλ. 1. ο φονιάς 2. αυτός που αποφασίζει και… … Dictionary of Greek
νεμητής — νεμητής, ὁ, θηλ. νεμήτρια (Α) 1. αυτός που απονέμει δικαιοσύνη, εκδικητής, τιμωρός, νεμέτωρ* 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «Αἰσυμνῆται... οἱ νεμηταί, ὅ ἐστι βραβευταί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < δισύλλαβο θ. νεμη τού νέμω* (πρβλ. νέμημα, νέμηση)] … Dictionary of Greek