-
1 κριτος
31) выбранный, избранный(αἰσυμνῆται Hom.; κτῆμα Soph.)
2) отборный, лучший(λαὸς Ἀχαιῶν Hom.; γένος Pind.)
-
2 ακριτος
21) беспорядочный, бессвязный, путаный(μῦθος Hom.)
ἄκριτα ἀγορεύειν Hom. — толковать и вкривь и вкось;ἠχέ ἄ. Plut. — нестройный шум2) смешанный, необособленныйτύμβος ἄ. Hom. — общая могила;
(πάντων χρημάτων) ἀκρίτων ὄντων Plat. — когда все элементы были перемешаны друг с другом3) нерешенный; сомнительный, спорный, неясный(νείκεα Hom., Plut.; ἄεθλον Hes.; ἔρις Dem.)
ἔτι δ΄ ὄντων ἀκρίτων Thuc. — так как исход войны еще не решен;ἄ. καὴ χαλεπὸς ὅ Ὠρίων εἶναι δοκεῖ Arst. — трудно определить с точностью время восхода и захода Ориона4) неисчислимый, несметный(ἄστρων ὄχλος Eur.; πλῆθος Plut., Babr.)
5) непрерывный, нескончаемый, сплошной(ἄχεα Hom.; ὄρος Anth.)
6) не рассмотренный судом, неразобранный(πρᾶγμα Isocr.)
ἀ. θάνατος Plat. — казнь без суда7) никому не подсудный(πρύτανις Aesch.)
8) действующий без разбора, вслепую, опрометчиво(Μοῖρα Anth.; ἀλόγιστος καὴ ἄ. Polyb.)
9) не разобравший дела -
3 Δημοκριτος
ὅ Демокрит ( уроженец Абдер - ὅ Ἀβδηρίτης - важнейший представитель античного материализма, 460-370 гг. до н.э.) Arst., Plut. -
4 διακριτος
-
5 δυσκριτος
2трудно различимый, трудно определимый, запутанный(ἄστρων δύσεις Aesch.; ὀνείρατα Aesch. и ὄψις Plut.)
δύσκριτον ἔμοιγε, πότερον … Soph. — недоумеваю, следует ли … -
6 εγκριτος
-
7 εκκριτος
-
8 ευκριτος
21) легко решаемыйοὐκ εὔκριτον τὸ κρῖμα Aesch. — суждение (т.е. судить здесь) нелегко
2) легко разбираемый, понятныйεὔκριτον, ὅτι … Plat. — ясно, что …
-
9 θεοκριτος
-
10 προκριτος
21) ранее выбранный, избранный(κληρωτοί Arst.)
ἀρχόντων γενομένων ἐκ προκρίτων Plat. — поскольку архонты назначаются из (числа) уже избранных, т.е. в порядке двухстепенных выборов2) предпочтительный, лучший Anth. -
11 συγκριτος
См. также в других словарях:
κριτός — κριτός, ή, όν (Α) [κρίνω] εκλεκτός, ξεχωριστός, έξοχος («ἀμφὶ πυρήν κριτὸς ἤγρετο λαὸς Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek
κριτός — separated masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριτόν — κριτός separated masc acc sg κριτός separated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριτοί — κριτός separated masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριτούς — κριτός separated masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριτῆς — κριτός separated fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιδιόκριτος — ἰδιόκριτος, ον (Α) ιδιόρρυθμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + κριτος (< κριτός < κρίνω), πρβλ. αδιά κριτος, ά κριτος] … Dictionary of Greek
θεόκριτος — (Συρακούσες 305; π.Χ. – Κως 260;). Ποιητής. Έζησε για μεγάλο χρονικό διάστημα στην Κω και αργότερα πήγε στην Αλεξάνδρεια, όπου γνωρίστηκε με τους σημαντικότερους ανθρώπους των γραμμάτων της εποχής του. Εκτός από ένα αλληγορικό ποίημά του και 24… … Dictionary of Greek
κριτά — κριτά̱ , κριτής judge masc nom/voc/acc dual κριτής judge masc voc sg κριτής judge masc nom sg (epic) κριτός separated neut nom/voc/acc pl κριτά̱ , κριτός separated fem nom/voc/acc dual κριτά̱ , κριτός separated fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ληρόκριτος — Ληρόκριτος, ὁ (Α) λογοπαικτική παραποίηση τού ονόματος τού Δημοκρίτου από τον Επίκουρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λῆρος (Ι) + κριτος (< κρίνω), πρβλ. Δημό κριτος] … Dictionary of Greek
ευαπόκριτος — εὐαπόκριτος, ον (Α) αυτός στον οποίο εύκολα μπορεί να αποκριθεί κάποιος. επίρρ... εὐαποκρίτως φρ. «εὐαποκρίτως ἔχειν πρός τινας» έχω εύκολη την απάντηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + από κριτος (< απο κρίνομαι), πρβλ. δυσ απόκριτος, αν από κριτος] … Dictionary of Greek