-
121 ατερμων
2, gen. ονος1) бесконечный(αἰών Arst.)
ἀ. πέπλος Aesch. — наглухо зашитое платье2) бесчисленный(ἐνόπτρων αὐγαί Eur.)
-
122 αχρονος
21) кратковременный, недолговечный(δυστυχές καὴ ἄ. Plut.)
2) вневременный(συμπτώματα οὐκ ἄχρονα Sext.)
ἄ. αἰών Plut. — вечность -
123 δηρον
ἐπὴ δ. μοι αἰὼν ἔσσεται Hom. — долог будет мой век
-
124 δολιχαιων
-
125 δυσπερατος
-
126 εμπεδος
I2[πέδον]1) прочный, крепкий, непоколебимый(τεῖχος Hom.)
2) незыблемый, нерушимый, верный(ὅρκος, Λοξίου χρησμοί Eur.)
μένειν φρονήμασι ἐμπέδοις ἀμφί τινι Soph. — оставаться верным кому-л.;οὐκέτι συντρόφοις ὀργαῖς ἔ. Soph. — изменивший врожденным душевным качествам, т.е. потерявший душевное равновесие3) непоколебимый, стойкий(φρένες, νοῦς, ἦτορ Hom.)
4) неустранимый, неизгладимый(σίνος Aesch.)
5) невредимый, нетронутый(λέχος Hom.)
6) постоянный, непрерывный(φυλακή Hom.; δουλοσύνη Pind.; πόνος Soph.)
οὐκ ἔ. αἰών Emped. — недолгий векII2[πέδη] скованный по ногам Luc. -
127 επανακειμαι
предназначаться, быть уготованным(τοῖς κακοῖς ἀβίωτος ὅ αἰὼν ἐπανακείσεται Xen.)
-
128 επιστρεπτος
2обращающий на себя (чьи-л.) взоры, т.е. чарующий, прекрасный, счастливый(αἰών, ὥρα ἐ. βροτοῖς Aesch.)
См. также в других словарях:
Αιών — (aion) (греч.); Aon (нем.) век, вечность, эпоха, жизненный цикл. см. Эон. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
αἰών — aevum masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀίων — ἀΐων , ἀίω 1 perceive pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰῶν' — αἰῶνα , αἰών aevum masc acc sg αἰῶνι , αἰών aevum masc dat sg αἰῶνε , αἰών aevum masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιών — Εφημερίδα με μεγάλη κυκλοφορία και δημοτικότητα που εκδιδόταν στην Αθήνα (1838 88) από τον Ιω. Φιλήμονα και από τον Τιμ. Ιω. Φιλήμονα, τρεις φορές την εβδομάδα. Είχε φιλορωσική πολιτική, γι’ αυτό και γαλλικά ναυτικά αγήματα κατέστρεψαν τα γραφεία … Dictionary of Greek
Αἰῶν — Αἶα fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰῶν — αἰάζω cry fut part act masc voc sg αἰάζω cry fut part act neut nom/voc/acc sg αἰάζω cry fut part act masc nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀιών — ἀ̱ιών , ἠιών shore fem nom/voc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εικοστός Αιών — Τίτλος δύο περιοδικών. 1. Εβδομαδιαίο περιοδικό που εκδιδόταν στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, κατά την τελευταία δεκαετία του 19ου αι. Ιδρυτής του υπήρξε ο Α. Δρακόπουλος. 2. Μηνιαίο περιοδικό που εκδιδόταν στην Αθήνα. Ιδρυτής και διευθυντής του… … Dictionary of Greek
Νέος Αιών — Τίτλος εφημερίδων και περιοδικών. 1. Αθηναϊκή εφημερίδα που ιδρύθηκε το 1882. 2. Εβδομαδιαία εφημερίδα. Ιδρύθηκε το 1891 με έδρα τη Ζάκυνθο. 3. Ημερήσια εφημερίδα (1900 1908). Ιδρύθηκε από τον Α. Μεταξά με έδρα την Πάτρα. 4. Εβδομαδιαία εφημερίδα … Dictionary of Greek
αἰῶνα — αἰών aevum masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)