-
1 κυκλωψ
-
2 Κυκλωψ
οἱ Κύκλωπες — киклопы (баснословное племя диких великанов с глазом во лбу, по Гомеру - скотоводы, жившие предполож. в области Этны, на о-ве Сицилия, по Гесиоду - сыновья Урана и Геи, занимавшиеся кузнечным ремеслом под руководством Гефеста) Hom., Hes. etc.
-
3 Κύκλωψ
-
4 αγροβατης
-
5 αθεμιστιος
-
6 ανδροφαγος
-
7 αποβωμιος
-
8 απωδος
-
9 εκτυφλοω
1) лишать зрения, ослеплять(τινα Batr., Arph., Xen.; ὅ ἐκτετυφλωμένος Κύκλωψ Plut.)
2) затемнять, помрачать(ἐκτυφλωθέντες σκότω λαμπτῆρες Aesch.)
-
10 θοιναω
1) давать пир, угощать(φίλον Eur.)
2) med. угощаться, пировать(παρὰ φίλοις Eur.)
ἐς δ΄ αὐτοὺς προτέρω ἄγε θοινηθῆναι Hom. — введи их, чтобы они приняли участие в пиршестве;θ. ἐλάφων Eur. — питаться мясом оленей3) тж. med. поедать, пожирать(ἰχθῦς Hes.)
μῶν τεθοίνᾱται σέθεν ἑταίρους Κύκλωψ ; Eur. — неужели Киклоп сожрал твоих спутников? -
11 μονογληνος
-
12 μονοδερκτης
-
13 μονωψ
-
14 ξενοδαιτης
-
15 ορειβατης
-
16 κύκλος
ὁ κύκλος круг, окружность (ср. киклические поэмы; цикл; Κύκλωψ)
См. также в других словарях:
Κύκλωψ — Round eyed masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κύκλωψ — ο (AM Κύκλωψ, ωπος) Κύκλωπας* νεοελλ. ζωολ. γένος μικροσκοπικών κωπήποδων καρκινοειδών τών γλυκών νερών που έχουν ένα μάτι … Dictionary of Greek
Κυκλώπεσσι — Κύκλωψ Round eyed masc dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυκλώπεσσιν — Κύκλωψ Round eyed masc dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυκλώποιν — Κύκλωψ Round eyed masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυκλώπων — Κύκλωψ Round eyed masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κύκλωπα — Κύκλωψ Round eyed masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κύκλωπας — Κύκλωψ Round eyed masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κύκλωπε — Κύκλωψ Round eyed masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κύκλωπες — Κύκλωψ Round eyed masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κύκλωπι — Κύκλωψ Round eyed masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)