-
1 μονοδερκτης
См. также в других словарях:
μονοδέρκτης — και δωρ. τ. μονοδέρκτας, ὁ (Α) αυτός που έχει μόνο έναν οφθαλμό, ο μονόφθαλμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + δέρκτης (< δέρκομαι «βλέπω καθαρά»] … Dictionary of Greek
1 μονοδερκτης
μονοδέρκτης — και δωρ. τ. μονοδέρκτας, ὁ (Α) αυτός που έχει μόνο έναν οφθαλμό, ο μονόφθαλμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + δέρκτης (< δέρκομαι «βλέπω καθαρά»] … Dictionary of Greek