Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

purely

  • 1 αγνά

    purely

    Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αγνά

  • 2 υπεραύλως

    ὑπεράυλος
    purely immaterial: adverbial
    ὑπεράυλος
    purely immaterial: masc /fem acc pl (doric)

    Morphologia Graeca > υπεραύλως

  • 3 ὑπεραύλως

    ὑπεράυλος
    purely immaterial: adverbial
    ὑπεράυλος
    purely immaterial: masc /fem acc pl (doric)

    Morphologia Graeca > ὑπεραύλως

  • 4 καθαρός

    κᾰθᾰρ-ός, ά, όν, [dialect] Dor. [full] καθαρός Tab.Heracl.1.103, Orph.Fr. 32c.1, [dialect] Aeol. [pref] κόθ- Alc.Supp.7.3; cf. ἀνακαθαίρω, κάθαρσις:
    1 physically clean, spotless (not in Il.),

    εἵματα Od.6.61

    , Archil.12, cf. E.Cyc.35, 562, etc.; of persons, cleanly,

    κ. περὶ ἐσθῆτα Arist.VV 1250b28

    , cf.Rh. 1416a23 (nisi leg. καθάριος).
    2 clear of admixture, clear, pure, esp. of water,

    Βορυσθένης ῥέει καθαρὸς παρὰ θολεροῖσι Hdt.4.53

    ;

    κ. ὕδατα E. Hipp. 209

    (anap.);

    ὕδωρ κ. ζῶν LXXNu.5.17

    ;

    δρόσοι E. Ion96

    (anap.);

    κ. καὶ διαφανῆ ὑδάτια Pl.Phdr. 229b

    ;

    οὖρον Hp.Epid.1.3

    ;

    διαχώρημα Id.Coac. 640

    ; κ. φάος, φέγγος, Pi.P.6.14, 9.90;

    πνεῦμα κ. οὐρανοῦ E.Hel. 867

    ;

    κ. ἄρτος Hdt.2.40

    ; of white bread, Wilcken Chr. 30i17 (iii/ii B.C.), LXXJu.10.5, Gal.6.482, 19.137; ἄλευρον κ. Diocl.Fr.139; χρυσίον, ἀργύριον -ώτατον, Hdt.4.166, cf. Theoc.15.36, Ph.1.190, etc.;

    σῖτος X.Oec.18.8

    ;

    σῖτος κ. ἀπὸ πάντων PHib.1.84

    (a).6 (iv/iii B.C.): freq. of grain, winnowed,

    πυρὸς κ. ἄδολος POxy.1124.11

    (i A.D.), cf. PTeb.93.36 (ii B.C.), etc.; of metals, etc.,

    σίδηρος Sammelb.4481.13

    (v A.D.), etc.; ἀρωμάτων, καθαρῶν, λαχάνων, dub. sens. in PLond.2.429.6 (iv A.D.);

    ἄκρατος καὶ κ. νοῦς X.Cyr.8.7.30

    ;

    χρόαι Arist.Sens. 440a5

    ;

    φωναί Id.Aud. 801b28

    ; of feelings, unmixed,

    μῖσος τῆς ἀλλοτρίας φύσεως Pl.Mx. 245d

    , cf. Thgn.89; serene,

    φρήν E.Hipp. 1120

    (lyr.).
    3 clear of objects, free, ἐν καθαρῷ (sc. τόπῳ ) in an open space,

    ἐν κ., ὅθι δὴ νεκύων διεφαίνετο χῶρος Il.8.491

    ;

    ἐν κ., ὅθι κύματ' ἐπ' ἠϊόνος κλύζεσκον 23.61

    , cf. Ph.2.535 ([comp] Sup.); πάξαις Ἄλτιν ἐν κ. in a clearing, Pi.O.10 (11).45; ἐν κ. βῆναι to leave the way clear, S.OC 1575 (lyr.); ἐν τῷ κ. οἰκεῖν live in the clear sunshine, Pl.R. 520d; διὰ καθαροῦ ῥέειν, of a river whose course is clear and open, Hdt.1.202: with Subst., κελεύθῳ ἐν κ. Pi.O.6.23; χῶρος κ. Hdt.1.132;

    ἐν κ. λειμῶνι Theoc.26.5

    ; ἐν ἡλίῳ κ. in the open sun, opp. σκιά, Pl.Phdr. 239c; ὥς σφι τὸ ἐμποδὼν ἐγεγόνεε κ. was cleared away, Hdt.7.183; κ. ποιεῖσθαι τὰς ἀρκυστασίας set up the nets in open ground, X.Cyn.6.6; freq. of land, free from weeds, etc., παραδώσω τὸν κλῆρον κ. ἀπὸ θρύου καλάμου ἀγρώστεως κτλ. PTeb.105.59 (ii B.C.);

    παραδώσω τὰς ἀρούρας κ. ὡς ἔλαβον BGU1018.25

    (iii A.D.): c. gen., γλῶσσα καθαρὴ τῶν σημηΐων clear of the marks, Hdt.2.38; καθαρὸν τῶν προβόλων, of a fort, Arr.An.2.21.7; of documents, free from mistakes, POxy.1277.13 (iii A.D.); χειρόγραφον κ. ἀπὸ ἐπιγραφῆς καὶ ἀλείφαδος free from interlineation and erasure, PLond.2.178.13 (ii A.D.).
    b metaph., free, clear of debt, liability, etc.,

    κ. ἀπὸ δημοσίων καὶ παντὸς εἴδους BGU197.14

    (i A.D.); κ. ἀπό τε ὀφειλῆς καὶ ὑποθήκης καὶ παντὸς διεγγυήματος ib.112.11 (i A.D.);

    γῆ κ. ἀπὸ γεωργίας βασιλικῆς POxy. 633

    (ii A.D.); καθαρὰ ποιῆσαι to give a discharge, PAvrom. 1 A22; in moral sense, free from pollution, καθαρῷ θανάτῳ an honourable death, Od.22.462;

    θάνατον οὐ κ., τὸν δι' ἀγχόνης Ph.2.491

    ;

    ψυχαὶ ἀρηΐφατοι καθαρώτεραι ἢ ἐνὶ νούσοις Heraclit.136

    ; freq. free from guilt or defilement, pure,

    χεῖρες A.Eu. 313

    (anap.);

    καθαρὸς χεῖρας Hdt.1.35

    , Antipho5.11, And.1.95;

    κ. παρέχειν τινὰ κατὰ τὸ σῶμα καὶ κατὰ τὴν ψυχήν Pl.Cra. 405b

    ; ἔρχομαι ἐκ κοθαρῶν κοθαρά OrphFr.32c.1,al.; of ceremonial purity, καθαρὰ καὶ ἁγνή εἰμι ἀπό τε τῶν ἄλλων τῶν οὐ καθαρευόντων καὶ ἀπ' ἀνδρὸς συνουσίας Jusj. ap. D.59.78, cf. UPZ78.28 (ii B.C.), LXXNu.8.7,al.;

    ἀπὸ τάφου καὶ ἐκφορᾶς καθαροί SIG982.9

    (ii B.C.); esp. of persons purified after pollution, ἱκέτης προσῆλθες κ. A.Eu. 474, cf. S.OC 548, etc.; also of things, βωμοί, θύματα, δόμος, μέλαθρα, A.Supp. 654 (lyr.), E. IT 1163, 1231 (troch.), 693: c. gen., clear of or from..,

    κ. ἐγκλημάτων Antipho 2.4.11

    ; ἀδικίας, κακῶν, Pl.R. 496d, Cra. 404a;

    ὁ τῶν κακῶν κ. τόπος Id.Tht. 177a

    ;

    κ. τὰς χεῖρας φόνου Id.Lg. 864e

    ;

    Κόρινθον.. ἀποδεῖξαι τῶν μιαιφόνων καθαράν X.HG4.4.6

    ;

    κ. εἰμι ἀπὸ τοῦ αἵματος πάντων Act.Ap.20.26

    , cf. D.C.37.24;

    κ. ἀπὸ ὅρκου LXXGe.24.8

    ; ceremonially pure, of food,

    ὄσπριον Hdt.2.37

    ; of victims, LXXGe.7.2,al., PGen.32.9 (ii A.D.), etc.; κ. ἡμέραι, opp. ἀποφράδες, Pl.Lg. 800d.
    c in act. sense, purifying, cleansing,

    λέβης Pi.O.1.26

    ;

    θέειον Theoc. 24.96

    .
    4 of birth, pure, genuine,

    σπέρμα θεοῦ Pi.P.3.15

    ; πόλις E. Ion 673; τῶν Ἀθηναίων ὅπερ ἐστράτευε καθαρὸν ἐξῆλθε, i.e. were citizens of pure blood, Th.5.8; οἱ τῷ γένει μὴ κ. Arist.Ath.13.5; κ. ἀστοί Sch.Ar.Ach. 506; καθαρόν a real, genuine saying, Ar.V. 1015; κ. Τίμων a Timon pure and simple, Id.Av. 1549;

    κ. δοῦλος Antiph.9

    (glossed by ἀπηκριβωμένος, AB105); ζημία κ., of a person, Alciphro 3.21.
    5 of language, pure, ὀνόματα, λέξις, D.H.Comp.1, 3;

    διάλεκτος Id.Dem.5

    ; so of writers, [

    Λυσίας] κ. τὴν ἑρμηνείαν Id.Lys.2

    ; [

    Ξενοφῶν] κ. τοῖς ὀνόμασι Id.Pomp.4

    ; also, clear, simple, σεμνὸς καὶ κ. Jul.Or.2.77a.
    b Gramm., preceded by a vowel, pure, D.T. 635.10, 639.5, Hdn.Gr.2.930, al.; containing a 'pure' syllable, ib. 928.
    6 without blemish, sound, ὁ κ. στρατός, τὸ κ. τοῦ στρατοῦ, the sound portion of the army, Hdt.1.211,4.135; v. supr. 4.
    7 clear, exact, ἂν κ. ὦσιν αἱ ψῆφοι if the accounts are exactly balanced, D.18.227 (sed cf.

    καθαιρέω 11.5

    ).
    II Adv. purely,

    ἁγνῶς καὶ καθαρῶς h.Ap. 121

    , Hes.Op. 337: [comp] Comp.

    - ωτέρως Porph.Abst.2.44

    .
    2 of birth,

    κ. γεγονέναι Hdt.1.147

    ;

    αἱ κ. Ἑλληνίδες Sor.1.112

    , cf.Luc.Rh. Pr.24.
    3 with clean hands, honestly, σὺν δίκῃ.. καὶ κ. Thgn.198; δικαίως καὶ κ. D.9.62;

    κ. τε καὶ μετρίως τὸν βίον διεξελθεῖν Pl.Phd. 108c

    .
    4 clearly, plainly,

    λέγειν Ar.V. 631

    , cf. E.Rh.35 (anap.);

    λέξις κ. καὶ ἀκριβῶς ἔχουσα Isoc.5.4

    ;

    κ. γνῶναι Ar.V. 1045

    , Pl.Phd. 66e; εἴσεσθαι ibid.;

    καθαρώτατα ἀποδεῖξαι Id.Cra. 426b

    .
    5 of language, purely, correctly,

    - ώτερον διαλέγεσθαι Plu.2.1116e

    , cf. Luc.Im.15.
    6 entirely, Ar.Av. 591;

    κ. τις ὢν ἀόργητος Phld.Ir.p.71

    W.;

    κ. ἐς ἐφήβους τελεῖν D.C.36.25

    , cf. Cod.Just.1.4.34.9: [comp] Sup. - ώτατα in its purest form, Phld.Piet.66.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθαρός

  • 5 ηγνευμένως

    ἁγνεύω
    consider as part of purity: perf part mp masc acc pl (attic epic doric ionic aeolic)
    ἡγνευμένως
    purely: indeclform (adverb)

    Morphologia Graeca > ηγνευμένως

  • 6 ἡγνευμένως

    ἁγνεύω
    consider as part of purity: perf part mp masc acc pl (attic epic doric ionic aeolic)
    ἡγνευμένως
    purely: indeclform (adverb)

    Morphologia Graeca > ἡγνευμένως

  • 7 ἀρετά

    ᾰρετά (-ά, -ᾶς, -ᾷ, -άν; -αί, -ᾶν, -αῖς, -αῖσιν), - άς)
    a distinction, talent, excellence, rarely of purely moral qualities.

    δρέπων μὲν κορυφὰς ἀρετᾶν ἄπο πασᾶν O. 1.13

    γνησίαις ἐπ' ἀρεταῖς O. 2.11

    ὁ μὰν πλοῦτος ἀρεταῖς δεδαιδαλμένος O. 2.53

    ἐν δ' ἀρετὰν ἔβαλεν καὶ χάρματ ἀνθρώποισι προμαθέος αἰδώς O. 7.43

    οὐ φθίνει Κροίσου φιλόφρων ἀρετά P. 1.94

    ἀρετᾷ κεκραμένον καθαρᾷ (sc. πλοῦτον) P. 5.2 ὕπατος ἀμφὶ τοκεῦσιν ἔμμεν πρὸς ἀρετάν filial devotion P. 6.42

    ξυναῖσι δ' ἀμφ ἀρεταῖς τέταμαι P. 11.54

    ἐλᾷ δὲ καὶ τέσσαρας ἀρετὰς ὁ θνατὸς αἰών N. 3.74

    ἐμοὶ δ' ὁποίαν ἀρετὰν ἔδωκε Πότμος ἄναξ, εὖ οἶδ ὅτι χρόνος τελέσει N. 4.41

    ἀρχαῖαι δ' ἀρεταὶ ἀμφέροντ ἀλλασσόμεναι γενεαῖς ἀνδρῶν σθένος N. 11.37

    Ὅμηρος αὐτοῦ (= Αἴαντος)

    ὀρθώσαις ἀρετὰν I. 4.38

    ἄγει τ' ἀρετὰν οὐκ αἴσχιον φυᾶς I. 7.22

    καὶ νεαρὰν ἔδειξαν σοφῶν στόματ' ἀπείροισιν ἀρετὰν Ἀχιλέος I. 8.48

    κατερεῖς πόθεν ἔλαβες ναυπρύτανιν δαίμονα καὶ τὰν θεμίξενον ἀρετ[άν Pae. 6.131

    παντὶ δ' ἐπὶ φθόνος ἀνδρὶ κεῖται ἀρετᾶς Παρθ. 1.. εὐθεῖα δὴ κέλευθος ἀρετὰν ἑλεῖν fr. 108a. 3. οὐ κό]ρῳ ἀλλ' ἀρετᾷ (supp. Lobel) fr. 169. 15. ἀρχὰ μεγάλας ἀρετᾶς, ὤνασσ' Ἀλάθεια fr. 205. 1. τιθεμένων ἀγώνων πρόφασις ἀρετὰν ἐς αἰπὺν ἔβαλε σκότον fr. 228.
    b esp. physical excellence, valour, prowess

    ἀγῶνα νέμειν ἀνδρῶν τ' ἀρετᾶς πέρι O. 3.37

    προξενίᾳ δ' ἀρετᾷ τ ἦλθον τιμάορος Ἰσθμίαισι Λαμπρομάχου μίτραις O. 9.83

    πολλοὶ δὲ διδακταῖς ἀνθρώπων ἀρεταῖς κλέος ὤρουσαν ἀρέσθαι O. 9.100

    θάξαις δέ κε φύντ' ἀρετᾷ ποτὶ πελώριον ὁρμάσαι κλέος O. 10.20

    ὕμνον τὸν ἐδέξαντ' ἀμφ ἀρετᾷ P. 1.80

    ἄλλοις δέ τις ἐτέλεσσεν ἄλλος ἀνὴρ εὐαχέα βασιλεῦσιν ὕμνον ἄποιν' ἀρετᾶς P. 2.14

    ἀμφ' ἀρετᾷ κελαδέων P. 2.62

    ἁ δ' ἀρετὰ κλειναῖς ἀοιδαῖς χρονία τελέθει P. 3.114

    φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς εὑρέσθαι P. 4.187

    μεγαλᾶν δ' ἀρετᾶν δρόσῳ μαλθακᾷ ῥανθεισᾶν κώμων ὑπὸ χεύμασιν (v. l. μεγάλαν δ' ἀρετὰν ῥανθεῖσαν) P. 5.98

    ὃς ἂν χερσὶν ἢ ποδῶν ἀρετᾷ κρατήσαις τὰ μέγιστ' ἀέθλων ἕλῃ P. 10.23

    ἐπεί οἱ τρεῖς ἀεθλοφόροι πρὸς ἄκρον ἀρετᾶς ἦλθον N. 6.23

    ἀρετᾷ κριθεὶς εὔδοξος ἀείδεται Σωγένης N. 7.7

    εὔχομαι ταύταν ἀρετὰν κελαδῆσαι σὺν Χαρίτεσσιν N. 9.54

    λάμπει δὲ σαφὴς ἀρετὰ ἔν τε γυμνοῖσι σταδίοις σφίσιν I. 1.22

    εἰ δ' ἀρετᾷ κατάκειται πᾶσαν ὀργάν (ἀρετά, ἀρεταί Σ̆{γρ}.) I. 1.41

    μήτ' ἀρετάν ποτε σιγάτω πατρῴαν I. 2.44

    τὶν δ' ἐν Ἰσθμῷ διπλόα θάλλοισ ἀρετά, Φυλακίδα, κεῖται, Νεμέᾳ δὲ καὶ ἀμφοῖν Πυθέᾳ τε, παγκρατίου I. 5.17

    οἷοι δ' ἀρετὰν δελφῖνες ἐν πόντῳ sc. the Aiginetans with their ships I. 9.6
    c reputation, renown for prowess, glory

    ἄνδρα τε πὺξ ἀρετὰν εὑρόντα O. 7.89

    μαιομένων μεγάλαν ἀρετὰν θυμῷ λαβεῖν O. 8.6

    πύκταν τέ νιν καὶ παγκρατίῳ (v. l. — ίου)

    φθέγξαι ἑλεῖν Ἐπιδαύρῳ διπλόαν νικῶντ' ἀρετάν N. 5.53

    αὔξεται δ' ἀρετά (sic codd., v. αὔξεται) N. 8.40

    ἀνδρῶν δ' ἀρετὰν σύμφυτον οὐ κατελέγχει I. 3.13

    καὶ μηκέτι μακροτέραν σπεύδειν ἀρετάν I. 4.13

    d pl., deeds of prowess, achievements, exploits

    ἀρεταῖσι μεμαότας υἱούς O. 1.89

    στέφανόν τ' ἀρετᾶν O. 3.18

    πρὸς ἐσχατιὰν Θήρων ἀρεταῖσιν ἱκάνων O. 3.43

    τόνδε κῶμον χρονιώτατον φάος εὐρυσθενέων ἀρετᾶν O. 4.10

    ὑψηλᾶν ἀρετᾶν καὶ στεφάνων ἄωτον δέκευ O. 5.1

    ἀμφ' ἀρεταῖσι πόνος δαπάνα τε μάρναται O. 5.15

    ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παῤ ἀνδράσιν οὔτ ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι O. 6.9

    τιμῶντες δ' ἀρετὰς ἐς φανερὰν ὁδὸν ἔρχονται O. 6.72

    θάλλει δ' ἀρεταῖσιν O. 9.16

    τέλλεται καὶ πιστὸν ὅρκιον μεγάλαις ἀρεταῖς O. 11.6

    ἄκραις ἀρεταῖς ὑπερελθόντων O. 13.15

    ἐν ἡρωίαις ἀρεταῖσιν οὐ ψεύσομ' ἀμφὶ Κορίνθῳ O. 13.51

    ἐκ θεῶν γὰρ μαχαναὶ πᾶσαι βροτέαις ἀρεταῖς P. 1.41

    v. P. 5.98 supra b.

    ἁ δικαιόπολις ἀρεταῖς κλειναῖσιν Αἰακιδᾶν θιγοῖσα νᾶσος P. 8.22

    ἀρεταὶ δ' αἰεὶ μεγάλαι πολύμυθοι P. 9.76

    κείνου σὺν ἀνδρὸς δαιμονίαις ἀρεταῖς N. 1.9

    ἐν κορυφαῖς ἀρετᾶν μεγάλαις N. 1.34

    ἀεθλονικία δὲ μάλιστ' ἀοιδὰν φιλεῖ, στεφάνων ἀρετᾶν τε δεξιωτάταν ὀπαδόν N. 3.8

    παλαιαῖσι δ' ἐν ἀρεταῖς γέγαθε Πηλεὺς ἄναξ N. 3.32

    μυριᾶν δ' ἀρετᾶν ἀτελεῖ νόῳ γεύεται N. 3.42

    ἐπεί σφιν Αἰακίδαι ἔπορον ἔξοχον αἶσαν ἀρετὰς ἀποδεικνύμενοι μεγάλας N. 6.47

    θρασύ μοι τόδ' εἰπεῖν φαενναῖς ἀρεταῖς ὁδὸν κυρίαν λόγων οἴκοθεν N. 7.51

    φλέγεται δ (sc. Ἄργος)

    ἀρεταῖς μυρίαις ἔργων θρασέων ἕνεκεν N. 10.2

    Ζεῦ, μεγάλαι δ' ἀρεταὶ θνατοῖς ἕπονται ἐκ σέθεν I. 3.4

    ὦ Μέλισσ, εὐμαχανίαν γὰρ ἔφανας

    Ἰσθμίοις, ὑμετέρας ἀρετὰς ὕμνῳ διώκειν I. 4.3

    τετείχισται δὲ πάλαι πύργος ὑψηλαῖς ἀρεταῖς ἀναβαίνειν I. 5.45

    εἰ γάρ τις ἀνθρώπων πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰς I. 6.11

    ἐμοὶ δὲ μακρὸν πάσας ἀναγήσασθ' ἀρετάς I. 6.56

    διαγινώσκομαι μὲν ἀρεταῖς ἀέθλων Ἑλλανίσιν (hypallage: exploits in the games of Greece.)

    Πα.. 22. ]ειν ἀπείρονας ἀρετὰς[ Αἰακ]ιδᾶν Pae. 6.176

    e fragg. ]

    ἀρετα[ Pae. 8.89

    ]ἀρετάν τε νέμεις[ ?fr. 333d. 25.

    Lexicon to Pindar > ἀρετά

  • 8 δέ

    δέ (the following combinations are to be found elsewhere: μέν δέ v. μέν. τε δέ v. τε δὲ δή v. δή. δ' ὦν v. ὦν. δέ τοι v. τοι. δὲ καί v. also καί. δαὖτε v. also αὖτε. δαὖ v. αὖ. δἄρα v. ἄρα. Since δέ is normallv used in a purely connective capacity, a decision between progressive and adversative δέ must often be arbitrary.)
    1 adversative.
    a opposing one sentence to what precedes (*, = following negative sentence)

    ἰδοῖσα δ O. 2.41

    λείφθη δὲ O. 2.43

    μαθόντες δὲ O. 2.87

    κρύψε δὲ O. 6.31

    μαντεύσατο δ O. 7.32

    ἔστι δὲ O. 8.77

    φέροις δὲ O. 9.41

    ἕπεται δ O. 13.47

    ἐξίει δ *P. 1.91

    χρὴ δὲ P. 2.34

    , P. 2.88

    φέρειν δ P. 2.93

    ἁδόντα δ P. 2.96

    πεύθομαι δP. 4.38

    κλέπτων δὲ P. 4.96

    ἐσσὶ δ P. 4.269

    φαντὶ δ P. 4.287

    λῦσε δὲ P. 4.291

    εἰμὶ δ P. 8.29

    ἔλπομαι δ P. 11.55

    πειρῶντι δὲ P. 10.67

    ἐλᾷ δὲ N. 3.74

    ἔστι δ N. 3.80

    διείργει δὲ N. 6.2

    εἴργει δὲ *N. 7.6

    τυχεῖν δ N. 7.55

    χρὴ δ' Pae. 2.56

    θνᾴσκει δὲ fr. 121. 4. πέφνε δὲ fr. 135.

    Χάρις δ O. 1.30

    ἁμέραι δ O. 1.33

    αἰὼν δ (v. l. τ) O. 2.10

    λάθα δὲ O. 2.18

    πένθος δὲ O. 2.23

    ῥοαὶ δ *O. 2.33 πολλοὶ δὲ *O. 6.11

    τεθμὸς δὲ O. 8.25

    Ἑρμᾶ δὲ O. 8.91

    νεῖκος δὲ O. 10.39

    ἀστῶν δ P. 1.84

    ἀμφοτέροισι δ P. 1.99

    ἑτέροισι δὲ P. 2.52

    στάθμας δὲ *P. 2.90

    αἰὼν δ P. 3.86

    παυροῖς δὲ P. 3.115

    Μοῖραι δ P. 4.145

    πόνων δ *P. 5.54 φάει δὲ *P. 6.14

    βία δὲ P. 8.15

    δαίμων δὲ P. 8.76

    βαιὰ δ P. 9.77

    πατὴρ δὲ P. 9.11

    ναυσὶ δ P. 10.29

    φθονεροὶ δ P. 11.54

    φθονερὰ δ N. 4.39

    ἄλλοισι δ N. 4.91

    τιμὰ δὲ N. 7.31

    ἐλπίδες δ N. 11.22

    κερδέων δὲ N. 11.47

    πάντα δ I. 1.60

    αἰὼν δὲ I. 3.17

    δαίμων δ I. 7.43

    ματρὸς δὲ Pae. 2.29

    κέντρον δὲ fr. 180. 3.

    ἴσαις δὲ O. 2.61

    ὑγίεντα δεἴ τις O. 5.23

    ἀκίνδυνοι δ O. 6.9

    ἄλλα δ O. 8.12

    τερπνὸν δ O. 8.53

    ἄγνωμον δὲ O. 8.60

    κεῖνα δὲ O. 8.62

    εὐανθέα δ P. 2.62

    ἀδύνατα δ P. 2.81

    σὸν δἄνθοςP. 4.158

    πότνια δ P. 4.213

    εὐδαίμων δὲ P. 10.22

    μυριᾶν δ *N. 3.42

    ἑκόντι δ N. 6.57

    πὰν δὲ N. 10.29

    ἀρχαῖαι δ N. 11.37

    Πανελλάνεσσι δ *I. 4.29

    ἰατὰ δ I. 8.15

    ματαίων δὲ Pae. 4.34

    ἐμπείρων δὲ fr. 110. σφετέραν δαἰνεῖ fr. 215. 3.

    ὡς δ O. 1.46

    εἰ δὲ O. 1.64

    , O. 1.108

    ὅσοι δ O. 2.68

    εἰ δ O. 3.42

    ὅσσα δὲ P. 1.13

    εἰ δὲ P. 3.63

    , P. 3.80, P. 3.103, P. 9.50 ὅσαις δὲ *P. 10.28

    τῶν δ P. 10.61

    εἰ δὲ P. 12.28

    , N. 3.19

    ὃς δὲ N. 3.41

    εἰ δ N. 5.19

    , N. 5.50

    ὃς δ I. 1.50

    εἰ δέ τις I. 1.67

    ἐμοὶ δ O. 1.52

    τὶν δ O. 10.93

    ἐγὼ δὲ O. 10.97

    , O. 13.49

    ἐμὲ δ O. 13.93

    , P. 2.52

    τὶν δὲ P. 3.84

    τὺ δ P. 8.61

    ἐμοὶ δὲ P. 10.48

    ἐγὼ δ N. 1.33

    ἐμοὶ δ N. 4.41

    ἐγὼ δὲ N. 7.20

    ἐγὼ δ N. 8.38

    σεῦ δ *N. 8.46

    ἐγὼ δὲ I. 1.32

    ἄμμι δ I. 1.52

    τὶν δ I. 5.17

    ἐμοὶ δὲ I. 6.56

    ἄμμι δ I. 7.49

    ἐμοὶ δὲ Πα. 7B. 21.

    τοὶ δ O. 6.52

    τὸν δ O. 13.92

    τῶν δP. 4.41

    τὸν δ P. 4.101

    τὸ δ P. 7.18

    ὁ δὲ P. 8.48

    τὸ δὲP. 8.51

    τά δ P. 8.76

    P. 10.63 τὰν δ fr. 107a. 6 ὁ δ fr. 169. 26.

    τὸ δ O. 1.99

    τῶν δ O. 2.15

    τῶν δὲ *O. 12.9

    τὸν δὲ P. 1.95

    ὁ δὲ P. 2.73

    τὰν δ *P. 3.62

    τὸ δ P. 5.72

    , P. 8.32

    ὁ δὲ P. 8.88

    τὸ δὲ N. 6.55

    N. 7.102

    ὁ δ N. 9.24

    τὸ δ N. 11.43

    , I. 5.19

    ὁ δ I. 7.39

    ἐς δ O. 2.85

    σὺν δὲ. O. 6.98

    ἀμφὶ δὲ O. 7.24

    ἐν δὲ O. 7.94

    ποτὶ δ P. 2.84

    ἐν δαὖτε χρόνῳ P. 3.96

    ἐν δ P. 8.92

    σὺν δὲ N. 7.6

    ἐν δ I. 5.53

    ἐς δὲ fr. 133. 5. ἀνὰ δ' ἔλυσεν *N. 10.90

    αἰεὶ δ O. 5.15

    ὅμως δὲ O. 10.9

    νῦν δὲ O. 12.17

    ἄλλοτε δ P. 3.103

    εὐθὺς δ N. 1.54

    νῦν δ I. 1.39

    , I. 4.18 κρυφᾷ δὲ fr. 203. 2.
    b opposing one part of a sentence to the preceding negative part.

    μήτὦν τινι πῆμα πορών, ἀπαθὴς δαὐτὸς πρὸς ἀστῶν P. 4.297

    ἄδικον οὔθ' ὑπέροπλον ἥβαν δρέπων, σοφίαν δ P. 6.49

    καί μιν οὔπω τεθναότ, ἄσθματι δὲ φρίσσοντα πνοὰς ἔκιχεν N. 10.74

    2 progressive, connective.
    a connecting sentences.

    λάμπει δὲ O. 1.23

    ἔστι δ O. 1.35

    ἔχει δ O. 1.59

    ἕλεν δ O. 1.88

    πέποιθα δὲ O. 1.103

    ἕπεται δὲ O. 2.22

    φιλεῖ δὲ O. 2.26

    φύονται δὲ O. 4.25

    ἵκων δὲ O. 5.9

    ἀρχομένου δ O. 6.3

    ἀντεφθέγξατο δ O. 6.61

    ἵκοντο δ O. 6.64

    τιμῶντες δ O. 6.72

    εἶπον δὲ O. 6.93

    τεῦξαν δ O. 7.48

    μνασθέντι δ O. 7.61

    ἐκέλευσεν δ O. 7.64

    τελεύταθεν δὲ O. 7.68

    κέκληνται δὲ O. 7.76

    ἄνεται δὲ O. 8.8

    ἦν δὲ O. 8.19

    κατακρύπτει δὲ O. 8.79

    θάλλει δ O. 9.16

    ἀείδετο δὲ O. 10.76

    χλιδῶσα δὲ O. 10.84

    τρέφοντι δ O. 10.95

    ἔστι δ O. 11.2

    ἐθέλοντι δ O. 13.9

    δέξαι δὲ (v. l. τε) O. 13.29

    νοῆσαι δὲ O. 13.48

    φώνασε δ O. 13.67

    εὕδει δ P. 1.6

    φαντὶ δὲ P. 1.52

    θέλοντι δὲ P. 1.62

    ἔσχον δ P. 1.65

    ἔμαθε δὲ P. 2.25

    καιομένα δ P. 3.44

    εἶπε δ P. 4.11

    ἔπταξαν δ P. 4.57

    ἧλθε δέ οἱ P. 4.73

    τάφε δ P. 4.95

    δύνασαι δP. 4.158 μεμάντευμαι δP. 4.163

    πέμψε δ P. 4.178

    ἔειπεν δ P. 4.229

    κτίσεν δ P. 5.89

    ἄγοντι δὲ P. 7.13

    αὔξων δὲ *P. 8.38

    ῥαίνων δὲ P. 8.57

    ὑπέδεκτο δ P. 9.9

    γεύεται δ P. 9.35

    ἔστι δ N. 2.10

    ἄρχε δ N. 3.10

    δάμασε δὲ N. 3.23

    ἕπεται δὲ N. 3.29

    λεγόμενον δὲ N. 3.52

    νύμφευσε δ N. 3.56

    φρονεῖν δ N. 3.75

    δέξαιτο δ N. 4.11

    χαίρω δ N. 5.46

    χρὴ δ N. 5.49

    πέταται δ N. 6.48

    ἀναπνέομεν δ N. 7.5

    πέσε δ N. 7.31

    ἐὼν δ N. 7.64

    μαθὼν δὲ N. 7.68

    δύνασαι δὲ N. 7.96

    ἔβλαστεν δ N. 8.7

    αὔξεται δ N. 8.40

    χαίρω δὲ N. 8.48

    ἔστι δ N. 9.6

    ἔστι δὲ N. 10.20

    ἐκράτησε δὲ N. 10.25

    ἕπεται δὲ N. 10.37

    μεταμειβόμενοι δ N. 10.55

    λάμπει δὲ I. 1.22

    ἔστιν δ I. 4.31

    κρίνεται δ I. 5.11

    κλέονται δ I. 5.27

    τετείχισται δὲ I. 5.44

    φέρε δεὔμαλλον μίτραν I. 5.62

    φλέγεται δὲ I. 7.23

    ἔτλαν δὲ I. 7.37

    παυσάμενοι δ *I. 8.7

    χρὴ δὲ I. 8.15

    εἶπε δ I. 8.31

    ἰόντων δ I. 8.41

    ἔραται δέ Pae. 6.58

    ἐπεύχομαι δ' Πα. 7B. 15. πεφόρητο δ' Πα. 7B. 49.

    ἐνέθηκε δὲ Pae. 8.82

    ἔειπε δὲ[ Πα. 8A. 23.

    κατακρίθης δὲ Pae. 16.5

    λέγοντι δὲ Δ. 1. 1. τρέχετο δὲ fr. 74. εὕδει δὲ fr. 131b. 3. μαντεύεο, Μοῖσα, προφατεύσω δἐγώ fr. 150. λαβὼν δ fr. 169. 20. λάμπει δὲ fr. 227. 2. κόρῳ δ *O. 1.56

    ἄνθεμα δὲ O. 2.72

    Μοῖσα δ O. 3.4

    ξείνων δ O. 4.4

    χεῖρες δὲ O. 4.25

    βασιλεὺς δ O. 6.47

    Οὐρανὸς δ O. 7.38

    Ὀρσοτρίαινα δ O. 8.48

    πατρὶ δὲ O. 8.70

    λαοὶ δ O. 9.46

    κείνων δ (δ del. Schr.) O. 9.53

    τόλμα δὲ O. 9.82

    φῶτας δ O. 9.91

    μία δ O. 9.106

    ἀρχαῖς δὲ O. 10.78

    πολλὰ δ O. 12.10

    πατρὸς δὲ O. 13.35

    κῆλα δὲ P. 1.12

    κίων δ P. 1.19

    στρωμνὰ δὲ P. 1.28

    ἄνδρα δ P. 1.42

    χάρμα δ P. 1.59

    ἄλλοις δέ P. 2.13

    θεῶν δ P. 2.21

    εὐναὶ δὲ P. 2.35

    βουλαὶ δὲ P. 2.65

    ψευδέων δ P. 3.29

    δαίμων δ P. 3.34

    βάματι δ P. 3.43

    Διὸς δ P. 3.95

    ἐσθὰς δ P. 4.79

    φὴρ δέ P. 4.119

    δράκοντος δὲ P. 4.244

    πολλοῖσι δ P. 4.248

    θεράπων δέ οἱ P. 4.287

    σοφοὶ δέ τοι P. 5.12

    νόῳ δὲ P. 6.47

    Μεγάροις δ P. 8.78

    φόβῳ δP. 9.32

    θαλάμῳ δὲ P. 9.68

    ἀρεταὶ δ P. 9.76

    πατρὸς δ P. 10.2

    ἅρμα δ N. 1.7

    ἀρχαὶ δὲ N. 1.8

    Ἀχάρναι δὲ N. 2.16

    διψῇ δὲ N. 3.6

    Λαομέδοντα δ N. 3.36

    σώματα δ N. 3.47

    βοὰ δὲ N. 3.67

    ῥῆμα δ N. 4.6

    ἴυγγι δ N. 4.35

    Θεανδρίδαισι δ N. 4.73

    ὕμνος δὲ N. 4.83

    πότμος δὲ N. 5.40

    ἔργοις δὲ N. 7.14

    σοφοὶ δὲ N. 7.20

    σοφία δὲ N. 7.23

    φυᾷ δ N. 7.54

    Διὸς δὲ N. 7.80

    βασιλῆα δὲ N. 7.82

    παίδων δὲ παῖδες N. 7.100

    χρεῖαι δ N. 8.42

    ἀρχοὶ δὲ N. 9.14

    Ἰσμηνοῦ δ N. 9.22

    παῦροι δὲ N. 9.37

    ἡσυχία δὲ N. 9.48

    Σικυωνόθε δ N. 10.43

    Κάστορος δ N. 10.49

    παῦροι δN. 10.78

    Ζεὺς δ N. 10.79

    λύρα δὲ N. 11.7

    ἄνδρα δ N. 11.11

    προμαθείας δ N. 11.46

    μελέταν δ I. 5.28

    Λάμπων δὲ I. 6.66

    γλῶσσα δ I. 6.72

    ἐπέων δὲ I. 8.46

    Αἰολίδαν δὲ fr. 5.

    Παιὰν δὲ Πα. 2. 3,, 1. κείνοις δ' Pae. 2.68

    τέρας δ Pae. 4.39

    ἤτορι δὲ Pae. 6.12

    Ἰλίου δὲ Pae. 6.81

    ἀμφιπόλοις δὲ Pae. 6.117

    ὑδάτεσσι δ Pae. 6.134

    γνώμας δ Pae. 14.39

    Ὀλυμ]πόθεν δέ Δ.. 3. πέτραι δ Δ... ἁνδρὸς δ Παρθ. 2. 3. ἀσκὸς δ fr. 104b. 4. πολλὰ δ fr. 111. 2. ὀδμὰ δ' Θρ... πυρὶ δ fr. 168. 3.

    ἑπτὰ δ O. 6.15

    μελίφθογγοι δ O. 6.21

    κυρίῳ δ O. 6.32

    τερπνᾶς δέπεὶ O. 6.57

    ἁδύλογοι δὲ O. 6.96

    ἀγαθαὶ δὲ O. 6.100

    ἐμῶν δ O. 6.105

    τοῦτο δ O. 7.25

    πολλαὶ δ O. 8.13

    ἐσλὰ δ O. 8.84

    ὀξείας δὲ O. 8.85

    πτερόεντα δ O. 9.11

    ἀγαθοὶ δὲ O. 9.28

    ἄλλαι δὲ O. 9.86

    ταύτᾳ δὲ O. 10.51

    ἀφθόνητος δ O. 11.7

    ἄμαχον δὲ O. 13.13

    δύο δ O. 13.32

    κελαινῶπιν δ P. 1.7

    ναυσιφορήτοις δ P. 1.33

    ἀψευδεῖ δὲ P. 1.86

    εὐανθεῖ δ P. 1.89

    πολλὰν δ P. 3.36

    αἴθων δὲ P. 3.58

    εἴκοσι δ P. 4.104

    Κρονίδᾳ δὲP. 4.115 τρίταισιν δP. 4.143 ταχέες δ (δ del. Boeckh) P. 4.179

    χαλκέαις δ P. 4.226

    ὀρθὰς δ P. 4.227

    μεγάλαν δ P. 5.98

    γλυκεῖα δὲ P. 6.82

    νέᾳ δ P. 7.18

    τέτρασι δ P. 8.81

    ὠκεῖα δ P. 9.67

    χρυσοστεφάνου δὲ P. 9.109

    Ἰσμήνιον δ P. 11.6

    κακολόγοι δὲ P. 11.28

    ξυναῖσι δ (om. Tricl.) P. 11.54

    μεγάλων δ N. 1.11

    ἁδυμελεῖ δ N. 2.25

    χαρίεντα δ N. 3.12

    καματωδέων δὲ *N. 3.17

    ποτίφορον δὲ N. 3.31

    συγγενεῖ δέ N. 3.40

    ξανθὸς δ N. 3.43

    κραγέται δὲ N. 3.82

    τυφλὸν δ N. 7.23

    ποτίφορος δ N. 7.63

    ἀγαπατὰ δὲ N. 8.4

    μέγιστον δ N. 8.25

    χρυσέων δ N. 8.27

    κενεᾶν δ N. 8.45

    θεσπεσία δ *N. 9.7

    κρέσσων δὲ N. 9.15

    ἀργυρέαισι δὲ N. 9.51

    ὕπατον δ N. 10.32

    λαιψηροῖς δὲ N. 10.63

    τόνδε δN. 10.80

    ἀπροσίκτων δ N. 11.48

    μυρίαι δ I. 6.22

    ἁδεῖα δ I. 6.50

    ἀμνάμονες δὲ I. 7.17

    θνατᾶς δ fr. 61. 5. σειρῆνα δὲ Παρθ. 2. 13. πιοστὰ δ' Παρθ. 2. 3. ἀκλεὴς δ (om. codd.: supp. Boeckh) fr. 105b. 3.

    εἰ δὲ O. 2.56

    , O. 6.77, O. 8.54

    οἷον δ O. 9.89

    εἰ δὲ O. 11.2

    , O. 13.105, P. 3.110

    ὅσσα δὲ N. 2.17

    εἰ δ N. 4.13

    , N. 7.11, N. 7.86, N. 7.89, I. 1.41, I. 5.22

    τὰ δ N. 4.91

    οἷοι δ I. 9.6

    εἰ δέ τις Pae. 2.31

    οἷσι δὲ (Boeckh: γὰρ ἂν codd.) fr. 133. 1.

    ἐμὲ δὲ O. 1.100

    τὶν δὲ O. 5.7

    ὔμμιν δὲ O. 13.14

    τὺ δὲ P. 2.57

    τὶν δὲ P. 4.275

    σὲ δ P. 5.14

    σεῦ δ N. 1.26

    ἐγὼ δὲ N. 3.11

    τὺ δ N. 5.41

    ἐγὼ δ I. 6.16

    τὺ δέ I. 7.31

    τὶν δὲ Pae. 3.13

    ἐμοὶ δ' Pae. 4.52

    ὁ δ O. 7.10

    τὰ δ O. 13.101

    O. 13.106

    δὲ P. 1.8

    οἱ δ P. 4.133

    τῶν δ P. 4.277

    τὸν δὲ P. 9.38

    ὁ δὲ P.9.107. “ ταὶδP. 9.62

    τὰ δ N. 9.42

    τοὶ δ N. 10.66

    , I. 8.45 ἁ δὲ fr. 130. 6.

    τὸ δὲ O. 1.93

    , O. 2.51

    αἱ δὲ O. 7.30

    τὸ δὲ O. 10.55

    ὁ δὲ P. 1.35

    τὸ δὲ P. 1.99

    τὸν δὲ P. 2.40

    P. 3.108

    ἁ δὲ P. 3.114

    τὸν δὲ P. 4.184

    ὁ δ P. 5.60

    τὸ δ P. 5.85

    ὁ δὲ P. 9.78

    τῶν δ P. 10.19

    αἱ δὲ N. 4.2

    ὁ δὲ N. 7.67

    τὸ δὲ I. 7.47

    τὰ]ν δὲ Pae. 1.9

    ὁ δὲ Pae. 2.66

    τὸ δὲ Pae. 4.32

    ἐν δὲ O. 7.5

    , O. 7.43

    ἄτερ δ O. 9.44

    ἐν δὲ O. 13.22

    , O. 13.40

    σὺν δ P. 1.51

    ἐν δ P. 2.41

    ἐκ δ P. 2.46

    ἐν δὲP. 4.88

    ἐς δ P. 4.188

    σὺν δ P. 4.221

    ἐν δὲ P. 4.291

    σὺν δ P. 9.115

    ἐν δ P. 10.71

    ἐκ δὲ N. 10.44

    ἂν δ fr. 33d. 7, fr. 119. 1. σὺν δ fr. 122. 9. πρὸς δ fr. 123. 6.

    οὕτω δὲ O. 2.35

    ἠυ δὲ O. 5.16

    ἄλλοτε δ O. 7.11

    ἀπάτερθε δ O. 7.74

    μάλα δὲ O. 10.87

    νῦν δ O. 13.104

    οὕτω δ P. 1.56

    εὖ δ P. 1.99

    ἁμᾶ δ P. 3.36

    τάχα δ P. 4.83

    αἶψα δ P. 4.133

    ἀκᾷ δ P. 4.156

    τάχα δὲ P. 4.171

    ἄτερθε δὲ P. 5.96

    οὕτω δὲ P. 8.93

    νῦν δP. 9.55

    οὕτω δ P. 9.117

    ταχὺ δ P. 10.51

    θαμὰ δ N. 1.22

    μάλα δ N. 7.10

    ἅμα δ fr. 74. ἔνθεν δὲ fr. 119. 2. ταχέως δ fr. 169. 24.
    b in enumeration, narration, simm. ὁ δ' ἐμὲ δ κράτει δὲO. 1.73—8. ἔργα δὲ ἦν δὲ δαέντι δὲ καὶ φαντὶ δ', ἁλμυροῖς δ, ἀπεόντος δ —. O. 7.52—8. γλαυκοὶ δὲ, οἱ δύο μὲν, αὖθι δ'. εἷς δ ἔννεπε δO. 8.37—41. ἔχεν δὲ, μάτρωος δὲ. πόλιν δ'. ἀφίκοντο δὲ. υἱὸν δὲO. 9.61—9. τὰ δὲ. σύνδικος δ'. τὸ δὲ. πολλοὶ δὲ. ἄνευ δὲO. 9.94—103. τράπε δὲ. πύκτας δ'. θάξαις δὲ. ἄπονον δ. ἀγῶνα δ, πέφνε δ. λόχμαισι δὲO. 10.15—30. ἀνὰ δ'. παρκείμενον δὲ. ἐνυπνίῳ δ. τελεῖ δὲ. ἀναβαὶς δ. σὺν δὲO. 13.72—87. “δώδεκα δὲ. τουτάκι δ'. φιλίων δ. φάτο δ. γίνωσκε δ. ἂν δ —” P. 4.25—34. ἐσσύμενοι δ'. τῶν δ. πραὺν δP. 4.135—6. ἐπεὶ δ'. ἐκ νεφέων δὲ. λαμπραὶ δ. ἀμπνοὰν δ. κάρυξε δ. εἰρεσία δ. σὺν Νότου δ. φοίνισσα δὲ. ἐς δὲ κίνδυνονP. 4.191—207. πῦρ δὲ. σπασσάμενος δ'. ἴυξεν δ. πρὸς δ. αὐτίκα δ. ἔλπετο δP. 4.233—43. ὁ δ'. Μεσσανίου δὲ. χαμαιπετὲς δ. αὐτοῦ μένων δP. 6.33—8. κέρδος δὲ. βία δὲ. δμᾶθεν δὲ. ἔπεσε. τελέαν δP. 8.13—24. Μοῖσα δ'. παντᾷ δὲ. νόσοι δ. πόνων δὲ. θρασείᾳ δὲ. ἁγεῖτο δP. 10.37—45. ἔσταν δ'. λέλογχε δὲ. τέχναι δ. χρὴ δN. 1.19—25. ταχὺ δὲ. ἐν χερὶ δ'. ἔστα δὲ. παλίγγλωσσον δέ. γείτονα δ. ὁ δέN. 1.51—61. ἐν δ'. Θέτις δὲ. Νεοπτόλεμος δ. Παλίου δὲ. τὰ Δαιδάλου δὲ. ἄλαλκε δὲ. πῦρ δὲ. εἶδεν δN. 4.49—66. πρόφρων δὲ. ἐν δὲ. αἱ δὲ. ψεύσταν δὲ. τὸ δ'. τοῖο δ. εὐθὺς δ. ὁ δN. 5.22—34. ὁ δ' Μολοσσίᾳ δ. ᾤχετο δὲ. βάρυνθεν δὲ. ἐχρῆν δέN. 7.36—44. νεαρὰ δ'. ὄψον δὲ. ἅπτεται δ. χειρόνεσσι δ —. N. 8.20—2. πατρὶ δ — (Heyne: τ codd.) θρέψε δ'. ὁ δN. 10.12—3. Ζεὺς δ'. ἅμα δ. χαλεπὰ δ. ταχέως δN. 10.71—3. Ζεῦ, μεγάλαι δ'. ζώει δὲ. πλαγίαις δὲ. εὐκλέων δ. ἔστι δὲ. τὰ δὲ. ἀνδρῶν δI. 3.4—13. εἷλε δὲ. πέφνεν δὲ, σφετέρας δI. 6.31—3. ἐν δὲ, ἄγγελλε δὲ. νῦν δαὖ Πα. 2.. νέφεσσι δ'. περὶ δ. ἐπεὶ δ Πα... ἔλαμψαν δ. τελέσαι δ. ἐφθέγξαντο δ Πα. 12. 1. ῥίμφα δ. ὁ δὲ. ἐμὲ δN. 2.19—23. τιμαὶ δὲ. παντὶ δ'. ὁ δὲ. φιλέων δ Παρθ. 1.. πολλὰ δ. τέλος δ. αἰὼν δὲ — fr. 111. 2—5. ἐν δ', παρὰ ναῦν δὲ. κάπρῳ δὲ — fr. 234. 2. connecting imperatives. δίδοι φωνάν, ἀνὰ δἱστία τεῖνον, πύκταν τέ νιν καὶ παγκρατίου φθέγξαι ἑλεῖνἀρετάν, προθύροισιν δΑἰακοῦ ἀνθέων ποιάεντα φέρε στεφανώματα (Wil.: φέρειν codd.) N. 5.51—4.
    c connecting subordinate clauses.

    ὅτε σύτο, κράτει δὲ προσέμειξε O. 1.22

    φιάλαν ὡς εἴ τις δωρήσεται, ἐν δὲ θῆκε O. 7.5

    ἁνίκ' ἤρειδε Ποσειδάν, ἤρειδε δέ μιν (Hermann: τε codd.) O. 9.31 ἔλπομαι μὴ βαλεῖν ἔξω, μακρὰ δὲ ῥίψαις ἀμεύσασθ' ἀντίους *P. 1.45

    ἀλλ' ἐπεὶ τείχει θέσαν, σέλας δ ἀμφέδραμεν P. 3.39

    ὁπόθ' Ἁρμονίαν γᾶμεν βοῶπιν, ὁ δὲ Νηρέος εὐβούλου Θέτιν παῖδα P. 3.92

    ὄφρα ἀφέλοιτ' αἰδῶ, ποθεινὰ δ Ἑλλὰς δονέοι P. 4.218

    εἰ γάρ τις ἐξερείψειεν αἰσχύνοι δὲ P. 4.264

    διαγγέλοισ, ὅτι νίκη ἐκ δὲ Κρόνου Αἰακίδας ἐγέραιρεν N. 5.7

    εἰ δὲ μάρνασαι, πάντων δὲ νοεῖς ἀποδάσσασθαι ἴσον N. 10.86

    εἰ δέ τις ἔνδον νέμει πλοῦτον ἄλλοισι δἐμπίπτων γελᾷ I. 1.68

    ἢ Δωρίδ' ἀποικίαν οὕνεκεν ὀρθῷ ἔστασας ἐπὶ σφυρῷ Λακεδαιμονίων, ἕλον δ Ἀμύκλας I. 7.14

    τέρας, ἅν τε βροτοὶ Δᾶλον κικλῄσκοισιν, μάκαρες δἐν Ὀλύμπῳ χθονὸς ἄστρον fr. 33c. 5. ἁνίκ' οἴχονται μέριμναι πελάγει δ ἐν πολυχρύσοιο πλούτου πάντες ἴσᾳ νέομεν fr. 124. 6.
    d connecting parts of sentences.

    ἴσαις δὲ νύκτεσσιν αἰεί, ἴσαις δ' ἁμέραις O. 2.62

    μαιομένων μεγάλαν ἀρετὰν θυμῷ λαβεῖν, τῶν δὲ μόχθων ἀμπνοὰν O. 8.7

    ἐρέω ταύταν χάριν, τὰν δ' ἔπειτ O. 8.58

    Ἄργει τ' ἔσχεθε κῦδος ἀνδρῶν παῖς δ ἐν Ἀθάναις O. 9.88

    πόλλἄνω, τὰ δαὖ κάτω O. 12.6

    οἶκον ἥμερον ἀστοῖς ξένοισι δὲ θεράποντα (v. 1. τε) O. 13.3

    ἐν Ἀθάναισι τρία ἔργα ποδαρκὴς ἁμέρα θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις, Ἑλλώτια δ ἑπτάκις O. 13.40

    Ζηνὸς υἱοὶ τρεῖς δοιοὶ δ' ὑψιχαῖται ἀνέρες P. 4.172

    κεῖνος γὰρ ἐν παισὶν νέος, ἐν δὲ βουλαῖς πρέσβυς P. 4.282

    βουσὶν εἰρήναν παρέχοισα πατρῴαις, τὸν δὲ σύγκοιτον γλυκὺν ὕπνον ἀναλίσκοισα P. 9.23

    θήσονταί τέ νιν ἀθάνατον, Ζῆνα καὶ ἁγνὸν Ἀπόλλων' Ἀγρέα καὶ Νόμιον, τοῖς δ Ἀρισταῖον καλεῖνP. 9.65

    ἑξέτης τὸ πρῶτον, ὅλον δ' ἔπειτ ἂν χρόνον N. 3.49

    πεντάκις Ἰσθμοῖ στεφανωσάμενος Νεμέᾳ δὲ τρεῖς N. 6.20

    χρυσὸν εὔχονται, πεδίον δ' ἕτεροι ἀπέραντον N. 8.37

    αἰνέων αἰνητά, μομφὰν δ' ἐπισπείρων ἀλιτροῖς N. 8.39

    μορφὰν βραχύς, ψυχὰν δ' ἄκαμπτος, προσπαλαίσων ἦλθ ἀνὴρ I. 4.53

    τὶν δ' ἐν Ἰσθμῷ διπλόα θάλλοισ ἀρετά, Φυλακίδα, κεῖται, Νεμέᾳ δὲ καὶ ἀμφοῖν Πυθέᾳ τε, παγκρατίου I. 5.18

    ἄραντο γὰρ νίκας τρεῖς ἀπ' Ἰσθμοῦ τὰς δ ἀπ εὐφύλλου Νεμέας I. 6.61

    εἴπερ τριῶν Ἰσθμοῖ), Νεμλτ;έγτ;αλτ;ι δγτ;ὲ δυ[οῖν (supp. Lobel e Σ.) fr. 6a. h. ὃς ἀνα[ίνετο] αὐταρχεῖν, πολίων δ' ἑκατὸν πεδεχεῖν Πα. 4. 37, similarly, connecting subordinate infinitives, O. 13.80, N. 7.46, N. 9.31 νίκαις, αἷς ἐν ἀιόνεσσιν Ὀγχη[στοῦ κλυ]τᾶς, ταῖς δὲ ναὸν Ἰτωνίας [] ἐκόσμηθεν Παρθ. 2.. θεῷ δὲ δύνατον ὄρσαι φάος, κελαινεφέι δὲ σκότει καλύψαι fr. 108b. 3. irregularly coordinating:

    τόλμᾳ γὰρ εἰκὼς θυμὸν ἐριβρεμετᾶν θηρῶν λεόντων ἐν πόνῳ, μῆτιν δ' ἀλώπηξ I. 4.65

    e in anaphora.

    ἴσαις δὲ, ἴσαις δ O. 2.62

    ἤρειδε Ποσειδάν, ἤρειδεν δὲ (Hermann: τε codd.) O. 9.32

    πέφνε Κτέατον ἀμύμονα, πέφνε δ' Εὔρυτον O. 10.28

    ἔστιν. ἔστιν δ O. 11.2

    ἐν δὲ Μοῖσ' ἁδύπνοος, ἐν δ Ἄρης ἀνθεῖ O. 13.22

    τίς γὰρ ἀρχὰ, τίς δὲ κίνδυνος P. 4.71

    τὺ γὰρ. τὺ δ P. 8.8

    τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον σύγγονοι, πολλοὶ δὲ καὶ ξένων P. 9.108

    cf.

    πολλὰ μὲν πολλὰ δὲ P. 9.123

    —5.

    Ζεῦ, τεὸν γὰρ αἶμα, σέο δ' ἀγών N. 3.65

    μαχατὰν αἰνέων Μελέαγρον, αἰνέων δὲ καὶ Ἕκτορα I. 7.32

    χρὴ δ'. χρὴ δ I. 8.15

    κλεινὸς Αἰακοῦ λόγος, κλεινὰ δὲ καὶ ναυσικλυτὸς Αἴγινα I. 9.1

    ἔα, φρήν, κυπάρισσον, ἔα δὲ νομὸν Περιδάιον Pae. 4.51

    cf. Πα.. 23. ἐν δὲ. ἐν δὲ. ἐν δ' Δ. 2. 10—15.
    f introducing parenthesis.

    ὁ δ' ἐπαντέλλων χρόνος τοῦτο πράσσων μὴ κάμοι O. 8.28

    ἷκεν δὲ Μιδέαθεν

    στρατὸν ἐλαύνων O. 10.66

    ἄγει δὲ χάρις P. 2.17

    χόλος δ' οὐκ ἀλίθιος γίνεται παίδων Διός P. 3.11

    αἰσίαν δP. 4.23

    μόλεν Δανάας ποτὲ παῖς, ἁγεῖτο δ' Ἀθάνα, ἐς ἀνδρῶν μακάρων ὅμιλον P. 10.45

    ἐκ δὲ τελευτάσει νιν ἤτοι σάμερον δαίμων, τὸ δὲ μόρσιμον οὐ παρφυκτόν, ἀλλ' ἔσται (Tricl.: γε codd.) P. 12.30

    ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη, ἑπτὰ δ' ἐν Νεμέᾳ, τὰ δ οἴκοι μάσσον ἀριθμοῦ, Διὸς ἀγῶνι N. 2.23

    κιρναμένα δ' ἔερσ ἀμφέπει N. 3.78

    ἐν Πυθίοισι δὲ δαπέδοις κεῖται N. 7.34

    γαστρὶ δὲ πᾶς τις ἀμύνων λιμὸν αἰανῆ τέταται I. 1.49

    χρὴ δὲ πᾶν ἔρδοντ' ἀμαυρῶσαι τὸν ἐχθρόν I. 4.48

    g
    a introducing question. θανεῖν δ' οἶσιν ἀνάγκα, τά κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἕψοι μάταν; O. 1.82 εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας, τίνα κεν φύγοι ὕμνον; O. 6.4 κέρδει δὲ τί μάλα τοῦτο κερδάλεον τελέθει; P. 2.78 τίς δὲ κίνδυνος; P. 4.71 τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; P. 8.95τίς νιν ἀνθρώπων τέκεν; ποίας δ' ἀποσπασθεῖσα φύτλαςP. 9.33 κούρας δ' ὁπόθεν γενεὰν ἐξερωτᾷς;” P. 9.43

    πολέμοιο δὲ σᾶμα φέρεις τινός; Pae. 9.13

    II following questions.

    τίς βασιλέα δίδυμον ἐπέθηκ; ἐν δὲ Μοῖσ' ἁδύπνοος O. 13.22

    ποίας δ' ἀποσπασθεῖσα φύτλας ; γεύεται δ ἀλκᾶςP. 9.35

    ἔννυχοι πάραγον κοῖται; τὸ δὲ νέαις ἀλόχοις ἔχθιστον ἀμπλάκιον P. 11.25

    III in questions, varied with asyndeton. τίνα θεόν, τίν' ἥρωα, τίνα δ ἄνδρα κελαδήσομεν; O. 2.2 cf.

    βασιλεύς, πραὺς ἀστοῖς, οὐ φθονέων ἀγαθοῖς, ξείνοις δὲ θαυμαστὸς πατήρ P. 3.71

    h where δέ replaces an expected γάρ. χαλκέοισι δἐν ἔντεσι (ἀντὶ τοῦ γάρ. Σ.) O. 4.22 ἐκ Λυκίας δὲ (ἀντὶ τοῦ γάρ. Σ.) O. 13.60

    Πυθιάδος δ P. 1.32

    ἔστι δὲ P. 3.21

    βαρὺ δέ σφιν νεῖκος N. 6.50

    φλέγεται δ N. 10.2

    ἐκ δὲ N. 11.19

    The Σ also comment ἀντὶτοῦ γάρ: O. 2.58, O. 6.3, P. 3.12, but δέ often contains a notion of explanation.
    i introducing an appositive phrase. ἀφίκοντο δέ οἱ ξένοι

    ἕκ τ' Ἄργεος, ἔκ τε Θηβᾶν, οἱ δ Ἀρκάδες οἱ δὲ καὶ Πισᾶται O. 9.68

    3 apodotic. εἰ δ' ἀριστεύει μὲν ὕδωρ, κτεάνων δὲ χρυσὸς αἰδοιέστατος, νῦν δὲ Θήρων ἅπτεται Ἡρακλέος σταλᾶν (v. 1. γε) O. 3.43 [δ codd.: del. Er. Schmid sec.

    Σ. P. 11.56

    ]
    4 where δέ does not occupy second position in the sentence.
    I following a vocative.

    υἱὲ Ταντάλου, σὲ δ O. 1.36

    Ἁγησία, τὶν δ O. 6.12

    δέσποτα ποντόμεδον, εὐθὺν δὲ πλόον O. 6.103

    Τιμόσθενες, ὔμμε δὲ O. 8.15

    Ζεῦ τέλεἰ, αἰεὶ δὲ P. 1.67

    ὦ μάκαρ υἱὲ Πολυμνάστου, σὲ δ P. 4.59

    Ἀλεξιβιάδα, σὲ δ P. 5.45

    ὦναξ, ἑκόντι δ' εὔχομαι νόῳ P. 8.67

    Ἄπολλον, γλυκὺ δ P. 10.10

    Μοῖσα, τὸ δὲ τεὸν P. 11.41

    Ἁγησιδάμου παῖ, σέο δ N. 1.29

    ὦ Τιμόδημε, σὲ δ N. 2.14

    Θεαρίων, τὶν δ N. 7.58

    ὦ μάκαρ, τὶν δ N. 7.95

    ὦ Μέγα, τὸ δ N. 8.44

    Ζεῦ, μεγάλαι δ I. 3.4

    II following a prep.

    πρὸς εὐάνθεμον δ' ὅτε φυὰν O. 1.67

    ἐπ' ἄλλοισι δ ἄλλοι (ἐπ om. codd.: supp. byz.: alia alii) O. 1.113

    πρὸς Πιτάναν δὲ O. 6.28

    περὶ θνατῶν δ O. 6.50

    ἀν' ἵπποισι δὲ O. 10.69

    ἐκ θεοῦ δ O. 11.10

    ἐξ ὀνείρου δ O. 13.66

    ἀντὶ δελφίνων δ P. 4.17

    ἐν δαιτὸς δὲ μοίρᾳ P. 4.127

    ἐξ Ἀπόλλωνος δὲ P. 4.17

    b.

    ἐκ νεφέων δὲ P. 4.197

    σὺν Νότου δ' αὔραις P. 4.303

    ἐς φᾶσιν δ P. 4.211

    ἀνὰ βωλακίας δ P. 4.228

    κατὰ λαύρας δ P. 8.86

    ἐν χερὶ δ N. 1.52

    ἐκ μιᾶς δὲ N. 6.1

    σὺν θεοῦ δὲ τύχᾳ N. 6.24

    ἐκ πόνων δ N. 9.44

    ἐν λόγοις δ N. 11.17

    ἐν σχερῷ δ N. 11.39

    ἐν Κρίσᾳ δ I. 2.18

    σὺν Ὀρσέᾳ δέ I. 4.72

    σὺν Χάρισιν δ I. 5.21

    ἐκ μεγάλων δὲ πενθέων I. 8.6

    ἐν διχομηνίδεσσιν δὲ ἑσπέραις” *I. 8.44

    σὺν θεῶν δέ νιν αἴσᾳ I. 9.1

    ἐν χρόνῳ δ fr. 33b. ἐν ἔργμασιν δὲ fr. 38.

    πρὸ πόνων δὲ Pae. 6.90

    III following article with adj., part., prep., simm.

    ὁ μέγας δὲ κίνδυνος O. 1.81

    ὁ νικῶν δ O. 1.97

    τὸ πόρσω δ O. 3.44

    τὸ διδάξασθαι δέ τοι O. 8.59

    αἱ δύο δ

    ἀμπλακίαι P. 2.30

    τὸ πλουτεῖν δὲ P. 2.56

    ἐν πάντα δὲ νόμον P. 2.86

    ὁ Βάττου δ P. 5.55

    τὰ μακρὰ δ N. 4.33

    τᾷ Δαιδάλου δὲ (τε coni. Schr.) N. 4.59 ταὐτὰ δὲ *N. 7.104

    ὁ πονήσαις δὲ I. 1.40

    Πρωτεσίλα, τὸ τεὸν δὲ I. 1.58

    ὁ κινητὴρ δὲ γᾶς I. 4.19

    τὰν Ψαλυχιαδᾶν δὲ πάτραν I. 6.63

    τὰ μακρὰ δ' εἴ τις I. 7.43

    τῷ παρέοντι δ fr. 43. 4. ὁ ζαμενὴς δ' ὁ χοροιτύπος fr. 156. ἁ Μειδύλου δ fr. 190.
    IV following two emphatically connected words. φιλεῖ δὲ, μάλα φιλεῖ δὲ (post μάλα distinxerunt codd.: corr. Bergk) O. 2.27 αὐτοῦ μένων δ' ὁ θεῖος ἀνὴρ (post αὐτοῦ distinxerunt codd.: corr. Heyne: δ del. Bergk) P. 6.38 τῶν νῦν δὲ (byz.: τῶν δὲ νῦν codd.) P. 6.43 < οὐ πενθέων δ> (supp. Blass e Plutarcho) Πα... νηλεεῖ νοῷ δ fr. 177e.
    V for metrical convenience? παῖδ' ἐρατὸν δ Ἀρχεστράτου (δ supp. Mosch.: om. codd.) O. 10.99
    5 beginning fragments, where its value is obscure. fr. 2. 1, fr. 6. a. d, fr. 33a. 3, fr. 44, Πα. 2. 3,, Πα. 7B. 14, Πα. 12., Πα. 13a. 18, Πα. 13c. 5, Πα. 1. 31, 3, Πα. 1., Πα. 2. 1, Πα. 21. 1, Πα. 21. 21, fr. 60a. 3, fr. 81, Δ.. 1, Δ. 4. 46, fr. 74, fr. 108a. 1, b. 1, fr. 110, fr. 121, fr. 124c, fr. 177f, fr. 179, fr. 185, fr. 215. 2, fr. 215b. 4, fr. 219, 227, 233, 236, 237, 260. 2, 5, Θρ.. 2, Θρ. 6. 7, fr. 131a, fr. 135, fr. 153, fr. 166. 1, fr. 169. 49, fr. 177c.

    Lexicon to Pindar > δέ

  • 9 οὔτε

    a οὔτεοὔτε, neither... nor.
    I

    ἀκίνδυνοι δ ἀρεταὶ οὔτε παῤ ἀνδράσιν οὔτ ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι O. 6.10

    οὔτε δύσηρις ἐὼν οὔτ' ὦν φιλόνικος ἄγαν O. 6.19

    τοὶ δ' οὔτ ὦν ἀκοῦσαι οὔτ ἰδεῖν εὔχοντο O. 6.52

    οὔτ' αἴθων ἀλώπηξ οὔτ ἐρίβρομοι λέοντες O. 11.20

    [ οὔτε γὰρ θεοὶ κοιρανέοντι χοροὺς οὔτε δαῖτας ( οὐδὲ γὰρ coni. Schneidewin) O. 14.8]

    γόνον οὔτ' ἐν ἀνδράσι γερασφόρον οὔτ ἐν θεῶν νόμοις P. 2.43

    οὔτε ἔργον οὔτ' ἔπος ἐντράπελον κείνοισιν εἰπὼν P. 4.105

    τὸν οὔτε χειμέριος ὄμβρος οὔτ' ἄνεμος ἐς μυχοὺς ἁλὸς

    ἄξοισι P. 6.10

    ἁ μὲν οὔθ' ἱστῶν παλιμβάμους ἐφίλησεν ὁδούς, οὔτε δείπνων τέρψιας P. 9.18

    οὔτε παγκάρπων φυτῶν νάποινον οὔτ' ἀγνῶτα θηρῶνP. 9.58

    ἀλλ' οὔτε ματέῤ ἔπειτα κεδνὰν ἔιδεν οὔτε πατρωίαις ἐν ἀρούραις ἵππους Μυρμιδόνων Pae. 6.105

    οὔτε τι μεμπτὸν οὔτ ὦν μεταλλακτόν fr. 220. 1. preceded by a purely emphatic neg.,

    αἰὼν δ' ἀσφαλὴς οὐκ ἔγεντ οὔτ Αἰακίδᾳ παρὰ Πηλεῖ οὔτε παῤ ἀντιθέῳ Κάδμῳ P. 3.87

    καὶ γὰρ οὐκ ἀγνῶτες ὑμῖν ἐντὶ δόμοι οὔτε κώμων, ὦ Θρασύβουλ, ἐρατῶν, οὔτε μελικόμπων ἀοιδᾶν I. 2.31

    —2.
    II where the first οὔτε is suppressed.

    νόῳ δὲ πλοῦτον ἄγει, ἄδικον οὔθ' ὑπέροπλον ἥβαν δρέπων P. 6.48

    ναυσὶ δ' οὔτε πεζὸς ἰών κεν εὕροις ὁδόν P. 10.29

    νόσοι δ' οὔτε γῆρας οὐλόμενον κέκραται ἱερᾷ γενεᾷ P. 10.41

    ἀνδρὸς δ' οὔτε γυναικός Παρθ. 2. 3. ἀσκὸς δ οὔτε τις ἀμφορεὺς ἐλίνυεν δόμοις *fr. 104b. 4.* cf. O. 14.9, P. 3.30
    b

    οὐ οὔτε. πόνων δ' οὔ τις ἀπόκλαρός ἐστιν οὔτ ἔσεται P. 5.54

    κλέπτει τέ μιν οὐ θεὸς οὐ βροτὸς ἔργοις οὔτε βουλαῖς P. 3.30

    c

    οὔτε οὐδέ. τοῖς οὔτε νόστος ὁμῶς ἔπαλπνος ἐν Πυθιάδι κρίθη, οὐδὲ μολόντων πὰρ ματέρ' ἀμφὶ γέλως γλυκὺς ὦρσεν χάριν P. 8.83

    cf.

    τε οὐ οὐδέ P. 8.36

    d

    οὐδέ οὔτε. οὐδ' ἔστιν οὕτω βάρβαρος οὔτε παλίγγλωσσος πόλις ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος I. 6.24

    οὐδὲ γὰρ θεοὶ σεμνᾶν Χαρίτων ἄτερ κοιρανέοντι χοροὺς οὔτε δαῖτας (Schneidewin: οὔτε codd.) O. 14.9
    e

    οὔτε τε οὐ ἀλλά. ἐν σχερῷ δ' οὔτ ὦν μέλαιναι καρπὸν ἔδωκαν ἄρουραι, δένδρεά τ οὐκ ἐθέλει πάσαις ἐτέων περόδοις ἄνθος εὐῶδες φέρειν πλούτῳ ἴσον, ἀλλ ἐναμείβοντι N. 11.39

    —42.
    f dub., frag. [ τὸν μὲν οὔτε θανόντ' ἀοιδαὶ ἔλιπον ( οὐδὲ coni. Boeckh) I. 8.56] οὔτε θαλασς[ fr. 33a. οὔθ' ἱπ[π fr. 215. b. 12.

    Lexicon to Pindar > οὔτε

  • 10 μέλλω

    μέλλω, [tense] impf. ἔμελλον and ἤμελλον (v. infr.), [dialect] Ep.
    A

    μέλλον Il.17.278

    , Od.1.232, 9.378, B.12.164; [dialect] Ep., [dialect] Ion.

    μέλλεσκον Theoc.25.240

    , Mosch.2.109: [tense] fut.

    μελλήσω D.6.15

    , Ev.Matt.24.6: [tense] aor.

    ἐμέλλησα Th.3.55

    , X.HG5.4.65, etc., and ἠμ- (v. infr.):—[voice] Pass. and [voice] Med., v. infr. v.—Only [tense] pres. and [tense] impf. in Hom., Hes., Lyr., and Trag.: [tense] aor. only in Prose (exc. Thgn., v. infr.): the [tense] impf. ἤμελλον with long augm. is established by the metre in Hes.Th. 898, Thgn.906, Ar.Ec. 597, Ra. 1038 (both anap.), A.R.1.1309 (cf. Sch. ad loc.), Call.Del. 58: [tense] aor. 1

    ἠμέλλησα Thgn.259

    ; ἤμελλον is not found in earlier [dialect] Att. Inscrr., but occurs in Pap., as PPetr.2p.146 (iii B. C.), Phld.Rh.1.145 S. (but

    ἔμελλον Hyp.Ath.7

    , Arist.Ath.25.3).
    I to be destined or likely to, indicating an estimated certainty or strong probability in the present, past, or future (cf. Aristonic. ap. Sch.Il.10.326, 11.817, 16.46,al.): a. c. [tense] pres. inf. (or its equivalent), of a probability in the present, ὅθι που μέλλουσιν ἄριστοι βουλὰς βουλεύειν where belike the best are holding counsel, Il.10.326; ᾧ μέλλεις εὔχεσθαι to whom thou doubtless prayest, 11.364; μέλλεις δὲ σὺ ἴδμεναι doubtless thou knowest, Od.4.200; τὰ δὲ μέλλετ' ἀκουέμεν belike you have heard it, Il.14.125, cf. Od.4.94;

    οὕτω που Διὶ μέλλει ὑπερμενέϊ φίλον εἶναι Il.2.116

    ; ὄλβον δὲ θεοὶ μέλλουσιν ὀπάζειν methinks it is the gods who give wealth, Od.18.19; εἰ δ' οὕτω τοῦτ' ἐστίν, ἐμοὶ μέλλει φίλον εἶναι you may be sure it is my good pleasure, Il.1.564. b. c. [tense] aor. inf., of a probability in the past, μέλλω που ἀπεχθέσθαι Διὶ πατρί I must have become hateful to father Zeus, 21.83; κελευσέμεναι δέ σ' ἔμελλε δαίμων a god must surely have bidden thee, Od.4.274; πολλάκι που μέλλεις ἀρήμεναι you must often have prayed, 22.322; μέλλω ἀθανάτους ἀλιτέσθαι I must have sinned against the immortals, 4.377; ἄλλοτε δή ποτε μᾶλλον ἐρωῆσαι πολέμοιο μέλλω at any other time rather than this I may have drawn back.., Il.13.777; μέλλει μέν πού τις καὶ φίλτερον ἄλλον ὀλέσσαι before now, no doubt, a man has lost.., 24.46, cf. 18.362;

    τοῦ δ' ἤδη μέλλουσι κύνες ταχέες τ' οἰωνοὶ ῥινὸν ἀπ' ὀστεόφιν ἐρύσαι Od.14.133

    ; of a destiny in the past, ἔμελλεν οἷ αὐτῷ θάνατον.. λιτέσθαι he was fated to have been praying for his own death, Il.16.46; ἐπεὶ οὐκ ἄρ' ἔμελλον ἑταίρῳ κτεινομένῳ ἐπαμῦναι since I was (i.e. am) not destined to have succoured my comrade when they were slaying him, 18.98: c. [tense] pres. inf., οὐκ ἄρ' ἔμελλες ἀνάλκιδος ἀνδρὸς ἑταίρους ἔδμεναι he was to turn out no helpless man whose comrades you ate, Od.9.475. c. c. [tense] fut. inf., of a destin y or probability in the future, ἅ οὐ τελέεσθαι ἔμελλον which were not to be accomplished, Il.2.36; τάχα δ' ἀνστήσεσθαι ἔμελλεν ib. 694;

    ἐπεὶ οὐκ ἄρ' ἔμελλον ἔγωγε νοστήσας οἶκόνδε.. εὐφρανέειν ἄλοχον 5.686

    , cf. 12.113, 22.356, Od.13.293, 384;

    μέλλον ἔτι ξυνέσεσθαι ὀϊζυῖ πολλῇ 7.270

    ; περὶ τρίποδος γὰρ ἔμελλον θεύσεσθαι they were to have run.., Il.11.700, cf. E.HF 463;

    χρόνῳ ἔμελλέ σ' Ἕκτωρ.. ἀποφθίσειν S.Aj. 1027

    ;

    ἔμελλον ἄρα παύσειν ποθ' ὑμᾶς τοῦ κοάξ Ar.Ra. 268

    ;

    φεύγεις; ἔμελλόν σ' ἆρα κινήσειν ἐγώ Id.Nu. 1301

    , cf. V. 460, Pl. 103, Ach. 347: c. [tense] pres. inf., καὶ γὰρ ἐγώ ποτ' ἔμελλον ἐν ἀνδράσιν ὄλβιος εἶναι I had a chance of being, might have been.., Od.18.138;

    μέλλεν ποτὲ οἶκος ὅδ' ἀφνειὸς καὶ ἀμύμων ἔμμεναι, ὄφρ' ἔτι κεῖνος ἀνὴρ ἐπιδήμιος ἦεν 1.232

    : c. [tense] aor. inf. (cf. infr. 11),

    οὐδεὶς ἂν οὐδὲ μελλήσειε γενέσθαι ἀγαθός Arist.EN 1105b11

    : with inf. understood, [τὰ μὲν] πάσχουσι, τὰ δὲ μέλλουσι [πάσχειν] A.Pers. 814; ἀλλ' οὐχ οὑμὸς τοῦτο πέπονθεν βίος οὐ μὰ Δί' οὐδέ γε μέλλει no, not likely! Ar.Pl. 551;

    οὐδὲν.. οὔτε ἐπάθετε οὔτε ἐμελλήσατε Th.3.55

    ;

    οὔτ' ἐμὲ ἀπέφηνεν ἡ βουλὴ οὔτ' ἐμέλλησεν Din.1.49

    .
    d in εἰ clauses, εἰ μέλλει πόλις εἶναι if it is to be a city, Pl.Prt. 324e: c. [tense] fut. inf., εἰ ἐμέλλομεν.. ἀνοίσειν if we were to refer.., Id.Phd. 75b: c. [tense] aor. inf.,

    εἰ μέλλομεν.. δηλῶσαι Id.Lg. 713a

    , cf. Smp. 184d, Plt. 268d, al.: so in part.,

    τὴν μέλλουσαν οἰκήσεσθαι πόλιν καλῶς Arist. Pol. 1261a3

    , etc.
    e in final clauses, ξυνεπιμέλεσθαι ᾗ μέλλει ἄριστα ἕξειν, = ᾗ ἄριστα ἕξει, Th.8.39;

    εἴχομεν ἂν.. ἐπιστάτην λαβεῖν.. ὃς ἔμελλεν.. ποιήσειν Pl.Ap. 20b

    , cf. App.Syr.46, etc.
    f in questions, the inf. being understood, τί οὐ μέλλω ( μέλλεις, etc.); why shouldn't I? why is it not likely that I should?, i. e. yes, of course, τὸν υἱὸν ἑόρακας αὐτοῦ; Answ. τί δ' οὐ μέλλω (sc. ἑορακέναι); of course I have, X. HG4.1.6; τί δ' οὐ μέλλει, εἴπερ γε δρᾷ αὐτό; Pl.R. 605c; πῶς γὰρ οὐ μέλλει; Id.Phd. 78b, etc.; ἀλλὰ τί μέλλει; what (else) would you expect? i. e. yes, of course, Id.R. 349d, Hp.Mi. 373d.
    II to be about to, in purely temporal sense, c. [tense] fut. inf.,

    Ἕκτορα δῖον ἔτετμεν ἀδελφεόν, εὖτ' ἄρ' ἔμελλε στρέψεσθ' ἐκ χώρης Il.6.515

    ; ὁ μέν μιν ἔμελλε γενείου.. ἁψάμενος λίσσεσθαι (perh. [tense] pres. inf.),

    ὁ δ' αὐχένα μέσσον ἔλασσε 10.454

    ;

    ἄλεισον ἀναιρήσεσθαι ἔμελλε Od.22.9

    , cf. Il.23.544, 2.39, 6.52, 393; δειπνήσειν μέλλομεν, ἢ τί; Ar.Av. 464, cf. Eq. 931 (lyr.), Th.2.8, etc.: c. [tense] pres. inf., τί μέλλεις δρᾶν; Ar.V. 1379,Th. 215, cf. Ec. 760, Ach. 493, Av. 498, al.;

    μέλλω μαίνεσθαι Lyr.Alex.Adesp.1.23

    : more rarely c. [tense] aor. inf.,

    παθεῖν A.Pr. 625

    ;

    κτανεῖν S.OT 967

    (nisi leg. κτενεῖν) ; ἀναλαβεῖν, λιπεῖν, θανεῖν, E.Or. 292, Heracl. 709, Med. 393; ἀπολέσαι, λαβεῖν, Ar.Av. 366, Ach. 1159 (lyr.);

    προσθεῖναι Th.3.92

    ;

    οὐδὲ ἐμέλλησαν οὐδὲ διενοήθησαν ἐνθέσθαι D.35.19

    : Phryn.316 wrongly condemns this constr.—The inf. is sts. omitted, τὸ μέλλειν ἀγαθά (sc. πράσσειν or πράξειν ) the expectation of good things, E.Or. 1182, cf. IA 1118.
    III to be always going to do without ever doing: hence, delay, put off, freq. in Trag. (also in [voice] Med. μέλλομαι, v. infr. IV fin.): in this signf. usu. folld. by [tense] pres. inf., S.OT 678 (lyr.), OC 1627, etc.; τοὺς ξυμμάχους.. οὐ μελλήσομεν τιμωρεῖν· οἱ δ' οὐκέτι μέλλουσι κακῶς πάσχειν we shall not delay to succour our allies, for their sufferings are not being delayed, Th.1.86: freq. with μὴ οὐ, A.Pr. 627, S.Aj. 540: with μή, τί μέλλομεν.. μὴ πράσσειν κακά; E.Med. 1242: rarely folld. by [tense] aor. inf., Id.Ph. 299 (lyr.), Rh. 673: inf. is freq. omitted, τί μέλλεις; why delayest thou? A.Pr.36, cf. Pers. 407, Ag. 908, 1353, S.Fr. 917, Th.8.78, etc.;

    μακρὰ μ. S.OC 219

    (lyr.);

    Ἄρης στυγεῖ μέλλοντας E. Heracl. 723

    ;

    ἴωμεν καὶ μὴ μέλλωμεν ἔτι Pl.Lg. 712b

    ; μέλλον τι.. ἔπος a hesitating word, which one hesitates to speak, E. Ion 1002; μέλλων σφυγμός a hesitating pulse, Gal.8.653.
    IV part. μέλλων is used quasi-adjectivally, ὁ μ. χρόνος the future time, Pi.O.10(11).7, A.Pr. 839, Arist.Top. 111b28: Gramm., ὁ μέλλων the future tense, D.T.638.23, A.D.Synt.69.28, etc.; ἡ μ. αὐτοῦ δύναμις his future power, Pl.R. 494c;

    μ. φυλάξασθαι χρέος Pi.O.7.40

    ; τὸν μ. βλαστόν ( καρπόν codd.) Thphr.HP4.15.1: esp. in neut., τὸ μέλλον, τὰ μέλλοντα things to come, the future, Pi.O.2.56, A.Pr. 102, Th.1.138, 4.71, Pl.Tht. 178e, etc.; opp. to what is simply future ([etym.] τὸ ἐσόμενον), Arist.Div.Somn. 463b29, cf. GC 337b4; εἰς τὸ μέλλον (sc. ἔτος) Ev.Luc.13.9, cf. PLond.3.1231.4 (ii A. D.), Plu.Caes.14:—also in [voice] Med., τὰ ἰσχυρότατα ἐλπιζόμενα μέλλεται your strongest pleas are hopes in futurity, Th.5.111:— but
    V [voice] Pass. μέλλομαι, ὡς μὴ μέλλοιτο τὰ δέοντα that the necessary steps might not be delayed, X.An.3.1.47; ἐν ὅσῳ ταῦτα μέλλεται while these delays are going on, D.4.37: [tense] fut. μελλήσομαι dub. l. in Procop. Goth.2.30: [tense] pf. part. μεμελλημένος, = μέλλων, σφυγμός Gal.9.308.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μέλλω

  • 11 ἁγιστεύω

    A perform sacred rites, Pl.Lg. 759d: c.acc.,

    ἱερουργίαν D.H.1.40

    :—[voice] Pass.,

    ὅσα ἄλλα -εύεται Ph.2.231

    .
    2 to be holy, live purely,

    ὅστις.. βιοτὰν ἁ. καὶ θιασεύεται ψυχάν E.Ba.74

    ; to be sacred, Paus.6.20.2, cf. 8.13.1.
    II [voice] Act., purify, Φόνου χεῖρας Orac. ap. Paus.10.6.7.
    2 deem holy:[voice] Pass., of places, Str.9.3.1, D.H.1.40.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁγιστεύω

  • 12 ἡγνευμένως

    ἡγνευμένως, Adv. [tense] pf. [voice] Pass., ([etym.] ἁγνεύω)
    A purely, Poll.1.32.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡγνευμένως

  • 13 ὑπεράϋλος

    A purely immaterial, only in Adv. -λως, Ph.1.103.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπεράϋλος

  • 14 καί

    καί: and, also, too, even; the purely copulative use needs no illustration, but the word is idiomatically employed in many ways that call for insight and feeling rather than translation; ( Νέστωρ) ἀνόρουσε, λιγὺς Πυλίων ἀγορητής, | τοῦ καὶ ἀπὸ γλώσσης μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐδή, ‘even from whose tongue, etc.’ (comparing γλυκίων with λιγύς), Il. 1.249; this comparing καί may appear in both members of the statement, δότε δὴ καὶ τόνδε γενέσθαι | παῖδ' ἐμόν, ὡς καὶ ἐγώ περ, ἀριπρεπέα Τρώεσσι, Il. 6.476; καί introducing an apodosis institutes a comparison between dependent clause and main clause, Il. 1.478 . καί appears in Greek often where we employ a disjunctive word, ἕνα καὶ δύο, ‘one or two,’ Il. 2.346. Combined w. other particles, καὶ εἰ, εἰ καί (see εἰ), καὶ δέ (δέ the connective), καὶ δή, καὶ μήν, καί ῥα, καί τε, καὶ.. πέρ (see πέρ), etc. καί sometimes suffers elision, κ' ἔτι, Il. 23.526; freq. in crasis, χἡμεῖς ( καὶ ἡμεῖς), κἆγώ, etc.

    A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > καί

  • 15 ὅπως

    ὅπως, ὅππως: how, in order that, as. (1) indirect interrog., οὐδέ τί πω σάφα ϝίδμεν ὅπως ἔσται τάδε ϝέργα, ‘how these things will be,’ Il. 2.250; then implying purpose, φράζεο νῦν ὅππως κε πόλιν καὶ ϝάστυ σαώσεις, ‘how you are to save,’ Il. 16.144; and purely final, λίσσεσθαι δέ μιν αὐτός, ὅπως νημερτέα ϝείπῃ, ‘that he speak the truth,’ Od. 3.19.— (2) rel., as; ἔρξον ὅπως ἐθέλεις, Il. 4.37; θαύμαζεν δ' ὁ γεραιός, ὅπως ἴδεν ὄφθαλμοῖσιν, Od. 3.373; causal, Od. 4.109.

    A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὅπως

  • 16 ὅππως

    ὅπως, ὅππως: how, in order that, as. (1) indirect interrog., οὐδέ τί πω σάφα ϝίδμεν ὅπως ἔσται τάδε ϝέργα, ‘how these things will be,’ Il. 2.250; then implying purpose, φράζεο νῦν ὅππως κε πόλιν καὶ ϝάστυ σαώσεις, ‘how you are to save,’ Il. 16.144; and purely final, λίσσεσθαι δέ μιν αὐτός, ὅπως νημερτέα ϝείπῃ, ‘that he speak the truth,’ Od. 3.19.— (2) rel., as; ἔρξον ὅπως ἐθέλεις, Il. 4.37; θαύμαζεν δ' ὁ γεραιός, ὅπως ἴδεν ὄφθαλμοῖσιν, Od. 3.373; causal, Od. 4.109.

    A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὅππως

  • 17 φαίνω

    φαίνω, φάω (root φαϝ), ipf. φάε, φαῖνε, aor. ἔφηνα, mid. ipf. iter. φαινέσκετο, fut. πεφήσεται, inf. φανεῖσθαι, pass. aor. 2 () φάνην, 3 pl. φάνεν, iter. φάνεσκεν, subj. φάνῃ, φανήῃ, inf. φανῆναι, -ήμεναι, aor. 1 (may be referred to φαείνω) φαάνθην, 3 pl. φάανθεν, perf. 3 sing. πέφανται, part. πεφασμένος: I. act., trans., bring to light, make to appear, show, τέρας, ὁδόν τινι, Β 32, Od. 12.334; met., show, reveal, exhibit, express, νοήματα, ἀοιδήν, ἀεικείᾶς Σ 2, Od. 20.309; intrans., shine, give light, Od. 7.102, Od. 19.25.—II. mid. and pass., come to light, be visible, appear, shine, Il. 8.561; w. part. (yet not purely supplementary), Od. 4.361, Od. 24.448; w. inf., Od. 11.336, Od. 14.355, Od. 15.25.

    A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > φαίνω

  • 18 φάω

    φαίνω, φάω (root φαϝ), ipf. φάε, φαῖνε, aor. ἔφηνα, mid. ipf. iter. φαινέσκετο, fut. πεφήσεται, inf. φανεῖσθαι, pass. aor. 2 () φάνην, 3 pl. φάνεν, iter. φάνεσκεν, subj. φάνῃ, φανήῃ, inf. φανῆναι, -ήμεναι, aor. 1 (may be referred to φαείνω) φαάνθην, 3 pl. φάανθεν, perf. 3 sing. πέφανται, part. πεφασμένος: I. act., trans., bring to light, make to appear, show, τέρας, ὁδόν τινι, Β 32, Od. 12.334; met., show, reveal, exhibit, express, νοήματα, ἀοιδήν, ἀεικείᾶς Σ 2, Od. 20.309; intrans., shine, give light, Od. 7.102, Od. 19.25.—II. mid. and pass., come to light, be visible, appear, shine, Il. 8.561; w. part. (yet not purely supplementary), Od. 4.361, Od. 24.448; w. inf., Od. 11.336, Od. 14.355, Od. 15.25.

    A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > φάω

  • 19 ζειαί

    Grammatical information: f. pl.
    Meaning: `one-sided wheat, spelt, Triticum monococcum' (Od., Hdt.), hell. and late also sg. ζειά (Thphr.), ζεά ( ζέα), (pap. IIIa, D. H.; Dsc. and Gal. as v. l.).
    Compounds: As 1. member in ζεί-δωρος `giving spelt (wheat)' (Il.; of ἄρουρα), ζεό-πυρον n. `kind of Triticum' (Gal.); as 2. member in φυσί-ζοος `producing wheat' (Hom., Orac. ap. Hdt. 1, 67; of αἶα), Οἰσε-ζέα PN (Lesb.). Both as 1. and as 2. member ζει-, - ζοος were early (Emp., A.) associated with ζῆν, ζωή and understood as `lifegiving'.
    Derivatives: ζῆνος = ζέϊνος `of spelt' (pap. IIa)?
    Origin: IE [Indo-European] [512] *i̯eu̯h₁-`wheat, spelt'
    Etymology: Clearly to Skt. yáva-, Av. yava- m. `wheat etc.', Lith. pl. javaĩ `wheat', sg. jãvas. If the diphthong in ζειαί is real, we have to start from PGr. *ζεϜ-ι̯ᾰ (Sommer Lautstud. 153f., s. Schulze Q. 288 n. 4), so a ιᾰ-deriv. of IE. *i̯eu̯o- in Skt. yáva- etc. The monophthongal forms would be secondary. But if ζειαι has metric lengthening for ζε(Ϝ)αί (with the epic orthography retained in this prob. purely literary word), the Greek word agrees with the Indo-Iranian and Lithuanian word. The 2. member - ζο(Ϝ)ος (with regular ο-ablaut) speaks against a ι̯ᾰ-deriv. The 1. member ζει- may stand for ζε(Ϝ)ε- (from *i̯eu̯h₁-). Cf. δηαί. - Cf. Bq and WP., Pok. 512, Bechtel Lexilogus s. ζείδωρος, Chantraine Gramm. hom. 1, 31.
    Page in Frisk: 1,608-609

    Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ζειαί

  • 20 θύαρος

    Grammatical information: m.
    Meaning: `darnell, Lolium temulentum' (Ps.-Dsc.).
    Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
    Etymology: Formation in - αρος like κόμαρος, κίσθαρος a. o. (Strömberg Pflan- zennamen 58) Connected with 1. θύω `rage, seethe'; comparing e. g. Russ. dur-níca `id.' from durь f. `stupidness'. The form in - αρ-ος rather points to a Pre-Greek word, and connection with θύω is a mere guess; the sequence - υ-αρ- hardly is purely Greek.
    Page in Frisk: 1,689-690

    Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θύαρος

См. также в других словарях:

  • purely — I (Positively) adverb absolutely, decidedly, downright, entirely, essentially, fundamentally, in all respects, in truth, perfectly, really, seriously, thoroughly, totally, unconditionally, unequivocally, utterly associated concepts: purely… …   Law dictionary

  • Purely — Pure ly, adv. 1. In a pure manner (in any sense of the adjective). [1913 Webster] 2. Nicely; prettily. [Archaic] Halliwell. [1913 Webster] …   The Collaborative International Dictionary of English

  • purely — late 13c., from PURE (Cf. pure) + LY (Cf. ly) (2) …   Etymology dictionary

  • purely — [adv] simply, absolutely all, all in all, altogether, barely, completely, entirely, essentially, exactly, exclusively, in toto*, just, merely, only, plainly, quite, solely, totally, utterly, wholly; concepts 531,544 Ant. indefinitely …   New thesaurus

  • purely — [pyoor′lē] adv. 1. in a pure manner; unmixed with anything else 2. merely 3. innocently 4. entirely …   English World dictionary

  • purely — [[t]pjʊ͟ə(r)li[/t]] 1) ADV: ADV with cl/group (emphasis) You use purely to emphasize that the thing you are mentioning is the most important feature or that it is the only thing which should be considered. It is a racing machine, designed purely… …   English dictionary

  • purely — pure|ly W3S2 [ˈpjuəli US ˈpjurli] adv completely and only ▪ a decision made for purely political reasons ▪ The building was closed purely on the grounds of safety. ▪ It happened purely by chance . ▪ I do it purely and simply for the money …   Dictionary of contemporary English

  • purely — pure|ly [ pjurli ] adverb ** completely, or as the only issue or reason: What I m saying is purely my own point of view. He got together with her purely for business reasons. purely and simply used for emphasis: The reason was purely and simply… …   Usage of the words and phrases in modern English

  • purely — adverb 1 completely and only, without anything else being involved: a decision that was taken for purely political reasons | I bumped into Sally purely by chance. 2 purely and simply used to emphasize that only one reason or purpose is involved… …   Longman dictionary of contemporary English

  • purely — adverb Date: 14th century 1. a. to a full extent ; totally < purely by accident > b. wholly, exclusively < a selection based purely on merit > 2. without admixture of anything injurious or foreign 3. simply, merely …   New Collegiate Dictionary

  • purely */*/ — UK [ˈpjʊə(r)lɪ] / US [ˈpjʊrlɪ] adverb completely, or as the only issue or reason What I m saying is purely my own point of view. He got together with her purely for business reasons. • purely and simply …   English dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»