-
1 καθαριος
21) чистый, опрятный(σκευασία Men.; ὅπλα Polyb.; βρώματα Plut.)
2) опрятный, чистоплотный(περὴ ὅλον τὸν βίον Arst.; ταῖς διαίταις Diod.)
-
2 καθάριος
καθάριος, ον, reinlich, Reinlichkeit liebend u. bewahrend, sauber; ἀκολουϑίσκος Posid. bei Ath. XII, 550 a; περὶ τὸν βίον Arist. rhet. 2, 4; σκευασία Menand. bei Ath. XIV, 661; καϑάριοι ταῖς διαίταις D. Sic. 5, 33; vom Styl, Schol.; – τὸ καϑάριον, = καϑαριότης, Plut. Symp. 4, 1, 3. – Adv., z. B. καϑαρίως ἐγχέειν Xen. Cyr. 1, 3, 8 (so nach Poll. 6, 27, nicht καϑαρείως zu lesen); καϑαρίως κατόψεσϑαι, klar durchschauen, Pol. 6, 3, 4. Aber Strab. 3, 3, 6 μονοτροφοῦντες καϑαρίως καὶ λιτῶς erinnert an die unter καϑάρειος angeführten Stellen der com.
-
3 καθάριος
καθάριος, ον, reinlich, Reinlichkeit liebend u. bewahrend, sauber; vom Stil; καϑαρίως κατόψεσϑαι, klar durchschauen -
4 καθάριος
καθάρειοςcleanly: masc /fem nom sgκαθάριοςcleanly: neut nom /voc /acc sg -
5 καθάριος
α, ον [ος, ον ] см. καθαρός -
6 καθάριος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθάριος
-
7 φιλο-καθάριος
φιλο-καθάριος, Reinlichkeit liebend, Sp.
-
8 καθαρίει
καθάριοςcleanly: neut nom /voc /acc dual (attic epic)καθαρίεϊ, καθάριοςcleanly: neut dat sg (epic ionic)καθάριοςcleanly: neut dat sg -
9 καθάρειος
-
10 καθαρειος
-
11 άπιαστος
η, ο1) неуловимый; непойманный; скользкий, ускользающий (о рыбе); 2) неношеный, новый, ненадёванный (разг) (об одежде); 3) вялый, ленивый;§ άπιαστος κλέφτης, καθάριος νοικοκύρης — посл, не пойман — не вор
-
12 ουρανός
ο небо;αίθριος ουρανός ' — чистое, безоблачное небо;
έναστρος ουρανός — звёздное небо;
ως τον ουρανό — до неба;
§ βρίσκομαι στον έβδομο ουρανό — находиться на седьмом небе;
επεσε απ' τον ουρανό ( — будто) с нёба свалился;
καθάριος ( — или καθαρός) ουρανός αστραπές δε φοβάται — посл, у кого совесть чиста, тому нечего бояться
-
13 καθαρία
καθαρίᾱ, καθάριοςcleanly: neut nom /voc /acc pl (doric aeolic) -
14 καθαρίους
καθάρειοςcleanly: masc /fem acc plκαθάριοςcleanly: neut gen sg (attic epic doric)καθαριόωpurify: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
15 καθάρειος
A cleanly, neat, tidy,τοὺς καθαρείους περὶ ὄψιν, περὶ ἀμπεχόνην, περὶ ὅλον τὸν βίον Arist.Rh. 1381b1
: - ιώτατόν (v.l. -ειότατόν) ἐστιτὸ ζῷον (i.e. the bee) Id.HA 626a24;καθάρειοι ταῖς διαίταις D.S.5.33
( καθάριοι codd.); οἱ καθαρειότεροι decent, respectable men, Phld.Rh.2.150S., Hierocl. p.63A. (-ριώτ-, -ρώτ- codd., em. Meineke); of things,ἐὰν ἡ σκευασία καθάρ<ε>ιος ᾖ Men.Phasm.Fr.2
; καθαριώτερα (or - ειότερα)ὅπλα Plb. 11.9.5
; τὸ κ., daintiness, of food, Plu.2.663c; κ. ἄρτος white bread, Sammelb. 5730 (iv/v A.D., sg.), PMag.Lond.46.230 (pl.); βίος, δίαιτα καθάρειος, refined, Ath.3.74d, Carm.Aur.35; ( καθαρά codd.). Adv. - είως cleanly, tidily,ἐγχέουσιν X.Cyr.1.3.8
, cf. Posidon.15J., Dsc.1.44; neatly,κ. εἰργασμένος Ph.Bel.76.27
; clearly,ὑποδεῖξαι Plb.15.5.5
; also, frugally,μὴ πολυτελῶς, ἀλλὰ καθαρείως Eub.110.1
, Ephipp.15.3, Nicostr.6.2;ἔχειν καθαρ<ε>ίως ἐγχελύδιον Amphis35
;μονοτροφοῦντες καθαρίως καὶ λιτῶς Str.3.3.6
; irreproachably, ἀναστραφεὶς ἀνδρήως καὶ καθαρήως (sic) AJA17.31 (Sardes, i B.C.).II Gramm. of language, pure, correct, ὄνομα Sch.Ar.Ach. 244; οἱ κ. purists, Archig. ap. Gal.8.578. [- ειος is written in Phld.Rh. l.c. ([comp] Comp.), PSI3.158.50 ([comp] Comp., iii A.D.), Phld.D.3.8, PMag.Lond. l.c., and required by metre in Eub., Nicostr., Carm.Aur., Il.cc.: - ιος never.] - ειότης, later [full] καθᾰριότης, ητος, ἡ, cleanliness, neatness, Hdt.2.37, X.Mem.2.1.22; purity,διαφέρει ἡ ὄψις ἁφῆς καθαρειότητι Arist.EN 1176a1
, cf. 1177a26;τοῦ ἀέρος Thphr.Sens.48
; purity of language, Plu.Lyc.21, S.E. M.1.176.3 elegance, refinement, τῇ κ. Κυπρίους.. [ὑπερέβαλε] Duris 10J.; opp. περιεργία, Plu.2.693b, cf. 142a, Crass.3; opp. λιτότης, Hierocl. in CA17p.457M.; also, simplicity, frugality,τῆς διαίτης Plu.2.644c
; economy of movement in a surgeon's hand, ib.67e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθάρειος
-
16 καθαρός
κᾰθᾰρ-ός, ά, όν, [dialect] Dor. [full] καθαρός Tab.Heracl.1.103, Orph.Fr. 32c.1, [dialect] Aeol. [pref] κόθ- Alc.Supp.7.3; cf. ἀνακαθαίρω, κάθαρσις:1 physically clean, spotless (not in Il.),εἵματα Od.6.61
, Archil.12, cf. E.Cyc.35, 562, etc.; of persons, cleanly,κ. περὶ ἐσθῆτα Arist.VV 1250b28
, cf.Rh. 1416a23 (nisi leg. καθάριος).2 clear of admixture, clear, pure, esp. of water, ;κ. ὕδατα E. Hipp. 209
(anap.);ὕδωρ κ. ζῶν LXXNu.5.17
; (anap.);κ. καὶ διαφανῆ ὑδάτια Pl.Phdr. 229b
;οὖρον Hp.Epid.1.3
; ; κ. φάος, φέγγος, Pi.P.6.14, 9.90;πνεῦμα κ. οὐρανοῦ E.Hel. 867
;κ. ἄρτος Hdt.2.40
; of white bread, Wilcken Chr. 30i17 (iii/ii B.C.), LXXJu.10.5, Gal.6.482, 19.137; ἄλευρον κ. Diocl.Fr.139; χρυσίον, ἀργύριον -ώτατον, Hdt.4.166, cf. Theoc.15.36, Ph.1.190, etc.;σῖτος X.Oec.18.8
;σῖτος κ. ἀπὸ πάντων PHib.1.84
(a).6 (iv/iii B.C.): freq. of grain, winnowed,πυρὸς κ. ἄδολος POxy.1124.11
(i A.D.), cf. PTeb.93.36 (ii B.C.), etc.; of metals, etc.,σίδηρος Sammelb.4481.13
(v A.D.), etc.; ἀρωμάτων, καθαρῶν, λαχάνων, dub. sens. in PLond.2.429.6 (iv A.D.);ἄκρατος καὶ κ. νοῦς X.Cyr.8.7.30
; ; ; of feelings, unmixed,μῖσος τῆς ἀλλοτρίας φύσεως Pl.Mx. 245d
, cf. Thgn.89; serene, (lyr.).3 clear of objects, free, ἐν καθαρῷ (sc. τόπῳ ) in an open space,ἐν κ., ὅθι δὴ νεκύων διεφαίνετο χῶρος Il.8.491
;ἐν κ., ὅθι κύματ' ἐπ' ἠϊόνος κλύζεσκον 23.61
, cf. Ph.2.535 ([comp] Sup.); πάξαις Ἄλτιν ἐν κ. in a clearing, Pi.O.10 (11).45; ἐν κ. βῆναι to leave the way clear, S.OC 1575 (lyr.); ἐν τῷ κ. οἰκεῖν live in the clear sunshine, Pl.R. 520d; διὰ καθαροῦ ῥέειν, of a river whose course is clear and open, Hdt.1.202: with Subst., κελεύθῳ ἐν κ. Pi.O.6.23; χῶρος κ. Hdt.1.132;ἐν κ. λειμῶνι Theoc.26.5
; ἐν ἡλίῳ κ. in the open sun, opp. σκιά, Pl.Phdr. 239c; ὥς σφι τὸ ἐμποδὼν ἐγεγόνεε κ. was cleared away, Hdt.7.183; κ. ποιεῖσθαι τὰς ἀρκυστασίας set up the nets in open ground, X.Cyn.6.6; freq. of land, free from weeds, etc., παραδώσω τὸν κλῆρον κ. ἀπὸ θρύου καλάμου ἀγρώστεως κτλ. PTeb.105.59 (ii B.C.);παραδώσω τὰς ἀρούρας κ. ὡς ἔλαβον BGU1018.25
(iii A.D.): c. gen., γλῶσσα καθαρὴ τῶν σημηΐων clear of the marks, Hdt.2.38; καθαρὸν τῶν προβόλων, of a fort, Arr.An.2.21.7; of documents, free from mistakes, POxy.1277.13 (iii A.D.); χειρόγραφον κ. ἀπὸ ἐπιγραφῆς καὶ ἀλείφαδος free from interlineation and erasure, PLond.2.178.13 (ii A.D.).b metaph., free, clear of debt, liability, etc.,κ. ἀπὸ δημοσίων καὶ παντὸς εἴδους BGU197.14
(i A.D.); κ. ἀπό τε ὀφειλῆς καὶ ὑποθήκης καὶ παντὸς διεγγυήματος ib.112.11 (i A.D.);γῆ κ. ἀπὸ γεωργίας βασιλικῆς POxy. 633
(ii A.D.); καθαρὰ ποιῆσαι to give a discharge, PAvrom. 1 A22; in moral sense, free from pollution, καθαρῷ θανάτῳ an honourable death, Od.22.462;θάνατον οὐ κ., τὸν δι' ἀγχόνης Ph.2.491
;ψυχαὶ ἀρηΐφατοι καθαρώτεραι ἢ ἐνὶ νούσοις Heraclit.136
; freq. free from guilt or defilement, pure, (anap.);καθαρὸς χεῖρας Hdt.1.35
, Antipho5.11, And.1.95;κ. παρέχειν τινὰ κατὰ τὸ σῶμα καὶ κατὰ τὴν ψυχήν Pl.Cra. 405b
; ἔρχομαι ἐκ κοθαρῶν κοθαρά OrphFr.32c.1,al.; of ceremonial purity, καθαρὰ καὶ ἁγνή εἰμι ἀπό τε τῶν ἄλλων τῶν οὐ καθαρευόντων καὶ ἀπ' ἀνδρὸς συνουσίας Jusj. ap. D.59.78, cf. UPZ78.28 (ii B.C.), LXXNu.8.7,al.; (ii B.C.); esp. of persons purified after pollution, ἱκέτης προσῆλθες κ. A.Eu. 474, cf. S.OC 548, etc.; also of things, βωμοί, θύματα, δόμος, μέλαθρα, A.Supp. 654 (lyr.), E. IT 1163, 1231 (troch.), 693: c. gen., clear of or from..,κ. ἐγκλημάτων Antipho 2.4.11
; ἀδικίας, κακῶν, Pl.R. 496d, Cra. 404a;ὁ τῶν κακῶν κ. τόπος Id.Tht. 177a
;κ. τὰς χεῖρας φόνου Id.Lg. 864e
;Κόρινθον.. ἀποδεῖξαι τῶν μιαιφόνων καθαράν X.HG4.4.6
;κ. εἰμι ἀπὸ τοῦ αἵματος πάντων Act.Ap.20.26
, cf. D.C.37.24;κ. ἀπὸ ὅρκου LXXGe.24.8
; ceremonially pure, of food,ὄσπριον Hdt.2.37
; of victims, LXXGe.7.2,al., PGen.32.9 (ii A.D.), etc.; κ. ἡμέραι, opp. ἀποφράδες, Pl.Lg. 800d.4 of birth, pure, genuine,σπέρμα θεοῦ Pi.P.3.15
; πόλις E. Ion 673; τῶν Ἀθηναίων ὅπερ ἐστράτευε καθαρὸν ἐξῆλθε, i.e. were citizens of pure blood, Th.5.8; οἱ τῷ γένει μὴ κ. Arist.Ath.13.5; κ. ἀστοί Sch.Ar.Ach. 506; καθαρόν a real, genuine saying, Ar.V. 1015; κ. Τίμων a Timon pure and simple, Id.Av. 1549;κ. δοῦλος Antiph.9
(glossed by ἀπηκριβωμένος, AB105); ζημία κ., of a person, Alciphro 3.21.5 of language, pure, ὀνόματα, λέξις, D.H.Comp.1, 3;διάλεκτος Id.Dem.5
; so of writers, [Λυσίας] κ. τὴν ἑρμηνείαν Id.Lys.2
; [Ξενοφῶν] κ. τοῖς ὀνόμασι Id.Pomp.4
; also, clear, simple, σεμνὸς καὶ κ. Jul.Or.2.77a.b Gramm., preceded by a vowel, pure, D.T. 635.10, 639.5, Hdn.Gr.2.930, al.; containing a 'pure' syllable, ib. 928.6 without blemish, sound, ὁ κ. στρατός, τὸ κ. τοῦ στρατοῦ, the sound portion of the army, Hdt.1.211,4.135; v. supr. 4.7 clear, exact, ἂν κ. ὦσιν αἱ ψῆφοι if the accounts are exactly balanced, D.18.227 (sed cf.καθαιρέω 11.5
).II Adv. purely,ἁγνῶς καὶ καθαρῶς h.Ap. 121
, Hes.Op. 337: [comp] Comp.- ωτέρως Porph.Abst.2.44
.2 of birth,κ. γεγονέναι Hdt.1.147
;αἱ κ. Ἑλληνίδες Sor.1.112
, cf.Luc.Rh. Pr.24.3 with clean hands, honestly, σὺν δίκῃ.. καὶ κ. Thgn.198; δικαίως καὶ κ. D.9.62;κ. τε καὶ μετρίως τὸν βίον διεξελθεῖν Pl.Phd. 108c
.4 clearly, plainly, , cf. E.Rh.35 (anap.);λέξις κ. καὶ ἀκριβῶς ἔχουσα Isoc.5.4
;κ. γνῶναι Ar.V. 1045
, Pl.Phd. 66e; εἴσεσθαι ibid.;καθαρώτατα ἀποδεῖξαι Id.Cra. 426b
.5 of language, purely, correctly,- ώτερον διαλέγεσθαι Plu.2.1116e
, cf. Luc.Im.15.6 entirely, Ar.Av. 591;κ. τις ὢν ἀόργητος Phld.Ir.p.71
W.;κ. ἐς ἐφήβους τελεῖν D.C.36.25
, cf. Cod.Just.1.4.34.9: [comp] Sup. - ώτατα in its purest form, Phld.Piet.66.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθαρός
-
17 φιλοκαθάριος
A loving cleanliness, Vett.Val.3.24, Procl.Par.Ptol.90:—also [suff] φῐλο-κάθᾰρος, ον, Ptol.Tetr.63: τὸ φ. ib.62.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλοκαθάριος
-
18 φιλοκαθάριος
См. также в других словарях:
καθάριος — α, ο (AM καθάριος, ον, Α και καθάρειος, ον) καθαρός, παστρικός νεοελλ. 1. σίγουρος, αναπόφευκτος, αυτός που με απόλυτη βεβαιότητα θα συμβεί («αφύσικος πραματευτής καθάριος διακονιάρης» αυτός που εμπορεύεται αλόγιστα χρεωκοπεί αναπόφευκτα,… … Dictionary of Greek
καθάριος — α, ο επίρρ. α 1. καθαρός, παστρικός: Σήμερα φόρεσε καθάριο πουκάμισο. 2. διαυγής: Καθάριος ουρανός αστραπές δε φοβάται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καθάριος — καθάρειος cleanly masc/fem nom sg καθάριος cleanly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρίει — καθάριος cleanly neut nom/voc/acc dual (attic epic) καθαρίεϊ , καθάριος cleanly neut dat sg (epic ionic) καθάριος cleanly neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρός — ή, ό, θηλ. και καθαρά (AM καθαρός, ά, όν, Α δωρ. τ. κοθαρός, αιολ. τ. κόθαρός) 1. απαλλαγμένος από βρομιές, καθαρισμένος, παστρικός (α. «καθαρά ρούχα» β. «καθαρά χροΐ εἴματ ἔχοντα», Ομ. Οδ.) 2. απαλλαγμένος από κάθε ξένη ουσία, αμιγής, γνήσιος,… … Dictionary of Greek
Катя — Екатерина женское имя. По одной из версий произошло от греческого слова Катариос (καθάριος), что переводится как чистая; чистокровная; непорочная; безупречная; простая; чистейшая. Уменьшительно ласкательные формы: Катя, Катюша, Катёнок,Катёнка,… … Википедия
ακέραιος — Ολόκληρος, πλήρης, ανέπαφος, σώος· ανόθευτος, άδολος, τίμιος. (Μαθημ.) Α. αριθμός. Οι α. θετικοί ή φυσικοί αριθμοί αποτελούν ένα από τα θεμέλια της μαθηματικής επιστήμης και πρέπει να θεωρούνται προμαθηματικές έννοιες που έχουν αποκτηθεί από… … Dictionary of Greek
ζευγάς — ο [ζεύγος] 1. αυτός που έχει ζεύγος βοδιών που καλλιεργούν τη γη, ο ζευγολάτης 2. παροιμ. «ή παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς» ή «ή ζευγάς ζευγάς ή καθάριος μυλωνάς» δεν πρέπει να περισπάται κάποιος σε ασυμβίβαστες ασχολίες … Dictionary of Greek
ιθαγενής — ές (ΑΜ ἰθαγενής, ές Α και επικ. τ. ἰθαιγενής) αυτός που κατάγεται από τη χώρα στην οποία κατοικεί, αυτόχθονος, ντόπιος αρχ. 1. αυτός που γεννήθηκε από νόμιμο γάμο, νόμιμος 2. γνήσιος («ἰθαγενὲς χρυσίον» γνήσιος χρυσός) 3. φρ. «ἰθαγενὲς κύημα»… … Dictionary of Greek
ιθαρός — ἰθαρός, ά, όν (Α) 1. εύθυμος, χαρωπός 2. καθαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἰθ τού ρ. ἰθ αίνω + κατάλ. αρός (πρβλ. μι αρός) συνδέεται με το ινδοϊρανικό *idhra «καθάριος». Η λ. χρησιμοποιήθηκε ως επίθ. τής λ. κρήνη, αποτελεί γλώσσα τού Ησύχ. και… … Dictionary of Greek
καθάρειος — καθάρειος, ον (Α) βλ. καθάριος … Dictionary of Greek