-
1 ώγανον
-
2 ὤγανον
-
3 ὤγανον
-
4 ὤγανον
-
5 ἄγω
Grammatical information: v.Meaning: `lead' (Il.).Dialectal forms: Myc. ake \/agei\/Derivatives: στρατηγός, s. Szemerényi JHS 78, 1958, 148; ἀγών, - ῶνος m. `assembly (to see games)' (Il.); ἀγέλη; ἀγωγός m. `leader' (ion. att.), ἀγωγή `carrying away' (Ion.-Att.), formation unclear. - Unclear ἀγῑνέμεναι, ἀγινέω (Il.), Schwyzer 696; s. also Chantraine Étrennes Benveniste 14f., Aetol. ἀγνέω.Origin: IE [Indo-European] [4] *h₂eǵ-Etymology: Skt. ájati, Av. azaiti, Arm. acem, Lat. ago, OIr. - aig, OIc. aka, Toch. āk- (B also ăk-) `lead'. Orig. only present, Specht KZ 63, 225, 270 (aor. and fut. ἤλασα, ἐλάω).Page in Frisk: 1,18Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἄγω
См. также в других словарях:
ὤγανον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ώγανον — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) «κνημὶς ἁμάξης». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, η λ. έχει σχηματιστεί από την εκτεταμένη ετεροιωμένη μορφή ωγ τού θ. τού ἄγω (πρβλ. ἀγ ωγ ή), με επίθημα ανον, δηλωτικό οργάνου (πρβλ. ξό ανον). Κατ… … Dictionary of Greek
περιώγανα — τὰ, Α (κατά τον Ησύχ.) α) «ἐπίσσωτρα» β) «οἱ δὲ τὰς κνημίας, αἵ περιπήγνυται ταῑς άμάξαις». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ὤγανον κνημὶς ἁμάξης, Ησύχ.] … Dictionary of Greek