Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὤγανον

См. также в других словарях:

  • ὤγανον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ώγανον — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) «κνημὶς ἁμάξης». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, η λ. έχει σχηματιστεί από την εκτεταμένη ετεροιωμένη μορφή ωγ τού θ. τού ἄγω (πρβλ. ἀγ ωγ ή), με επίθημα ανον, δηλωτικό οργάνου (πρβλ. ξό ανον). Κατ… …   Dictionary of Greek

  • περιώγανα — τὰ, Α (κατά τον Ησύχ.) α) «ἐπίσσωτρα» β) «οἱ δὲ τὰς κνημίας, αἵ περιπήγνυται ταῑς άμάξαις». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ὤγανον κνημὶς ἁμάξης, Ησύχ.] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»