Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὕει

См. также в других словарях:

  • ὑεῖ — υἱός huihus masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕει — ὕ̱ει , ὕω rain pres ind mp 2nd sg ὕ̱ει , ὕω rain pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕει' — ὕεια , ὕειος of neut nom/voc/acc pl ὕειε , ὕειος of masc voc sg ὕειαι , ὕειος of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύω — Α 1. ρίχνω βροχή, βρέχω («ὗε δ ἄρα Ζεὺς συνεχές», Ομ. Ιλ.) 2. (στο γ εν. ως απρόσ.) ὕει βρέχει («ἑπτὰ δὲ ἐτέων μετὰ ταῡτα οὐκ ὗε τὴν Θηρήν», Ηρόδ.) 3. (συν. με σύστοιχο αντικ.) ρίχνω σαν βροχή («βατράχους... ὗσεν ὁ θεός», Αθήν.) 4. μέσ. ὕομαι… …   Dictionary of Greek

  • seu-1, seʷǝ- : sū- —     seu 1, seʷǝ : sū     English meaning: juice; liquid, *rain     Deutsche Übersetzung: ‘saft, Feuchtes”; verbal: ‘saft ausdrũcken” and “regnen; rinnen”, in Weiterbildungen “(Saft) schlũrfen, saugen”     Material: 1. Gk. ὕει “ it is raining “ …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • Сожь — род. п. и, ж., обычно теперь Сож, род. п. а (м.) – левый приток Днепра, в [бывш.] Смол. и Могилевск. губ., др. русск. Съжь (Лаврентьевск. летоп. 12). Ср. др. прусск. sugе дождь , греч. ὕει идет дождь , д. в. н. sûgan сосать , лат. sūgō сосу ;… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Сава — У этого термина существуют и другие значения, см. Сава (значения). Не следует путать с Савва. Сава Sava …   Википедия

  • Υάδες — I Ηρωίδες της ελληνικής μυθολογίας που μεταμορφώθηκαν στον ομώνυμο αστερισμό, ύστερα από επεισόδιο που αναφέρεται σε τρεις τουλάχιστον παραλλαγές: ως κόρες του Ήλιου, πέθαναν από θλίψη για την πτώση του αδελφού τους Φαέθωνα. Ως κόρες του Άτλαντα …   Dictionary of Greek

  • αφύη — ἀφύη, η (Α) η σαρδέλα, η αντσούγια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη εκδοχή αφύη < α στερ. + φύω (φύομαι), αν ληφθεί υπ όψιν ότι δεν πρόκειται για είδος ψαριού, αλλά για τη δήλωση μικρών ψαριών «που δεν εφύησαν, δηλ. δεν… …   Dictionary of Greek

  • βρέχω — (AM βρέχω) 1. υγραίνω, μουσκεύω κάτι με νερό ή άλλο υγρό 2. (σε γ΄ πρόσ.) πέφτει βροχή («βρέχει», «βρέχει ο ουρανός», «ἔβρεξε Κύριος χάλαζαν, βροχήν») νεοελλ. 1. ραντίζω 2. πέφτω σαν βροχή 3. (για νήπια συνήθως) βρέχομαι κατουριέμαι 4. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • κοπετός — ο (ΑM κοπετός) γοερός θρήνος που συνοδεύεται συνήθως από δαρμούς τού στήθους («συνεκόμισαν δὲ τὸν Στέφανον ἄνδρες εὐλαβεῑς καὶ ἐποίησαν κοπετὸν μέγαν ἐπ αὐτῷ», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπτω, κατά το σχήμα ὕει «βρέχει»: ὑετός] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»