-
1 υποχρυσος
-
2 θαλαμος
(θᾰ) ὅ1) (отдельная) комната, (внутренний) покойΤηλέμαχος ἐκ μεγάροιο βεβήκει κείων ἐς θάλαμον Hom. — Телемах вышел из дома, отправившись лечь (спать) в (свою) комнату;
ἀκόντια καὴ δοράτια ἐκ τῶν ἀνδρεώνων ἐς τοὺς θαλάμους ἐκκομίζειν Her. — перенести дротики и копья из мужских (внешних) покоев во внутренние (женские)2) брачный покой Pind., Eur.3) опочивальня, спальня4) (тж. πλούθου θ. Plut.) кладовая(θ., ἔνθ΄ ἔσαν οἱ πέπλοι Hom.)
θ., ὅθι νητὸς χρυσὸς καὴ χαλκὸς ἔκειτο, ἐσθής τ΄ ἐν χηλοῖσιν Hom. — кладовая, где лежали груды золота и меди, одежда в сундуках5) дом, зданиеθάλαμον γνωτούς τε λιττοῦσα Hom. — оставив (родной) дом и братьев;
οἱ βασιλικοὴ θάλαμοι Eur. — царские чертоги, дворец6) жилище, местопребываниеθάλαμοι ὑπὸ γῆς Aesch., θάλαμοι γᾶς или θάλαμοι Περσεφονείας Eur. — подземное царство;
μέγας θ. Ἀμφιτρίτας Soph. — обширная обитель Амфитриты, т.е. море;θ. ἀρνῶν Eur. — овчарня;ὅ κηροπαγές θ. Anth. — восковая обитель, т.е. пчелиный улей Anth.; ὅ παγκοίτας θ. Soph. — всеуспокаивающее жилище, т.е. могила7) святилище(θ. ἐν τῷ νηῷ Luc.)
-
3 καθαρος
31) чистый, незагрязненный, опрятный(εἵματα Hom.; ἱμάτιον Arst.)
2) опрятный, чистоплотный(κατὰ τὸ σῶμα Plat.; περὴ ἐσθῆτα Arst.)
3) свободный от примесей, т.е. высокого качества(χρυσός, ἄρτος Her.; ἀργύριον Theocr.; τροφή Arst.)
4) прозрачный(ποταμός Her.; ὕδατα, δρόσοι Eur.; ὑγρότης Arst.)
5) яркий(φέγγος, φάος Pind.; χρόαι Arst.)
ἐν καθαρῷ ἡλίῳ Plat. — на ярком солнце6) чистый, ясный(φωναί Arst.)
7) ясный, безоблачный(δύσεις Arst.)
8) подлинный, настоящий(σπέρμα θεοῦ Pind.)
9) открытый, широкий(λειμών Theocr.)
10) (нравственно) чистый, честный(κατὰ τέν ψυχήν Plat.; κ. τῇ καρδίᾳ NT.)
11) чистый, безукоризненный, безупречный, незапятнанный, неоскверненный(θάνατος Hom.; χεῖρες, βωμοί Aesch.; θύματα Eur.)
12) свободный13) чистый, непричастный(ἀδικίας, τῶν κακῶν Plat.; ἀγορὰ καθαρὰ τῶν ὠνίων πάντων Arst.)
κ. τῶν σημηΐων Her. — не имеющий (особых) примет, т.е. без порока14) правильный, точный(ψῆφοι Dem.)
15) ( подобно римским dies fasti) священный, неприсутственный(ἡμέραι Plat.)
-
4 υποχειριος
2 и 31) имеющийся под рукой, наличный(χρυσός Hom.)
2) подвластный, подчиненный(τινι Her., Aesch., Xen.)
ὑποχείριον ποιῆσαί τινι τὸ χωρίον Xen. — подчинить местность кому-л.;ὑποχειρίους τὰς ἐπιστήμας ἔχειν Plat. — обладать знаниями
См. также в других словарях:
χρυσός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Au· ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 79, ατομικό βάρος 197,2 ένα σταθερό ισότοπο και πολλά ραδιενεργά ισότοπα με αριθμό μάζας από 187 έως 189 και από … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek