-
1 υποχειριος
2 и 31) имеющийся под рукой, наличный(χρυσός Hom.)
2) подвластный, подчиненный(τινι Her., Aesch., Xen.)
ὑποχείριον ποιῆσαί τινι τὸ χωρίον Xen. — подчинить местность кому-л.;ὑποχειρίους τὰς ἐπιστήμας ἔχειν Plat. — обладать знаниями -
2 υποχείριος
ος, ο[ν] подвластный; зависимый -
3 υποχείριος
[ипохириос] εκ. подвластный, подчинённый, покорный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > υποχείριος
-
4 υποχείριος
[ипохириос] επ подвластный, подчинённый, покорный. -
5 υποχειρ
См. также в других словарях:
ὑποχείριος — under the hand masc nom sg ὑποχείριος under the hand masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποχείριος — α, ο / ὑποχείριος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ία Α μτφ. (συν. για πρόσ.) αυτός που βρίσκεται υπό την εξουσία κάποιου, που είναι υποταγμένος σε κάποιον (α. «έχει καταντήσει υποχείριό του» β. «ὑποχειρίους ποιεῑσθαι», Ηρόδ.) αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται κάτω… … Dictionary of Greek
υποχείριος — α, ο αυτός που βρίσκεται στην εξουσία κάποιου, που είναι του χεριού του, υποταγμένος, υποτελής: Τον έκανε υποχείριό του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑποχειρίως — ὑποχείριος under the hand adverbial ὑποχείριος under the hand masc acc pl (doric) ὑποχείριος under the hand adverbial ὑποχείριος under the hand masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποχείριον — ὑποχείριος under the hand masc acc sg ὑποχείριος under the hand neut nom/voc/acc sg ὑποχείριος under the hand masc/fem acc sg ὑποχείριος under the hand neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποχειρίων — ὑποχείριος under the hand fem gen pl ὑποχείριος under the hand masc/neut gen pl ὑποχείριος under the hand masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποχειρίοις — ὑποχείριος under the hand masc/neut dat pl ὑποχείριος under the hand masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποχειρίου — ὑποχείριος under the hand masc/neut gen sg ὑποχείριος under the hand masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποχειρίους — ὑποχείριος under the hand masc acc pl ὑποχείριος under the hand masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποχειρίῳ — ὑποχείριος under the hand masc/neut dat sg ὑποχείριος under the hand masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποχείρια — ὑποχείριος under the hand neut nom/voc/acc pl ὑποχείριος under the hand neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)