Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ὑποφείδομαι

См. также в других словарях:

  • υποφείδομαι — Α [φείδομαι] φείδομαι κάπως, είμαι κάπως επιφυλακτικός να κάνω κάτι …   Dictionary of Greek

  • ὑπεφείδοντο — ὑποφείδομαι spare a little imperf ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποφειδομένως — ὑποφείδομαι spare a little pres part mp masc acc pl (doric) ὑποφειδομένως somewhat sparingly indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποφειδόμενοι — ὑποφείδομαι spare a little pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποφειδόμενος — ὑποφείδομαι spare a little pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποφειδομένως — Α επίρρ. με κάποια φειδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. ενεστ. ὑποφειδόμενος τού ὑποφείδομαι + επιρρμ. κατάλ. ως] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»