-
1 υποφειδομενως
(μετρίως καὴ ὑ. Plut.)
См. также в других словарях:
ὑποφειδομένως — ὑποφείδομαι spare a little pres part mp masc acc pl (doric) ὑποφειδομένως somewhat sparingly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποφειδομένως — Α επίρρ. με κάποια φειδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. ενεστ. ὑποφειδόμενος τού ὑποφείδομαι + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek