-
1 υποφειδομαι
1) щадить, оставлять нетронутым Xen.2) воздерживатьсяὑ. τινος Plut. — быть умеренным в употреблении чего-л.;
ὑ. μέ πάνυ ἕλκειν Luc. — тянуть без особых усилий -
2 υποφειδομενως
(μετρίως καὴ ὑ. Plut.)
См. также в других словарях:
υποφείδομαι — Α [φείδομαι] φείδομαι κάπως, είμαι κάπως επιφυλακτικός να κάνω κάτι … Dictionary of Greek
ὑπεφείδοντο — ὑποφείδομαι spare a little imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποφειδομένως — ὑποφείδομαι spare a little pres part mp masc acc pl (doric) ὑποφειδομένως somewhat sparingly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποφειδόμενοι — ὑποφείδομαι spare a little pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποφειδόμενος — ὑποφείδομαι spare a little pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποφειδομένως — Α επίρρ. με κάποια φειδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. ενεστ. ὑποφειδόμενος τού ὑποφείδομαι + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek