-
1 όρσο
-
2 ὄρσο
-
3 ὄρσο
-
4 ὀρσόθριξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρσόθριξ
-
5 ὀρσοθύρη
A a door high up in the wall, Od. 22.126, 333 ; ἀν' ὀρσοθύρην ἀναβαίη ib. 132 : sens. obsc.,τῆς ὄπισθεν ὀ. Semon.17
[where υ appears to be long]. (θύρα ἐν ὕψει τοῦ τοίχου, Phot., Suid., cf. the second explanation in Hsch.: a form ὀρσορόκα (acc. sg.) given by Apollod. ap. EM633.57 sqq. is apptly. corrupt:— ὀρσοθύρη was derived in antiquity from ὀρούω, EM l. c., etc.: the true etym. is uncertain, but cf. ὄρρος, ὀρρόβηλος.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρσοθύρη
-
6 ὀρσοθώραξ
ὀρσο-θώραξ, sine expl., Theognost.Can.97.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρσοθώραξ
-
7 ὀρσοθύρη
ὀρσο - θύρη ( ὄρρος): back door, in the side wall of the men's hall ( μέγαρον) of the house of Odysseus, leading into the passage ( λαύρη), Od. 22.126, 132, 333. (See cut No. 83, and plate III., h, at end of vol.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὀρσοθύρη
-
8 ὀρσοθύρη
Grammatical information: f.Meaning: esp. a side-door or side-opening at the back, leading from the men's hall in the λαύρη to the rooms upstairs (χ 126, 132, 333); s. Wace Journ ofHellStud. 71, 203ff. w. lit., Bérard REGr. 67, 18 ff.); also sens. obsc. (Semon. 17).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Explanation debated. One is tempted to identify the first element with ὄρρος, ὄρσος `hindmost' (Doederlein Hom. Gloss. 2. 340; thus v. Wilamowitz Eur. Her. 376 n., Wackernagel Unt. 226, Lasso de la Vega Emer. 23, 114ff.). This interpretation is as regards the matter and stile without objections; cf. παλίν-ορσος, ἄψ-ορρος and Wackernagel l.c. Others explain it as "high door" connecting either Skt. r̥ṣvá- `high' or varṣ- in várṣ-man- n. `culmen' (Froehde BB 3, 19 ff., Kalén Quaest. gramm. gr. 75ff., extensice w. lit., also on εἰρεθύρη [H.] and ἔρθυρις [EM], WP. 1,138; similar Büchner RhM 83, 97 ff., not convincing; s. also Risch IF 59, 20). -- In the same sphere belongs ὀρρόση-λος ὀδός (cod. ὁδ-). Ίταλιῶται H.; after Kalén l.c. "high threshold". -- With ὀρσο- also: ὀρσο-λόπος surn. of Ares (Anacr. 70) with ὀρσολοπ-εύω (metr. for - έω) `attack, revile' (h. Merc. 308, Max. 102), - έομαι `be teased, disquieted' (A. Pers. 10); ὀρσο-λόπος therefore `attacker v.t.', prop. = ὁ λέπων τὸν ὄρρον (sc. τοῦ φυγόντος πολεμίου); s. Schwyzer Glotta 12, 21ff. (with Müller-Strübing), Lasso de la Vega a.o. Diff. Kalén l.c. ("Hochprahler"). -- ὀρσο-δάκνη f. name of an insect that eats buds (Arist.); naming motive unknown. Unclear also ὀρσοί τῶν ἀρνῶν οἱ ἔσχατοι γενόμενοι H.; the similarity with ἕρσαι (s.v.) jas long been observed (to be rejected Lasso de la Vega l.c).Page in Frisk: 2,428Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὀρσοθύρη
-
9 ὄρνυμι
ὄρνῡμι or [suff] ὀρνῑθ-ύω, poet. Verb: from the former come imper. ὄρνῠθι, ὄρνῠτε, Il.6.363, Od.10.457, al. ; inf.Aὀρνύμεναι Il.17.546
,ὀρνύμεν 9.353
, al.; and from the latter, [tense] pres.ὀρνύει Pi.O.13.12
, cf. Orph.L. 222 : [ per.] 3sg. and pl. [tense] impf. ὤρνυε, -υον, Od.21.100, Il.12.142 : [tense] fut.ὄρσω 21.335
, Pi.N.9.8, S.Ant. 1060 : [tense] aor.ὦρσα Il.5.629
, al., Hes.Th. 523, A. Pers. 496; [dialect] Ion. [ per.] 3sg.ὄρσασκε Il.17.423
: redupl. [tense] aor. 2ὤρορε 2.146
, Od.4.712, etc. (but ὤρορε stands for ὄρωρε, Il.13.78, Od.8.539):— [voice] Med. ὄρνῠμαι, used by Hom. in [ per.] 3sg.ὄρνυται Il.5.532
, al., imper. ὄρνυσθε ib. 102, al., part.ὀρνύμενος 20.158
, al.: [tense] impf. ὠρνύμην, used by Hom. in [ per.] 3sg. and pl.,ὤρνῠτο Il.3.267
, al.,ὤρνυντο Od.2.397
, al.: [tense] fut. [ per.] 3sg.ὀρεῖται Il.20.140
: [tense] aor. 2 ὠρόμην, [ per.] 3sg.ὤρετο 12.279
,14.397, also very freq. ὦρτο, 5.590, al.; [ per.] 3pl. without augm.ὄροντο Od.3.471
(but v. ὄρομαι),ὀρέοντο Il.2.398
,23.212 (unless this is [tense] impf.); imper. ὄρσο or ὄρσεο, 5.109, al., 3.250, al.; [dialect] Ion. [var] contr.ὄρσευ 4.264
, 19. 139; subj.ὄρηται Od.16.98
,al. ; inf.ὄρθαι Il.8.474
; part.ὀρόμενος A. Th.87
, 115 (both lyr.),ὄρμενος Il.11.326
, al., and in lyr. passages of Trag., A.Ag. 1408 (cf. 429), Supp. 422, S.OT 177: to the [voice] Med. also belongs the [tense] pf. ὄρωρα, used by Hom. only in [ per.] 3sg. ὄρωρε (v. supr.), subj.ὀρώρῃ Il.9.610
, al.; and [tense] plpf.ὀρώρει 2.810
, al. (cf. ὄρομαι), alsoὠρώρει 18.498
, A.Ag. 653, S.OC 1622:—[voice] Pass., [tense] perf. ὀρώρεται, = ὄρωρε, Od. 19.377 ; subj.ὀρώρηται Il.13.271
: [ per.] 3pl. [tense] aor.ὦρθεν Corinn.Supp.1.21
. (Cf. Skt. ṛṇóti 'rush', [tense] aor. [ per.] 3sg. ārta = ὦρτο, Lat. orior; cf. also ἔρσεο, ἔρσῃ, and ἔρετο in Hsch.):—stir, stir up; esp.1 of bodily movement, urge on, incite,τινὰ ἐπί τινι Il.5.629
, 12.293; οἱ ἐπ' αἰετὸν ὦρσε let loose his eagle upon him, Hes.Th. 523;τινὰ ἀντία τινός Il.20.79
; rarely,τινὰ εἰς ἀυάταν Pi.P.2.29
: c. inf., Ζεὺς ὦρσε μάχεσθαι urged them on to fight, Il.13.794, cf. 17.273;τὴν.. ῥέξαι θεὸς ὤρορεν ἔργον Od.23.222
;τόλμα μοι γλῶσσαν ὀρνύει λέγειν Pi.O.13.12
, cf. P.4.170, S.Ant. 1060:—[voice] Med., with [tense] pf. ὄρωρα, move, stir oneself, εἰς ὅ κε.. μοι φίλα γούνατ' ὀρώρῃ while my limbs have power to move, Il.9.610, cf. Od.18.133, etc.: used by Hom. in imper. ὄρσεο, up! arise! (like ἄγε and ἴθι) in exhorting, Il.3.250, al.;ὄρσο 5.109
,24.88;ἀλλ' ὄρσευ πόλεμόνδε 4.264
, 19.139: in hostile sense, rush on, rush furiously,ὦρτο δ' ἐπ' αὐτοὺς [Ἕκτωρ] 5.590
, 11.343;ὦρτο δ' ἐπ' αὐτῷ 21.248
; , etc.;ὄρνυται λαός A.Th.89
(lyr.), cf. 419(lyr.), S.OC 1320.2 make to arise, call forth,ἀπ' Ὠκεανοῦ.. Ἠριγένειαν ὦρσεν Od.23.348
, cf. 7.169; awaken, arouse from sleep,ὦρσεν.. Ἱπποκόωντα Il.10.518
; of animals, start, chase,ὦρσαν δὲ Νύμφαι.. αἶγας ὀρεσκῴους Od.9.154
;ὡς δ' ὅτε νεβρὸν ὄρεσφι κύων.. ὄρσας ἐξ εὐνῆς Il.22.190
:— [voice] Med., arise, start up, esp. from bed,Ἠὼς ἐκ λεχέων.. ὤρνυθ' 11.2
;ὤρνυτ' ἄρ' ἐξ εὐνῆφιν Od.2.2
, etc.;ἀπὸ θρόνου ὦρτο φαεινοῦ Il.11.645
; ἀπὸ χθονὸς ὤρνυτο attacked from.., 5.13 : abs.,ὀρνυμένοιο ἄνακτος Hes.Th. 843
: c. inf., rise to do a thing, set about it,οἱ δ' εὕδειν ὤρνυντο Od.2.397
(so c. part., ὄρσο κέων get thee to bed, 7.342);ὦρτο.. ἴμεν 7.14
, cf. Hes.Sc. 40;ὦρτο πέτεσθαι Il.13.62
, etc.; ὤρετο.. Ζεὺς νειφέμεν started or began to.., 12.279 ; without inf.,ὤρορε θεῖος ἀοιδός Od.8.539
.3 freq. used of things as well as persons, call forth, excite, of storms and the like , which the gods call forth,ὄρσας.. ἀνέμων.. ἀϋτμήν 11.407
, cf. Il.14.254, 21.335 ; , etc.;θεὸς χειμῶν' ἄωρον ὦρσε A.Pers. 496
:—and in [voice] Med., arise,ὀρώρει δ' οὐρανόθεν νύξ Od.5.294
, al. ;φλὸξ ὦρτο Il.8.135
;ὅτε τις χειμὼν.. ὄροιτο Od.14.522
;ὦρτο δὲ κῦμα πνοιῇ ὕπο λιγυρῇ Il.23.214
;πῦρ ὄρμενον ἐξαίφνης 17.738
, cf. S.OT 177 (lyr.).b of human actions, passions, and the like ,ὄρσαι πόλεμον Il.4.16
;ἔριν Od.3.161
;ἐν δὲ κυδοιμὸν ὦρσε κακόν Il.11.53
;ὑφ' ἵμερον ὦρσε γόοιο 23.108
, al. ;μή μοι γόον ὄρνυθι Od.17.46
, cf. 10.457 ;ἐν φόβον ὦρσε Il.13.362
;ἐν μένος ὦρσεν 8.335
:—and in [voice] Med., ;καί μοι μένος ὤρορε 13.78
;ὅππῃ οἱ νόος ὄρνυται Od.1.347
;ἔριδος μέγα νεῖκος ὀρώρει Il.17.384
;τῶν δὲ στόνος ὤρνυτ' ἀεικής 10.483
, al.; δοῦρα ὄρμενα πρόσσω the darts flying on wards, 11.572 ;ὀρνυμένων πολέμων Pi.O.8.34
; ἀφρὸς ἀπὸ χροὸς ὤρνυτο started from the skin, Hes.Th. 191 ;ὠς λόγος ἐκ πατέρων ὄρωρεν Alc.71
. -
10 ὀρνυω
ὀρνῠω, ὄρνυμι (ὀρνύει; ὀρνύντος: impf. ὤρνυεν: aor. ὦρσεν, ὦρσαν; ὄρσαι: med. ὀρνύμενοι, -ένων, -ενον: aor. ὦρτο; ὄρσο.)a act.I rouse, awaken met.κῦδος ὄρσαι σπεύδει Καμαρίνᾳ O. 4.11
ὦρσεν πυρὶ καιόμενος ἐκ Δαναῶν γόον P. 3.102
οὐδὲ μολόντων πὰρ ματέρ' ἀμφὶ γέλως γλυκὺς ὦρσεν χάριν P. 8.86
πότερόν νιν ἄρ' Ἰφιγένεἰ ἐπ Εὐρίπῳ σφαχθεῖσα τῆλε πάτρας ἔκνισεν βαρυπάλαμον ὄρσαι χόλον P. 11.23
Σίσυφον κέλοντο ᾧ παιδὶ τηλέφαντον ὄρσαι γέρας φθιμένῳ Μελικέρτᾳ (v. l. ὦρσαι) fr. 5. 2. θεῷ δὲ δυνατὸν μελαίνας ἐκ νυκτὸς ἀμίαντον ὄρσαι φάος fr. 108b. 2.II incite, promptἀλλά νιν ὕβρις εἰς ἀυάταν ὑπεράφανον ὦρσεν P. 2.29
Ἄπολλον, γλυκὺ δ' ἀνθρώπων τέλος ἀρχά τε δαίμονος ὀρνύντος αὔξεται P. 10.10
c. inf.,ἀγῶνα δ' ἐξαίρετον ἀεῖσαι θέμιτες ὦρσαν Διός O. 10.24
τόλμα τέ μοι εὐθεῖα γλῶσσαν ὀρνύει λέγειν O. 13.12
Ἰάσων αὐτὸς ἤδη ὤρνυεν κάρυκας ἐόντα πλόον φαινέμεν παντᾷ (Boeckh: ὄρνυεν codd.) P. 4.170III send on one's way Ὀλυμ]πόθεν δέ οἱ χρυσόρραπιν ὦρσεν Ἑρμᾶν (sc. Ζεύς: ωσεν Π, corr. Π̆{s}) Δ. 4. 37. met., ἀπομνύω μὴ τέρμα προβαὶς ἄκονθ' ὥτεχαλκοπάρᾳον ὄρσαι θοὰν γλῶσσαν N. 7.71
b med.I rise up and go, sally outἔσχον δ' Ἀμύκλας ὄλβιοι Πινδόθεν ὀρνύμενοι P. 1.66
αἶψα δ' ἀπὸ κλισιᾶν ὦρτο σὺν κείνοισι P. 4.134
c. inf.,ὄρσο, τέκνον, δεῦρο ἴμεν O. 6.62
II speed, rush “ βέλος ἐξ ἀνικάτου φαρέτρας ὀρνύμενον” P. 4.91III met., start up, beginὀρνυμένων πολέμων O. 8.34
c in tmesis. ἀλλ' ἀνὰ μὲν βρομίαν φόρμιγγ, ἀνὰ δ αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν (v. ἀνόρνυμι) N. 9.8d ]ν χρόνον ὀρνύει[ Pae. 4.11
-
11 ὄρνυμι
ὀρνῠω, ὄρνυμι (ὀρνύει; ὀρνύντος: impf. ὤρνυεν: aor. ὦρσεν, ὦρσαν; ὄρσαι: med. ὀρνύμενοι, -ένων, -ενον: aor. ὦρτο; ὄρσο.)a act.I rouse, awaken met.κῦδος ὄρσαι σπεύδει Καμαρίνᾳ O. 4.11
ὦρσεν πυρὶ καιόμενος ἐκ Δαναῶν γόον P. 3.102
οὐδὲ μολόντων πὰρ ματέρ' ἀμφὶ γέλως γλυκὺς ὦρσεν χάριν P. 8.86
πότερόν νιν ἄρ' Ἰφιγένεἰ ἐπ Εὐρίπῳ σφαχθεῖσα τῆλε πάτρας ἔκνισεν βαρυπάλαμον ὄρσαι χόλον P. 11.23
Σίσυφον κέλοντο ᾧ παιδὶ τηλέφαντον ὄρσαι γέρας φθιμένῳ Μελικέρτᾳ (v. l. ὦρσαι) fr. 5. 2. θεῷ δὲ δυνατὸν μελαίνας ἐκ νυκτὸς ἀμίαντον ὄρσαι φάος fr. 108b. 2.II incite, promptἀλλά νιν ὕβρις εἰς ἀυάταν ὑπεράφανον ὦρσεν P. 2.29
Ἄπολλον, γλυκὺ δ' ἀνθρώπων τέλος ἀρχά τε δαίμονος ὀρνύντος αὔξεται P. 10.10
c. inf.,ἀγῶνα δ' ἐξαίρετον ἀεῖσαι θέμιτες ὦρσαν Διός O. 10.24
τόλμα τέ μοι εὐθεῖα γλῶσσαν ὀρνύει λέγειν O. 13.12
Ἰάσων αὐτὸς ἤδη ὤρνυεν κάρυκας ἐόντα πλόον φαινέμεν παντᾷ (Boeckh: ὄρνυεν codd.) P. 4.170III send on one's way Ὀλυμ]πόθεν δέ οἱ χρυσόρραπιν ὦρσεν Ἑρμᾶν (sc. Ζεύς: ωσεν Π, corr. Π̆{s}) Δ. 4. 37. met., ἀπομνύω μὴ τέρμα προβαὶς ἄκονθ' ὥτεχαλκοπάρᾳον ὄρσαι θοὰν γλῶσσαν N. 7.71
b med.I rise up and go, sally outἔσχον δ' Ἀμύκλας ὄλβιοι Πινδόθεν ὀρνύμενοι P. 1.66
αἶψα δ' ἀπὸ κλισιᾶν ὦρτο σὺν κείνοισι P. 4.134
c. inf.,ὄρσο, τέκνον, δεῦρο ἴμεν O. 6.62
II speed, rush “ βέλος ἐξ ἀνικάτου φαρέτρας ὀρνύμενον” P. 4.91III met., start up, beginὀρνυμένων πολέμων O. 8.34
c in tmesis. ἀλλ' ἀνὰ μὲν βρομίαν φόρμιγγ, ἀνὰ δ αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν (v. ἀνόρνυμι) N. 9.8d ]ν χρόνον ὀρνύει[ Pae. 4.11
-
12 ὄρνυμαι
Grammatical information: v.Meaning: `to stir, to rise, to run out, to hurry' esp. `to excite, to incite, to revive (Il.).Other forms: Aor. ὠρόμην, - ετο, often and older athem. ὦρτο, ptc. ὄρμενος etc., fut. ὀροῦμαι, ὀρεῖται, perf. ὄρωρα; act. ὄρνυμι, also - ύω, aor. ὦρσα, redupl. 3. sg. ὤρορε, fut. ὄρσω, aor. pass. 3. pl. ὦρθεν (Corinn.). Besides ὀρούω, fut. ὀρούσω, in Hom. only aor. ὀροῦσαι, often w. prefix, e.g. ἐπ, ἀν-, ἐν-, ἐξ- `rise quickly, rush on' (Il.).Compounds: Also w. prefix, e.g. ἐπ-, ὑπ-, ἀν-. -- As 1. member in governing compp. like ὀρσο-τρίαινα m. `wielder of the trident' (Pi.), ὀρσί-αλος `stirring the sea' (B.), PN as Όρσέ-λαος (Boeot.), Όρσί-λοχος (Il.) besides certainly nominal Όρτί-λοχος (Dor.); s. Schwyzer 442, Bechtel Hist.PN 353 f., Wackernagel Unt. 236 n. 1. As 2. member in the comp. κονι-ορ-τός (s. κόνις), in verbal adj. like θέ-ορ-τος `sprung from the gods' (Pi., A.), νέ-ορ-τος `newly arisen' (S.).Derivatives: Only ὄρου-σις f. `rise, ὅρμησις, ὁρμή' (Stoic.), ὀρούματα ὁρμή- ματα, πηδήματα H.; remarkable ὀρσό-της, - ητος f. = ὁρμή (Critias), ὀρσί-της m. name of a Cret. dance (Ath.).Etymology: Its general o-vowel reminds of ὄρνυμι and ὄλλυμι, στόρνυμι, κορέννυμι a.o. and points to * h₃-. Traces of an ε-grade have been supposed in ἔρετο ὡρμήθη H. a.o. (s. ἐρέθω) as well as in Λα-έρ-της (s. λαός; cf. below). The general structure of the IE nu-verbs as well as the comparison with Skt. r̥-nó-ti `rise, move (onself)' give an original *ὄ῎ρ-νυ-μι ( *h₃r̥-n-(e)u-; not *αρνυμι). An orig. *ἴρνυμι with ι as reduced vowel as in κίρνημι (s. on κεράννυμι) Fick BB 29, 197 finds support in the Zeusepithet Έπιρνύτιος Ζεὺς ἐν Κρήτῃ H., what in spite of widespread agreement (Bechtel Lex. 252, WP. 1, 137, Schwyzer 352 a. 695) is to be called quite arbitrary. -- An analysis ὄρ-ν-υ-μι gives the possibility, to connect the aorist ὀροῦ-σαι (to which the later and rare ὀρούω) as o-coloured full grade (* h₃rou-; Persson Beitr. 1, 285; 2, 738; s. also Chantraine Gramm. hom. 1, 374 w. n. 1 a. lit.); cf. further κρούω, κολούω a.o. (Schwyzer 683 w. lit.). -- Comparisons outside Greek do not help much: beyond the pair ὄρ-νυ-μι: r̥-ṇó-ti are to be mentioned from Skt.: ὦρτο: ā́rta, ὤρ-ε-το: ā́r-a-ta (certainly innovations), ὄρ-ωρα: ā́ra, ὦρσε: ārṣ-īt (gramm.). Heth. ar-nu-mi `move on, away or here' is phonetically uncertain and can also be connected with ἄρνυμαι (s. v.). For ὀρούω we compare Lat. ruō `fall down, hurry'. -- Further material (but not from a root "of moving" er-) in WP. 1, 136ff. (w. rich lit.), Pok. 326ff., W.-Hofmann s. orior and 1. ruō; older lit. in Bq. -- Cf. ὀρίνω and ὄρος, also 1. οὖρος.Page in Frisk: 2,422-424Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὄρνυμαι
-
13 ορσ'
ὄρσο, ὄρνυμιṛṇóti: aor imperat mid 2nd sgὄρσαι, ὄρνυμιṛṇóti: aor imperat mid 2nd sg (epic)ὄρσαι, ὄρνυμιṛṇóti: aor inf act (epic)ὄρσα, ὄρνυμιṛṇóti: aor ind act 1st sg (epic)ὄρσε, ὄρνυμιṛṇóti: aor ind act 3rd sg (epic) -
14 ὄρσ'
ὄρσο, ὄρνυμιṛṇóti: aor imperat mid 2nd sgὄρσαι, ὄρνυμιṛṇóti: aor imperat mid 2nd sg (epic)ὄρσαι, ὄρνυμιṛṇóti: aor inf act (epic)ὄρσα, ὄρνυμιṛṇóti: aor ind act 1st sg (epic)ὄρσε, ὄρνυμιṛṇóti: aor ind act 3rd sg (epic) -
15 ώρσο
-
16 ὦρσο
-
17 δεῦρο
1 this way, to this place “Ὄρσο, τέκνον, δεῦρο πάγκοινον ἐς χώραν ἴμεν φάμας ὄπισθεν” to Olympia O. 6.63 Ὀρσοτρίαινα δ' ἐπ Ἰσθμῷ ποντίᾳ ἅρμα θοὸν τάνυεν, ἀποπέμπων Αἰακὸν δεῦρ' ἂν ἵπποις χρυσέαις to Aigina O. 8.51 Ἀμύκλαθεν γὰρ ἔβα σὺν Ὀρέστᾳ (sc. Πείσανδρος), Αἰολέων στρατιὰν χαλκεντέα δεῦρ' ἀνάγων to Tenedos N. 11.35 -
18 εἶμι
1εἶσιν, εἶσ; [ἴθι O. 14.21
], ἴτω, ἴτε, ἰόντων; ἰών, ἰόντι, ἰόντες; ἴμεν.) go, come (but in the indicative, probably a future sense is required, cf. ἔπειμι.)a of living things.Οὔλυμπόνδ' ἰὼν O. 3.36
μετὰ στέφανον ἰών O. 4.23
ἀλλὁ μὲν Πυθῶνάδ' ᾤχετ ἰὼν O. 6.38
“ὄρσο, τέκνον, δεῦρο πάγκοινον ἐς χώραν ἴμεν” O. 6.63 ἀβάπτιστος εἶμι φέλλος ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας (Schnitzer: εἰμί codd.) P. 2.80τάχα δεὐθὺς ἰὼν P. 4.83
μοι ὑπάντασεν ἰόντι γᾶς ὀμφαλὸν παρ' ἀοίδιμον P. 8.59
ναυσὶ δοὔτε πεζὸς ἰών κεν εὕροις ὁδόν P. 10.29
Κάδμου κόραι, ἴτε πὰρ Μελίαν χρυσέων ἐς ἄδυτον τριπόδων θησαυρόν P. 11.3
ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς, ἀμφοτέρας ἰὼν χειρός (v. ἀμφότερος) N. 7.94τις Τελεσάρχου παρὰ πρόθυρον ἰὼν ἀνεγειρέτω κῶμον I. 8.3
μοι ἰόντι τηλαυγἔ ἀγ κορυφὰν[ Pae. 7.12
τρι]πτὸν κατ' ἀμαξιτὸν ἰόντες[ Πα. 7B. 12. ῥίμφα δ' εἶσιν Ἄρτεμις Δ. 2. 1. ἀγλαὸν ἐς φάος ἰόντες δίδυμοι παῖδες (i. e. being born) Πα. 12. 1. ὄλβιος ὅστις ἰδὼν κεῖν' εἶσ ὑπὸ χθόν fr. 137. 1. Σθενέλοιό μιν υἱὸς κέλευσεν μόνον ἄνευ συ[μμ]αχίας ἴμεν fr. 169. 46. c. cogn. acc.,ἦῤ, ὦ φίλοι, κατ' ἀμευσίπορον τρίοδον ἐδινάθην, ὀρθὰν κέλευθον ἰὼν τὸ πρίν P. 11.39
b of inanimate things. τὸ δὲ σαφανὲς ἰὼν πόρσω κατέφρασεν ( Χρόνος) O. 10.55 “ ὄνειρος ἰὼν φωνεῖ” P. 4.163 “ ἰόντων δ' ἐς ἄφθιτον ἄντρον εὐθὺς Χίρωνος αὐτίκ ἀγγελίαι” I. 8.41 met.: τὸ δ' ἐν ποσί μοι τράχον ἴτω τεὸν χρέος i. e. proceed, pursue its course P. 8.33 -
19 ὄπισθεν
ὄπισθεν prep. c. gen.,1 after, following of place. “ὄρσο, τέκνον, δεῦρο πάγκοινον ἐς χώραν ἴμεν φάμας ὄπισθεν O. 6.63
ὄπισθεν δὲ κεῖμαι θρασειᾶν ἀλωπέκων ξανθὸς λέων fr. 237. -
20 τέκνον
1 child “ὄρσο, τέκνον” O. 6.62τέκνοισιν ὠκείας γνάθους ἀμφελίξασθαι μεμαῶτες N. 1.42
Ἐλείθυια, γενέτειρα τέκνων N. 7.2
ταὐτὰ δὲ τρὶς τετράκι τ' ἀμπολεῖν ἀπορία τελέθει, τέκνοισιν ἅτε μαψυλάκας, Διὸς Κόρινθος N. 7.105
“ ὦ τέκνον” fr. 43. 1. κατὰ μὲν φίλα τέκν' ἔπεφνεν θάλλοντας ἥβᾳ δώδεκ fr. 171.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὄρσο — ὄρνυμι ṛṇóti aor imperat mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρσ' — ὄρσο , ὄρνυμι ṛṇóti aor imperat mid 2nd sg ὄρσαι , ὄρνυμι ṛṇóti aor imperat mid 2nd sg (epic) ὄρσαι , ὄρνυμι ṛṇóti aor inf act (epic) ὄρσα , ὄρνυμι ṛṇóti aor ind act 1st sg (epic) ὄρσε , ὄρνυμι ṛṇóti aor ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὦρσο — ὄρσο , ὄρνυμι ṛṇóti aor imperat mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρρος — ὄρρος, ὁ (Α) 1. το άκρο τού ιερού οστού 2. το μέρος μεταξύ τών σκελών και τής έδρας, το περίνεο, το μέρος γύρω από τους γλουτούς 3. πρωκτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Παλιά ινδοευρωπαϊκή λ. που συνδέεται με αρμ. or, αρχ. άνω γερμ. ars, αγγλοσαξ. ears «οπίσθια»,… … Dictionary of Greek
ουρά — (Ανατ.). Το πίσω άκρο του κορμού κάθε ζώου. Αντίθετο, η κεφαλή. Η ο. των ζώων, στα σπονδυλωτά, αποτελεί προέκταση της σπονδυλικής στήλης και είναι ευκίνητη εξαιτίας των πολλών συσταλτικών και διασταλτικών μυών. Φυτρώνει λίγο πιο πάνω από την έδρα … Dictionary of Greek
έδαφος — Το ανώτερο επιφανειακό στρώμα της Γης, μεταξύ του μητρικού πετρώματος και της ατμόσφαιρας, μέσα στο οποίο αναπτύσσονται τα φυτά. Το ε. είναι συνεχόμενο λεπτό στρώμα που καλύπτει τον φλοιό της Γης, εκτός από τους βράχους, τις γυμνές βουνοπλαγιές,… … Dictionary of Greek
κείω — (I) κείω και, στον Όμ. μια φορά, κέω (Α) 1. θέλω να κοιμηθώ («ἔνθ ἴομεν κείοντες ἐπεὶ νύ τοι εὔαδεν εὐνή», Ομ. Ιλ.) 2. πλαγιάζω, κοιμάμαι («ὄρσο κέων, ὦ ξεῑνε πεποίηται δέ τοι εὐνή» πήγαινε να πλαγιάσεις, ξένε σού έχουμε ετοιμάσει κρεβάτι, Ομ. Οδ … Dictionary of Greek
ορσοθύρα — η (Α ὀρσοθύρα και ὀρσοθύρη) νεοελλ. η μη κύρια, η μη κεντρική θύρα τού σπιτιού, η πόρτα τής υπηρεσίας, το παραπόρτι αρχ. θύρα που βρισκόταν ψηλά και στην οποία έφτανε κανείς με σκάλες και ιδίως η πόρτα που βρισκόταν στο πίσω μέρος τού δεξιού… … Dictionary of Greek
ορσοτρίαινα — ὀρσοτρίαινα, ὁ (Α) (δωρ. τ.) αυτός που πάλλει, που κινεί την τρίαινα («ὀρσοτρίαινα δ ἐπ Ἰσθμῷ ποντίᾳ ἅρμα... τανύειν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρσο , κατά τα σύνθ. σε ὀρσι (βλ. λ. όρνυμι), με συνδετικό φωνήεν ο + τρίαινα] … Dictionary of Greek
ορσόθριξ — ὀρσόθριξ, τριχος, ὁ, ἡ (ΑΜ) αυτός που ανορθώνει, που σηκώνει τις τρίχες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρσο , κατά τα σύνθ. σε ορσι με συνδετικό φωνήεν ο (βλ. λ. όρνυμι) + θρίξ, τριχός] … Dictionary of Greek
Πιντεμόντε — (Pindemonte). Όνομα δύο αδελφών Ιταλών ποιητών. 1. Ιππόλυτος (1753 – 1828). Έγραψε πολλά αξιόλογα ποιήματα, τα σπουδαιότερα από τα oποία τιτλοφορούνται Η οφθαλμαπάτη (1784), Αγροτικά ειδύλλια (1788) καιΓαλλία (1789). Τα δύο πρώτα χαρακτηρίζονται… … Dictionary of Greek