Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἴκμενος

См. также в других словарях:

  • ίκμενος — ἴκμενος, ον (Α) φρ. «ἴκμενος οὖρος» ευνοϊκός άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά στην φρ. ἴκμενος οὖρος στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια. Πρόκειται για αθέματη μτχ. (πρβλ. άρμενος, άσμενος), τής οποίας η σημ. είναι αμφίβολη, γιατί το ουσ. οὖρος έχει πιθ.… …   Dictionary of Greek

  • ἴκμενος — a fair masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴκμενον — ἴκμενος a fair masc acc sg ἴκμενος a fair neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰκμένους — ἴκμενος a fair masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»