Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἴδοι

См. также в других словарях:

  • ἴδοι — ἴδοῑ , εἶδον see aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Plotinos — Plotin Plotin (griechisch Πλωτίνος oder Πλωτῖνος/Plōtinos, * um 205 in Lykonpolis (heute Assiut) in Ägypten; † um 270 in Minturnae, Kampanien) war ein griechischer Philosoph; er gilt als der Hauptvertreter des Neuplatonismus …   Deutsch Wikipedia

  • Plotinus — Plotin Plotin (griechisch Πλωτίνος oder Πλωτῖνος/Plōtinos, * um 205 in Lykonpolis (heute Assiut) in Ägypten; † um 270 in Minturnae, Kampanien) war ein griechischer Philosoph; er gilt als der Hauptvertreter des Neuplatonismus …   Deutsch Wikipedia

  • ORCI Galea — apud Homer. Il. ε. v. 845. ubi de Minerva, Δῦν᾿ Α᾿ΐδος κυνέην, μὴ μὰν ἴδοι ὄβριμος Α῎ρης. Inducit Orci galeam, ne ipsam videret potens Mars. Nebula est densissima, quâ se Dii condebant apud Poetas, cum conspicui esse nollent. Metaphorâ desumptâ a …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ROMA — I. ROMA Latii in Italia urbs, de cuius origine et conditore diversa legimus apud auctores. Receptissima opinio est, a Romulo et Remo fratribus conditam fuisse, unde et nomen acceperit, an. primô septimae Olympiadis, teste Dionysiô Halicarnasseô,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δεύτερος — η, ο και δεύτερος, δευτέρα, ο (AM δεύτερος, α, ον) Ι. 1. αυτός που φθάνει, έρχεται ή γίνεται αμέσως μετά τον πρώτο (σε διαδοχή χρόνου) (α. «τερμάτισε δεύτερος» β. «γεννήθηκε δεύτερος» γ. «δεύτερος αὖ προΐει ἔγχος» έσυρε δεύτερος το ξίφος) 2.… …   Dictionary of Greek

  • διχόμηνις — ( ιδος), ο, η και διχομηνιάς, η (Α) 1. διχόμηνος* 2. «διχόμηνις ἡμέρα» οι ιδοί (λατ. idus) …   Dictionary of Greek

  • ειδοί — Ονομασία της 15ης ημέρας των μηνών Μαρτίου, Μαΐου, Ιουλίου και Οκτωβρίου και της 13ης όλων των άλλων μηνών, σύμφωνα με το ρωμαϊκό ημερολόγιο. Οι ε. είχαν σχέση με τον φωτεινό και ουράνιο χαρακτήρα του Δία, ήταν αφιερωμένες σε αυτόν και παρίσταναν …   Dictionary of Greek

  • μονοειδής — ές (ΑΜ μονοειδής, ές) αυτός που αποτελεί ένα μόνο είδος ή αυτός που αποτελείται από ένα μόνο είδος, απλός, ομοιόμορφος («τότ ἄν τις ἴδοι αὐτῆς τὴν ἀληθῆ φύσιν, εἴτε πολυειδὴς εἴτε μονοειδής», Πλάτ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ μονοειδές η ομοιομορφία …   Dictionary of Greek

  • σπεύδω — ΝΜΑ 1. κινούμαι γρήγορα προς μια κατεύθυνση (α. «μόλις τόν είδε, έσπευσε να τόν προϋπαντήσει» β. «μὴ εἶναι ἔνθα πάλαι σπεύδομεν», Ξεν. γ. «... ἔλαφος... διὰ δρυμὰ πυκνὰ καὶ ὕλην σπεύδουσ ἱδρώουσα», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι έτοιμος ψυχικά,… …   Dictionary of Greek

  • ταχύπωλος — ον, Α (ως προσωνυμία τών Ελλήνων) αυτός που έχει γρήγορα άλογα, ταχύϊππος* («οὕς μὲν σπεύδοντας ἴδοι Δαναῶν ταχυπώλων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + πῶλος (πρβλ. καλλί πωλος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»