Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἱεριτεύω

См. также в других словарях:

  • ιεριτεύω — ἱεριτεύω και ἱερειτεύω, δωρ. τ. ἱαριτεύω (Α) ιερατεύω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερός, αναλογικά προς το πολιτεύω*] …   Dictionary of Greek

  • ιερειτεύω — ἱερειτεύω (Α) βλ. ιεριτεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. και θεσσαλ. τ. τού ιεριτεύω*] …   Dictionary of Greek

  • ιαριτεύω — ἱαριτεύω (Α) (δωρ. τ.) βλ. ιεριτεύω …   Dictionary of Greek

  • ιερός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ ἱερός, ά, όν και ἱερός, όν, Α ιων. και ποιητ. τ. ἱρός, ή, όν, δωρ. τ. ἱαρός, αιολ. τ. ἶρος και ἴαρος) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό ή στη λατρεία του και γενικά στη θρησκεία, άγιος, όσιος (α. «ιερό ευαγγέλιο» β.… …   Dictionary of Greek

  • συνιεριτεύω — Α συνιερατεύω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἱεριτεύω «είμαι ιερέας»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»