Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἰσϑμοῦ

См. также в других словарях:

  • Ἰσθμοῦ — ἰσθμός neck masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσθμοῦ — ἰσθμός neck masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γέφυρα Ισθμού — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 75 μ., 192 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λουτρακίου Περαχώρας …   Dictionary of Greek

  • παναμάς — I O Παναμάς καταλαμβάνει το πιο στενό τμήμα του κεντροαμερικανικού ισθμού και προχωρεί σε σχήμα «S» από τη μεθόριο με την Kόστα Pίκα στα δυτικά ώς τη μεθόριο με την Kολομβία στα ανατολικά. Tα πιο διαμήκη σύνορα της χώρας όμως είναι τα φυσικά, που …   Dictionary of Greek

  • Κόρινθος — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 29.787 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στον μυχό του Κορινθιακού κόλπου, στην εθνική οδό Αθηνών Πατρών, σε απόσταση 84 χλμ. από την Αθήνα. Αποτελεί έδρα του δήμου Κορινθίων. Ιδρύθηκε το 1858, όταν… …   Dictionary of Greek

  • Ελ Σαλβαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ελ Σαλβαδόρ Έκταση: 21.041 τ. χλμ Πληθυσμός: 6.178.700 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Σαν Σαλβαδόρ (504.000 κάτ. το 2003)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γουατεμάλα και στα Α με την Ονδούρα, ενώ στα… …   Dictionary of Greek

  • δίολκος — Πλακόστρωτος δρόμος που ένωνε τις δύο άκρες του ισθμού στην αρχαία Κορινθία. Πάνω σε αυτόν έσερναν τα πλοία οι δούλοι. Εκτιμάται ότι κατασκευάστηκε στα τέλη του 7ου ή στις αρχές του 6ου αι. π.Χ., όταν τύραννος στην Κόρινθο ήταν o Περίανδρος. Δεν… …   Dictionary of Greek

  • σίνις — Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ληστής της Κορινθίας που επονομαζόταν πιτυοκάμπτης. Παραφύλαγε μέσα από έναν κατάφυτο από πιτύς (πεύκα) χώρο του Ισθμού της Κορίνθου και έπιανε κάθε οδοιπόρο που περνούσε από εκεί. Έδενε κατόπιν το θύμα του από …   Dictionary of Greek

  • στένωμα — (Ιατρ.). Το στένεμα της ουρήθρας, του οισοφάγου ή του ουρητήρα. Όποια και αν είναι η ανατομική δομή που προσβάλλεται, το σ. αποτελεί συχνά μια παθολογική κατάσταση σημαντικής βαρύτητας και απαιτεί την έγκαιρη ιατρική αντιμετώπισή της. Τα αίτια… …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • Κόστα Ρίκα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κόστα Ρίκα Έκταση: 51.100 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.834.934 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Σαν Χοσέ (313.262 κάτ. το 2000)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Νικαράγουα και στα ΝΑ με τον Παναμά, ενώ βρέχεται… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»