Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἰσχύν

См. также в других словарях:

  • ἰσχύν — ἰσχύς strength fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἴσχυν — Ἴσχυς masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισχύς — Η ποσότητα της ενέργειας που παράγεται ή απορροφάται από ένα σύστημα στη μονάδα του χρόνου· ειδικότερα, η ι. ενός κινητήρα είναι η ποσότητα του έργου που αυτός παράγει στη μονάδα του χρόνου. Ως προς την κίνηση, η ι. ενός κινητήρα συνήθως… …   Dictionary of Greek

  • Disciplina arcani — or Discipline of the Secret or Discipline of the Arcane, is a theological term used to describe the custom which prevailed in Early Christianity, whereby knowledge of the more intimate mysteries of the Christian religion was carefully kept from… …   Wikipedia

  • прѣклонити — Преклонить прѣклонити (1) 1. Склонить, опустить: Уныша цвѣты жалобою, и древо с тугою къ земли прѣклонило. 42 43. Таино мѣсто обрѣтъ и сѣдъ съ тихостию, помяни грѣхы и отъпадение царьства, и умили ся сердцьмь и образъмь, преклони главу и рьци съ… …   Словарь-справочник "Слово о полку Игореве"

  • NORUNT Fideles — seu Quod norunt fideles seu Norunt initiati quod dicitur, ἴσασιν οἱ μεμυγμένος, formula frequens in Patrum scriptis, in mentione potissimum Sacramentorum usu trita. In unius Chrysostomi Homiliis aliisque scriptis minimum quinquaginta in locis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αποκρεμώ — ( άω) (μέσ., αποκρεμιέμαι) (Α ἀποκρεμάννυμι, AM ἀποκρέμαμαι, Μ κ. ἀποκρεμῶμαι) Ι. κρεμώ κάτι, αφήνω κάτι να κρεμαστεί προς τα κάτω νεοελλ. 1. τελειώνω το κρέμασμα 2. ξεκρεμώ, κατεβάζω κάτι που ήταν κρεμασμένο αρχ. φρ. 1. «ἀποκρεμάννυμι ἰσχύν»… …   Dictionary of Greek

  • διαφέρω — (ΑΝ) και διαφέρνω (ΜΝ) 1. έχω διαφορά, είμαι ανόμοιος, διάφορος, ξεχωρίζω («αυτά τα χρώματα διαφέρουν») 2. είμαι διαφορετικός από άλλο («σὺ νῡν διάφερε τῶν κακῶν», Ευρ. Ορ.) 3. υπερέχω, διακρίνομαι, είμαι ανώτερος, πλεονεκτώ («διαφέροντες καὶ… …   Dictionary of Greek

  • ισόπαις — ἰσόπαις, δος, ό, ἡ (Α) όμοιος με παιδί ή με ιδιότητα παιδιού («ἰσχὺν ἰσόπαιδα» δύναμη όμοια με τη δύναμη παιδιού, Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + παῑς] …   Dictionary of Greek

  • νέμω — (ΑΜ νέμω) 1. διαμοιράζω, μοιράζω, διανέμω, απονέμω («Ζεὺς νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῑς, ὅσια δ ἐννόμοις», Αισχύλ.) 2. μέσ. νέμομαι κατέχω κάτι και τό εκμεταλλεύομαι για δική μου ωφέλεια, καρπώνομαι, απολαμβάνω κάτι («περὶ τῶν ἐν τῇ ἀντιπέρας… …   Dictionary of Greek

  • παλαιστικός — ή, ό (Α παλαιστικός, ή, όν) [παλαιστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παλαιστή 2. έμπειρος, επιτήδειος στο αγώνισμα τής πάλης 3. το θηλ. ως ουσ. η παλαιστική η τέχνη τού παλαιστή αρχ. αυτός που αποκτάται ύστερα από εξάσκηση στην πάλη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»