Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἰσχυρικός

См. также в других словарях:

  • ισχυρικός — ἰσχυρικός, ή, όν (Α) [ισχυρός] επίμονος, τραχύς …   Dictionary of Greek

  • ἰσχυρικός — ἰ̱σχυρικός , ἰσχυρίζομαι make oneself strong perf part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισχυρός — ή, ό (ΑΜ ἰσχυρός, ά, όν) 1. αυτός που διαθέτει σωματική ισχύ, ο ρωμαλέος 2. δυνατός, δύσκολος να αντιμετωπιστεί (α. «ισχυρές μονάδες στρατού» β, «ἰσχυρὰ φάλαγξ», Ξεν.) 3. (για τόπο) οχυρός (α. «ισχυρή τοποθεσία» β. «φρούριον ἰσχυρόν») 4. κραταιός …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»