-
1 ισχυριζομαι
1) быть крепким, обладать силой(τῷ σώματι Plat.)
2) pass. становиться крепче, приобретать силуἀντέχειν σιδήρῳ ὑφ΄ ἵππων ἰσχυριζομένῳ Xen. — противостоять железу, усиленному конницей, т.е. натиску конницы
3) (прочно) основываться, опираться(τῷ νόμῳ Dem.; ταῖς διαθήκαις Isae.)
ἰσχυριεῖται καὴ τούτῳ τῷ λόγῳ Lys. — (обвиняемый Андокид) будет опираться еще на следующий довод4) утверждать, настаивать(περί τινος, ταῦτα Plat.; τῇ ἱστορίᾳ Plut.)
ἀπὸ χρησμῶν τι ἰ. Thuc. — утверждать что-л. на основании оракулов;ἀκριβέστερον ἄλλων ἰσχυρίζομαι Thuc. — (это) я утверждаю с большей, чем кто-л. другой, достоверностью5) показывать свою силу, хвастаться силой, храбриться(εἰς τοὺς ἀσθενεῖς Arst.)
-
2 ισχυρίζομαι
-
3 ἰσχυρίζομαι
-
4 ἰσχῡρίζομαι
ἰσχῡρίζομαι, dep. med., fut. att. ἰσχυριοῦμαι, sich stark, fest machen, zeigen, sich tapfer halten; εἰς τοὺς ἀσϑενεῖς Arist. Eth. 4, 3; von den Athleten Ael. H. A. 15, 15; sich worauf verlassen, τῷ σώματι ἰσχυρίσασϑαι Plat. Gorg. 489 c; διαϑήκαις Is. 1, 3; νόμῳ Dem. 33, 27; τῳδί Lys. 13, 85, vgl. 6, 35; Folgde; οἱ ἀπὸ χρησμῶν τι ἰσχυρισάμενοι Thuc. 5, 26; bes. mit Worten, steif u. fest behaupten, versichern, Antiph. 5, 76; περί τινος, Plat. Soph. 249 c; ὡς οὐκ ἔστι Theaet. 172 b; καὶ τοῦτο, ὃ μάλιστα Κλέων ἰσχυρίζεται ἐς τὸ λοιπὸν ξυμφέρον ἔσεσϑαι Thuc. 3, 44; ταῦτα λέγων ἰσχυρίζετο 7, 49, vgl. 6, 55; Folgde, öfter; ἰσχυριστέον, man muß behaupten, Plat. Rep. VII, 533 a. – Bei Xen. Cyr. 6, 4, 18 pass., ἰσχυριζόμενος ὑφ' ἵππων σίδηρος, welches durch Pferde seine Kraft erhält.
-
5 ἰσχῡρίζομαι
ἰσχῡρίζομαι, sich stark, fest machen, zeigen, sich tapfer halten; von den Athleten; sich worauf verlassen; bes. mit Worten: steif u. fest behaupten, versichern; ἰσχυριστέον, man muß behaupten; pass., ἰσχυριζόμενος ὑφ' ἵππων σίδηρος, welches durch Pferde seine Kraft erhält -
6 ισχυρίζομαι
μετ. утверждать; убеждать, уверять (в чём-л);ισχυρίζεται ότι δεν ήξερε — он утверждает, что не знал;
ισχυρίζομαι εξόφλησιν — настаивать на уплате
-
7 ισχυρίζομαι
[исхиризомэ] р. утверждать, настаивать на чем- либо.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ισχυρίζομαι
-
8 ισχυρίζομαι
[исхиризомэ] ρ утверждать, настаивать на чем- либо. -
9 ἰσχυρίζομαι
A- ῐοῦμαι Lys.6.35
, Isoc.17.24: [tense] aor.ἰσχῡρῐσάμην Th.5.26
, Pl.Grg. 489c:—make oneself strong, be strong, ἰσχυριζόμενος ὑφ' ἵππων σίδηρος gaining force from the impetus of the horses, X.Cyr.6.4.18.II use one's strength, τῷ σώματι Pl.l.c.; esp. in overcoming resistance,πρὸς τὸ πολὺ ἧττον Arist.Pr. 951a13
;εἰς τοὺς ἀσθενεῖς Id.EN 1124b23
; contend stoutly,ὑπὲρ ἄθλων Ael.NA 15.15
; persist or continue obstinately in doing.., c. part., Th.7.49: abs., ibid.; esp. by word of mouth, maintain stiffly, obstinately, c. acc. et inf., Id.3.44, Is.11.1; ;ὅτι.., ὡς.. Th. 4.23
,6.55, Pl.Tht. 172b;περί τινος Id.Sph. 249c
.2 put firm trust in a thing, rely on it,τῷ ξυνῷ πάντων Heraclit.114
;λόγῳ Lys.6.35
;διαθήκαις Is.1.3
;τῷ νόμῳ Hyp.Eux.4
, D.33.27;παρασκευῇ Id.44.3
, cf. Isoc.17.24; feel confidence, Antipho 5.76.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰσχυρίζομαι
-
10 ισχυρίζομαι
1) allege2) claimΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ισχυρίζομαι
-
11 δι-ισχῡρίζομαι
δι-ισχῡρίζομαι, sich auf etwas stützen; λόγῳ Antiph. 5, 33; τοῖς ἔξω τοῠ ἀγῶνος λόγοις Aesch. 1, 176; νόμῳ Strab.; gew. = fest behaupten. Plat. Phaed. 68 c u. öfter; περί τινος, Andoc. 2, 4; Lys. 13, 85; οὐδ' ἡμῖν διισχυριστέον περὶ αὐτῶν Strab. 6, 3, 8.
-
12 ἀπ-ισχυρίζομαι
ἀπ-ισχυρίζομαι, 1) dep. med., sich standhaft weigern, verweigern, Thuc. 1, 140, Ggstz συγχωρεῖν; Plut. πρός τινα Oth. 16. – 2) sich fest an etwas halten, τι νός, Sp.
-
13 ἐπ-ισχϋρίζομαι
ἐπ-ισχϋρίζομαι, sich dagegen verwahren, Plut. Oth. 16; τῶν δὲ οὐκ ἀκολουϑήσειν ἐπισχυριζομένων Arr. An. 5, 25, 2, sie weigerten sich hartnäckig.
-
14 ἐν-ισχυρίζομαι
ἐν-ισχυρίζομαι, med., seine Stärke, sein Vertrauen auf Etwas setzen, τῷ δικαίῳ, Dem. 44, 8.
-
15 ισχυρίζεσθε
ἰ̱σχῡρίζεσθε, ἰσχυρίζομαιmake oneself strong: imperf ind mp 2nd plἰσχῡρίζεσθε, ἰσχυρίζομαιmake oneself strong: pres imperat mp 2nd plἰσχῡρίζεσθε, ἰσχυρίζομαιmake oneself strong: pres ind mp 2nd plἰσχῡρίζεσθε, ἰσχυρίζομαιmake oneself strong: imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) -
16 ἰσχυρίζεσθε
ἰ̱σχῡρίζεσθε, ἰσχυρίζομαιmake oneself strong: imperf ind mp 2nd plἰσχῡρίζεσθε, ἰσχυρίζομαιmake oneself strong: pres imperat mp 2nd plἰσχῡρίζεσθε, ἰσχυρίζομαιmake oneself strong: pres ind mp 2nd plἰσχῡρίζεσθε, ἰσχυρίζομαιmake oneself strong: imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) -
17 ισχυριζόμεθα
ἰ̱σχῡριζόμεθα, ἰσχυρίζομαιmake oneself strong: imperf ind mp 1st plἰσχῡριζόμεθα, ἰσχυρίζομαιmake oneself strong: pres ind mp 1st plἰσχῡριζόμεθα, ἰσχυρίζομαιmake oneself strong: imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) -
18 ἰσχυριζόμεθα
ἰ̱σχῡριζόμεθα, ἰσχυρίζομαιmake oneself strong: imperf ind mp 1st plἰσχῡριζόμεθα, ἰσχυρίζομαιmake oneself strong: pres ind mp 1st plἰσχῡριζόμεθα, ἰσχυρίζομαιmake oneself strong: imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) -
19 ισχυρίζη
ἰσχῡρίζῃ, ἰσχυρίζομαιmake oneself strong: pres subj mp 2nd sgἰσχῡρίζῃ, ἰσχυρίζομαιmake oneself strong: pres ind mp 2nd sgἰσχῡρίζῃ, ἰσχυρίζομαιmake oneself strong: pres subj act 3rd sg -
20 ἰσχυρίζῃ
ἰσχῡρίζῃ, ἰσχυρίζομαιmake oneself strong: pres subj mp 2nd sgἰσχῡρίζῃ, ἰσχυρίζομαιmake oneself strong: pres ind mp 2nd sgἰσχῡρίζῃ, ἰσχυρίζομαιmake oneself strong: pres subj act 3rd sg
См. также в других словарях:
ισχυρίζομαι — ισχυρίζομαι, ισχυρίστηκα βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ισχυρίζομαι — (ΑΜ ἰσχυρίζομαι) [ισχυρός] διατυπώνω κάτι και τό υποστηρίζω με επιμονή μσν. αρχ. ισχυροποιώ τη θέση μου, γίνομαι δυνατός αρχ. 1. δείχνω τη δύναμη μου σε κάποιον 2. (για αθλητές) αγωνίζομαι για κάτι 3. έχω πεποίθηση σε κάτι … Dictionary of Greek
ισχυρίζομαι — ισχυρίστηκα, υποστηρίζω, βεβαιώνω κάτι: Ισχυρίζομαι πως είμαι αθώος. – Ισχυρίστηκε πως είδε με τα μάτια του το δράστη του εγκλήματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἰσχυρίζομαι — ἰσχῡρίζομαι , ἰσχυρίζομαι make oneself strong pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχυρίζεσθε — ἰ̱σχῡρίζεσθε , ἰσχυρίζομαι make oneself strong imperf ind mp 2nd pl ἰσχῡρίζεσθε , ἰσχυρίζομαι make oneself strong pres imperat mp 2nd pl ἰσχῡρίζεσθε , ἰσχυρίζομαι make oneself strong pres ind mp 2nd pl ἰσχῡρίζεσθε , ἰσχυρίζομαι make oneself… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχυριζόμεθα — ἰ̱σχῡριζόμεθα , ἰσχυρίζομαι make oneself strong imperf ind mp 1st pl ἰσχῡριζόμεθα , ἰσχυρίζομαι make oneself strong pres ind mp 1st pl ἰσχῡριζόμεθα , ἰσχυρίζομαι make oneself strong imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχυρίζηι — ἰσχῡρίζῃ , ἰσχυρίζομαι make oneself strong pres subj mp 2nd sg ἰσχῡρίζῃ , ἰσχυρίζομαι make oneself strong pres ind mp 2nd sg ἰσχῡρίζῃ , ἰσχυρίζομαι make oneself strong pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχυρίζου — ἰ̱σχῡρίζου , ἰσχυρίζομαι make oneself strong imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) ἰσχῡρίζου , ἰσχυρίζομαι make oneself strong pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) ἰσχῡρίζου , ἰσχυρίζομαι make oneself strong imperf ind mp 2nd sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχυρίζῃ — ἰσχῡρίζῃ , ἰσχυρίζομαι make oneself strong pres subj mp 2nd sg ἰσχῡρίζῃ , ἰσχυρίζομαι make oneself strong pres ind mp 2nd sg ἰσχῡρίζῃ , ἰσχυρίζομαι make oneself strong pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισχυριείω — ἰσχυριείω (Α) επιθυμώ να ισχυριστώ κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Εφετικό ρ. τού τ. ἰσχυρίζομαι: ἰσχυρι είω < ἰσχυριοῦμαι, μέλλ. τού ἰσχυρίζομαι] … Dictionary of Greek
λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… … Dictionary of Greek