-
1 ήλασαν
-
2 ἤλασαν
-
3 ἐλαύνω
ἐλαύνω, Il.12.62, etc.: [dialect] Ion. [tense] impf. ἐλαύνεσκον ([etym.] ἀπ-) Hdt.7.119: [tense] fut. ἐλάσω [ᾰ], part.Aἐλάσοντας X.An.7.7.55
codd., cf.D.H.2.36, ([etym.] ἐξ-) Hp.Loc.Hom.46, Nat.Mul.32 ( ἐλάσσω ([etym.] παρ- ) is f.l. in Il.23.427, and ξυνελάσσομεν is subj. in Od.18.39);ἐλάω A.R.3.411
; [dialect] Att. ἐλῶ, ᾷς, ᾷ, inf. ἐλᾶν, also Hdt.1.207, etc., and so Hom. in the resolved formἐλόω Il.13.315
, Od.7.319: inf. ἐλάαν (though this is also inf. [tense] pres., v. infr.) Il.17.496, Od.5.290: [tense] aor. 1 ἤλᾰσα, [dialect] Ep.ἔλᾰσα Il.5.80
,ἔλασσα 18.564
, [dialect] Ion. [ per.] 3sg.ἐλάσασκεν 2.199
: [tense] pf. ἐλήλᾰκα ([etym.] ἀπ-, ἐξ-) X.Cyr.4.2.10, Ar.Nu. 828: [tense] plpf. ἐληλάκειν ([etym.] ἐξ-) Hdt.5.90:— [voice] Med. (v. infr. 1.2), [tense] fut. ἐλάσομαι ([etym.] παρ-) dub. l. in Arr.An.3.30.3: [tense] aor.ἠλασάμην Il.11.682
, rare in [dialect] Att., as Pl.Grg. 484b; [ per.] 3sg.ἤλσατο Ibyc.55
; [dialect] Ep. ἐλάσαιο, -ασαίατο, -ασσάμενος, Od.20.51, Il.10.537, Od.4.637:—[voice] Pass., [tense] fut. ἐλασθήσομαι ([etym.] ἐξ-) D.H.4.9: [tense] aor. ἠλάθην [ᾰ] E.Heracl. 430, Ar.Ec.4; laterἠλάσθην AP7.278
(Arch.), Sammelb. 997 (iv A.D.), ([etym.] ἐξ-, συν-) Plb.8.24.9, 18.22.6, etc. (in Hdt. the Mss. vary between the two forms,ἐξελαθείς 7.165
,ἀπηλάσθησαν 3.54
): [tense] pf.ἐλήλαμαι Od.7.113
, Hdt.7.84 ([etym.] ἐξ-), etc.;ἐλήλασμαι Hp.Mul. 2.133
, Aen.Tact.31.4 (prob.), ([etym.] ἐξ-) Plb.6.22.4, ([etym.] συν-) A.D.Conj.233.30: [tense] plpf.ἠλήλατο Il.5.400
; poet. alsoἐλήλατο 4.135
; [ per.] 3pl. , also ἐληλέδατ', ἐληλέατ', ἐληλάδατ' vv.ll. in Od.7.86.— The [tense] pres. [full] ἐλάω is rare and mainly Poet., imper.ἔλα Pi.I.5(4).38
, A.Fr. 332, E.HF 819, Fr.779.1 (also non-thematic [ per.] 3pl. ([place name] Cos)): inf.ἐλᾶν Canthar.4
, X.HG2.4.32: inf. ἐλάαν as [dialect] Ep.inf.[tense] pres. is freq. in Hom. (v. infr.1.2): part.ἐλάουσα Emp.4.5
: [tense] impf. [ per.] 3pl.ἔλων Od.4.2
, [ per.] 3sg.ἔλαεν A.R.3.872
;ἀπ-έλα X.Cyr.8.3.32
; but ἀπ-ήλαον in Ar.Lys. 1001 is prob. an error for - ήλα'αν, [dialect] Dor. for - ήλασαν:—radic. sense, drive, set in motion, of driving flocks,εἰς εὐρὺ σπέος ἤλασε μῆλα Od.9.237
;κακοὺς δ' ἐς μέσσον ἔλασσεν Il.4.299
; [tense] aor. [voice] Med. ἠλασάμην in act. sense, 10.537, 11.682: freq. of horses, chariots, ships, drive, ἐλάαν (inf. [tense] pres.)ἅρμα καὶ ἵππους 23.334
;ἐς τὴν ἀγορὴν τὸ ζεῦγος Hdt. 1.59
; ἐ. ἵππον ride it, Id.4.64, al.; κέλητας καὶ ἅρματα ἐ. ride and drive, Id.7.86; ἐ. νῆα row it, Od.12.109, etc.; στρατὸν ἐ. Pi.O.10(11).66, Hdt. 1.176, 4.91, etc.b with acc. omitted, intr., go in a chariot, drive, μάστιξεν δ' ἐλάαν (sc. ἵππους ) he whipped them on, Il.5.366, al., cf. S.El. 734, 739; βῆ δ' ἐλάαν ἐπὶ κύματα he drove on over the waves, Il. 13.27; διὰ νύκτα ἐλάαν travel the night through, Od.15.50; ἐς τὸ ἄστυ ἐ. drive into the city, Hdt.1.60; ἐπὶ ζευγέων ἐ. ib. 199; ride, Id.7.88, X.Eq.Mag.3.9, etc.; ἐλῶν ἐς Θρηΐκην marching.., Hdt.9.89, etc.; row,μάλα σφοδρῶς ἐλάαν Od.12.124
; ἐλαύνοντες rowers, 13.22, etc.c in this intr. sense, it sts. took an acc. loci, γαλήνην ἐλαύνειν to sail the calm sea, i.e. over it, 7.319; so τὰ ἕσπερα νῶτ' ἐ. E.El. 731 (lyr.); also ἐλαύνειν δρόμον run a course, Ar.Nu.28;ὁδόν D.P. 586
.d [voice] Pass., [ νηῦς] ἐλαυνομένη a ship under way, Od.13.155 (butπλοῖα ὑπὸ σκληρῶν ἀνέμων ἐλαυνόμενα Ep.Jac.3.4
); τὰ κατάντη ἐλαύνεσθαι, of horses, to be ridden on steep ground, X.Eq.Mag.8.3.2 drive away, carry off, in Hom. of stolen cattle or horses,βοῶν ἀρίστας Od.12.353
;ἵππους Il.5.236
;ἐ. ὅ τι δύναιντο X.HG4.8.18
:—[voice] Med., Od.4.637, 20.51;ῥύσι' ἐλαυνόμενος Il.11.674
, etc.3 drive away, expel,ἐ. [τινὰ] ἐκ δήμου 6.158
;ἄνδρας ἀπ' Οἰνώνας Pi.N.5.16
: freq. in Trag.,ἐ. τινὰ γῆς E.Med.70
; μύσος, μίασμα ἐ., A.Ch. 967 codd., Eu. 283 ([voice] Pass.), cf. S.OT98; ἄγος ἐ.,= ἀγηλατέω, Th.1.126;ἐ. λῃστάς Ar.Ach. 1188
, etc.:—[voice] Pass.,γῆν πρὸ γῆς ἐλαύνομαι A.Pr. 682
.4 drive (to extremities), persecute, plague, οἵ μιν ἄδην ἐλόωσι.. πολέμοιο who will harass him till he has had enough of war, Il.13.315; ἔτι μέν μίν φημι ἄδην λάαν κακότητος I think I shall persecute him till he has had enough, Od.5.290;θεὸς ἐλαύνει πόλιν S.OT28
;Ἰωνίαν ἤλασεν βίᾳ A.Pers. 771
; ;σὺ δ' ἀπειλεῖς πᾶσιν, ἐλαύνεις πάντας Id.21.135
, cf. 173:—[voice] Pass.,ἐλαυνομένων καὶ ὑβριζομένων Id.18.48
;λύπῃ πᾶς ἐλήλαται κακῇ S.Aj. 275
;κακοῖς πρός τινος E.Andr.31
;ὑπ' ἀνάγκης καὶ οἴστρου Pl.Phdr. 240d
;τὴν ψυχὴν ἐρωτικῇ μανίᾳ Ael.NA14.18
; ἐλαύνεσθαι τὴν γνώμην to be out of one's mind, Philostr.VS2.27.5.5 = βινέω, Ar.Ec.39, Pl. Com.3.4.6 intr. in expressions like ἐς τοσοῦτον ἤλασαν they drove it so far (where πρᾶγμα must be supplied), Hdt.5.50;ἐς πᾶσαν κακότητα Id.2.124
; εἰς κόρον ἐλαύνειν push matters till disgust ensued, Tyrt.11.10; εἰς ἴσον (sc. τισί) Onos.Praef.4: hence, push on, go on,ἐγγὺς μανιῶν E.Heracl. 904
(lyr.); ἔξω τοῦ φρονεῖν Id.*ba. 853; πόρρω ἐ. σοφίας go far in.., Pl.Euthphr.4b, cf. Grg. 486a, X.Cyr.1.6.39.2 strike with a weapon, but never with a missile,τὸν σκήπτρῳ ἐλάσασκεν Il.2.199
;ξίφει ἤλασε κόρσην 5.584
;κόρυθος φάλον ἤλασεν 13.614
; ὀδόντας ἐ. knock out, A.R.2.785: c. dupl. acc., τὸν μὲν.. μεταδρομάδην ἔλασ' ὦμον him he struck on.., Il. 5.80; χθόνα δ' ἤλασε παντὶ μετώπῳ struck earth with his forehead, of a falling man, Od.22.94: c. acc. cogn., inflict a wound,οὐλὴν τήν ποτέ με σῦς ἤλασε 21.219
:—[voice] Pass., c. acc.νῶτον ὄπισθ' αἰχμῇ δουρὸς ἐληλαμένος Tyrt.11.20
;ἐλαύνεται εἰς τὸν μηρόν Luc.Tox.61
.3 strike one thing against another,πρὸς γῆν ἐ. κάρη Od.17.237
; of weapons, drive through,διαπρὸ χαλκὸν ἔλασσε 22.295
; [δόρυ] διὰ στήθεσφιν ἔλασσε Il.5.57
, cf. 20.269;ἤλασε Λυγκέος ἐν πλευραῖσι χαλκόν Pi.N.10.70
:—[voice] Pass., go through, Il.4.135, 13.595; to be fixed in, ;διὰ [σφονδύλου] διαμπερὲς ἐληλάσθαι Pl.R. 616e
.III metaph.,1 beat out metal, forge,ἀσπίδα.. ἣν ἄρα χαλκεὺς ἤλασεν Il.12.296
; πέντε πτύχας ἤλασε beat out five plates, 20.270; περὶ δ' ἕρκος ἔλασσε κασσιτέρου make a fence of beaten tin (with a play on signf. 2), 18.564; εὐνὴ Ἡφαίστου χερσὶν ἐληλαμένη χρυσοῦ a bed of beaten gold, Mimn.12.6; σίδηρος λεπτῶς ἐληλ. Plu.Cam.41.2 draw a line of wall, trench, etc.,ἀμφὶ δὲ τάφρον ἤλασαν Il.7.450
;ἀμφὶ δὲ τεῖχος ἔλασσε πόλει Od.6.9
;σταυροὺς δ' ἐκτὸς ἔλασσε 14.11
;τοῖχοι ἐληλέατ' 7.86
; τεῖχος τοὺς ἀγκῶνας ἐς τὸν ποταμὸν ἐλήλαται the wall has its angles carried down to the river, Hdt.1.180, cf. 185, 191; ἐληλαμέναι πέρι πύργον having a wall built round, A.Pers. 872 (lyr.); ὄγμον ἐλαύνειν work one's way down a ridge or swathe in reaping or mowing, Il.11.68;ἐ. αὔλακα Hes. Op. 443
; ἀμπελίδος ὄρχον ἐ. to draw a line of vines, i.e. plant them in line, Ar.Ach. 995: generally, plant, produce,ἐλᾷ τέσσαρας ἀρετὰς αἰών Pi.N.3.74
.3 κολῳὸν ἐλαύνειν prolong, keep up the brawl, Il. 1.575.4ἐξ ὄσσων ἐς γαῖαν ἐ. δάκρυ E.Supp.96
. -
4 ἐλαύνω
ἐλαύνω, ἐλάω (ἐλαύνεις, -ει, ἐλᾷ; ἔλα impv.; ἐλαύνων, -όντεσσιν: impf. ἤλαυν(ε) aor. ἤλᾰσε, ἔλᾰσε(ν), ἤλασαν.)1 drivea abs. (sc. ἅρμα)βασιλεὺς δ, ἐπεὶ πετραέσσας ἐλαύνων ἵκετ' ἐκ Πυθῶνος ἅπαντας ἐν οἴκῳ εἴρετο O. 6.48
περὶ δωδέκατον δρόμον ἐλαυνόντεσσιν O. 6.76
λτ;γτ;άνθον ἤπειγεν καὶ ἐς Ἴστρον ἐλαύνων O. 8.47
ἔλα νῦν μοι πεδόθεν (sc. ἅρμα, ὦ Μοῖσα) I. 5.38 ]ἐλαύνεις ἀνἀμβροτ[ Pae. 3.16
b lead, drive c. acc.ἷκεν δὲ Μιδέαθεν στρατὸν ἐλαύνων O. 10.66
ὀρθὰς δαὔλακας ἐντανύσαις ἤλαυν (sc. βόας) P. 4.228 βόας ἀπριάτας ἔλασεν fr. 169. 8.c drive, plungeἐφορμαθεὶς δ' ἄῤ ἄκοντι θοῷ, ἤλασε Λυγκέος ἐν πλευραῖσι χαλκόν N. 10.70
d drive out, banish καὶ τίς ἄνδρας ἀλκίμους δαίμων ἀπΟἰνώνας ἔλασεν; N. 5.16e met.I bring ἐλᾷ δὲ καὶ τέσσαρας ἀρετὰς ὁ θνατὸς αἰών (contra Fraenkel on Agam. 701) N. 3.74ἐλαύνεις τι νεώτερον ἢ πάρος; Pae. 9.6
b driveἄλλοτε δ' ἀλλοῖος οὖρος πάντας ἀνθρώπους ἐπαίσσων ἐλαύνει I. 4.6
2 strikeἄκοντι Φράστωρ ἔλασε σκοπόν O. 10.71
ἵνα κρεῶν νιν (= Νεοπτόλεμον)ὕπερ μάχας ἔλασεν ἀντιτυχόντ' ἀνὴρ μαχαίρᾳ N. 7.42
3 fragg. ]ήλασαν ἐννύχιον κρυφα[ Pae. 18.10
]ελαυν[ P. Oxy. 2442. fr. 20 < λαοὺς ἐλάσαντες> (supp. Arnim) Pae. 2.62 -
5 ἁνίκα
ᾱνῐκα c. ind.,1 at that time whenβρέχε θεῶν βασιλεὺς χρυσέαις νιφάδεσσι πόλιν, ἁνίχ' Ἀθαναία κορυφὰν κατ ἄκραν ἀνορούσαισ ἀλάλαξεν O. 7.35
σκύταλον τίναξε χερσίν, ἁνίκ' ἤρειδε Ποσειδάν O. 9.31
τλάμονι ψυχᾷ παρέμειν, ἁνίχ' εὑρίσκοντο θεῶν παλάμαις τιμάν P. 1.48
“ ἁνίκ' ἐπέτοσσε” P. 4.24 ἦρα χαλκοκρότου πάρεδρον Δαμάτερος ἁνίκ' εὐρυχαίταν ἄντειλας Διόνυσον; (sc. θυμὸν τεὸν εὔφρανας) I. 7.4 ἁ]νίκα Δαρδανίδαις Ἑκάβ[ Πα. 8A. 17.λέγοντι Ζῆνα φυλάξαι προνοίᾳ, ἁνίκ' ἀγανόφρων Κοίου θυγάτηρ λύετο τερπνᾶς ὠδῖνος Pae. 12.12
]τε καὶ ἁνίκα ναυλοχοι[ ]ήλασαν ἐννύχιον κρυφα[ Pae. 18.9
ἐν ξυνῷ κεν εἴη συμπόταισίν τε γλυκερὸν κέντρον, ἁνίκ ἀνθρώπων καματώδεες οἴχονται μέριμναι στηθέων ἔξω sc. after dinner at wine fr. 124. 5. -
6 ἐννύχιος
1 in the nightκοῦραι μέλπονται θαμὰ σεμνὰν θεὸν ἐννύχιαι P. 3.79
]ήλασαν ἐννύχιον κρυφα[ Pae. 18.10
]εννυχιαιλα[ P. Oxy. 2447, fr. 19. 1. ]). ννυχι[ P. Oxy. 2445. fr. 31. 8. -
7 ναύλοχος
-
8 λάσιος
A shaggy, woolly, of sheep, Il.24.125, Od.9.433; λ. θῆρες, of sheep and goats, opp. deer ([etym.] στικτοὶ θ.), S.Ph. 184 (lyr.);μέλισσαι Theoc.22.42
; τὰ -ώτατα, of horses, X.Eq.2.4; in men, λ. κῆρ was in the heroic age a mark of strength, Il.2.851, 16.554, cf. Pl.Tht. 194e; ἐν.. στήθεσσιν λασίοισι, of Achilles, Il.1.189;τὸ στῆθος ἐπαινεῖν χρὴ τετράγωνόν τε ἐὸν καὶ λ. Hp.Prorrh.2.7
; whereas afterwards a hairy breast was looked upon as a sign of dissoluteness or coarseness, Ar.Nu. 349; or of intrigue and cunning, Ἀγαθοκλεῖος λάσιαι φρένες ἤλασαν ἔξω πατρίδος Alex.Aetol.5; alsoλ. κεφαλή Pl.Ti. 76c
;περὶ ὦτα λ. Id.Phdr. 253e
;λ. τὰ σκέλη Luc.DDeor.4.1
;λ. ὀφρύς Theoc.11.31
;μηρῶν τρίχες AP11.326
(Autom.); τὸ λ. hairiness, Luc.DMar.1.1. Adv.τῶν ὀφρύων -ίως ἔχειν Philostr.VS2.1.7
.II generally, bushy, overgrown,αἴης λάσιον μένος Emp.27.2
;χωρίον X.HG4.2.19
, cf. Pl.Cra. 420e;δρυμός Theoc.25.134
;δρῦς Id.26.3
;ἐκ τῶν λ. τὰ θηρία ἐξελᾶν X.Cyr.1.4.16
;διὰ τῶν λ. ἐπιγενόμενοι Id.An.6.4.26
: c. dat., overgrown with..,γῆ ὕλαις λάσιος Luc.Prom.
l.c. -
9 περί
περί, Thess., Delph. περ IG9(2).517.17 (iii B.C.), al., Schwyzer 323 A4 (v/iv B.C.), also [dialect] Aeol., v. infr. A. V ; Elean παρ ib.413.4: Prep. with gen., dat., and acc.:—A round about, all round (prop. different from ἀμφί, on both sides). (Cogn. with Skt. pári 'round about'.)A WITH GENITIVE,I of Place, sts. in Poets, round about, around,τετάνυστο π. σπείους ἡμερίς Od.5.68
;τείχη π. Δαρδανίας E. Tr. 818
(lyr., s.v.l.);εἴλυμα π. χροός A.R.2.1129
: rarely, like ἀμφί, on both sides, v. περιβαίνω 1 fin.II to denote the object about or for which one does something:1 with Verbs of fighting or contending, π. τινός for an object—from the notion of the thing's lying in the middle to be fought about, π. τῶνδε for these prizes, Il.23.659 ;π. πτόλιος.. μαχήσεται 18.265
; π. Πατρόκλοιο θανόντος ib. 195, cf. 17.120;π. σεῖο 3.137
;π. νηὸς ἔχον πόνον 15.416
; ἀμύνεσθαι π. πάτρης, π. νηῶν, π. τέκνων, 12.243, 142, 170, etc.; δόλους καὶ μῆτιν ὕφαινον, ὥς τε π. ψυχῆς since it was for my life, Od.9.423 ;π. ψυχῆς θέον Ἕκτορος Il.22.161
;π. ψυχέων ἐμάχοντο Od.22.245
; in Prose, τρέχειν π. ἑωυτοῦ, π. τῆς ψυχῆς, Hdt.7.57,9.37;ἀγῶνας δραμέονται π. σφέων αὐτῶν Id.8.102
;νεναυμάχηκε τὴν π. τῶν κρεῶν Ar. Ra. 191
; <τὸν> π. τοῦ παντὸς δρόμον θέοντες Hdt.8.74
; κινδυνεύειν π. τινός ibid., etc.;οὐ π. τῶν ἴσων ὁ κίνδυνός ἐστι X.HG7.1.7
; and without a Verb,π. γῆς ὅρων διαφοραί Th.1.122
;π. πάντων ἀγαθῶν ὁ ἀγών X.Cyr. 3.3.44
, cf. S.Aj. 936(lyr.), etc.;μάχη π. τινός Pl.Tht. 179d
;ἐπειγόμενοι π. νίκης Il.23.437
, cf. 639, Hdt.8.26 ;πεῖραν θανάτου π. καὶ ζωᾶς ἀναβάλλεσθαι Pi.N.9.29
;π. θανάτου φεύγειν Antipho 5.95
; but ἐρίσσαι π. μύθων contend about speaking, i. e. who can speak best, Il.15.284 ;καὶ ἀθανάτοισιν ἐρίζεσκον π. τόξων Od.8.225
, cf. 24.515.2 with words which denote care or anxiety, about, on account of,π. Τρώων.. μερμηρίζειν Il.20.17
;ἄχος π. τινός Od.21.249
;φόνου π. βουλεύειν 16.234
;φροντίζειν π. τινός Hdt.8.36
, etc.;κήδεσθαι π. τ. S.Ph. 621
;δεδιέναι π. τ. Pl.Prt. 320a
, etc.;ἀπολογεῖσθαι π. τ. X.Cyr.2.2.13
; κρίνειν, διαγιγνώσκειν π. τ., Pi.N.5.40, Antipho 5.96; π. τ. ψηφίζεσθαι, διαψηφίζεσθαι, ψῆφον φέρειν, IG12.57.42, X.HG2.3.50, Lycurg.11 ;βουλεύεσθαι π. τῆς κοινῆς σωτηρίας Isoc.5.69
;π. Μεθωναίων IG12.57.49
; διανοεῖσθαι, σκοπεῖν π. τινός, Pl.Phdr. 270d, Phd. 65e;μαντεύεσθαι π. τ. Hdt.8.36
, cf. S.Tr.77 ; π. πότου γοῦν ἐστί σοι; so with you it is a question of drink? Ar.Eq.87, cf. Plu.2.43b.3 with Verbs of hearing, knowing, speaking, etc., about, concerning,π. νόστου ἄκουσα Od.19.270
;οἶδα γὰρ εὖ π. κείνου 17.563
;π. πομπῆς μνησόμεθα 7.191
;π. πατρὸς ἐρέσθαι 1.135
, 3.77 ; π. τινὸς ἐρέειν, λέγειν, λόγον ποιήσασθαι, etc., Hdt. 1.5, S.OT 707, X.Cyr.1.6.13, etc.;λέγειν καὶ ἀκούειν π. ἑκάστου Th.4.22
, etc.;λόγος π. τινός Pl.Prt. 347b
, etc.;ἡ π. τινὸς φήμη Aeschin.1.48
; π. τινὸς ἀγγεῖλαι, κηρῦξαι, S.El. 1111, Ant. 193 ; π. τινὸς διελθεῖν, διεξελθεῖν, διηγεῖσθαι, Isoc.9.2, Pl.Plt. 274b, Euthphr.6c, etc.;παίζειν π. τινός X.Mem.1.3.8
;ἐμπειροτέρως ἔχειν π. τινός Aeschin.1.82
;νόμον γράψαι π. τινός X.HG2.3.52
, etc.;νόμῳ χρῆσθαι π. τινός S.Ant. 214
.4 of impulse or motive rather than object, ἐμαρνάσθην ἔριδος πέρι fought for very enmity, Il.7.301, cf. 16.476, 20.253.5 about, in regard to,μεμηνυμένος π. τινός Th.6.53
;οὕτως ἔσχε π. τοῦ πρήγματος τούτου Hdt.1.117
;τὰ π. τῶν Πλαταιῶν γεγενημένα Th.2.6
;τὸ π. τούτου γεγονός Plb.1.54.5
: in Prose freq. without a Verb,ἡ π. τῶν Μαντινικῶν πρᾶξις Th.6.88
; τὰ π. τινός the circumstances of.., ib.32, 8.14,26, etc. (cf. infr. C. 1.5); οὕτω δὴ καὶ π. τῶν ἀρετῶν (sc. ἔχει) Pl.Men. 72c, cf. R. 534b, 551c, etc.; π. τοῦ καταλειφθῆναι τὸν σῖτον as for reserving the corn, PMich.Zen.28.5 (iii B.C.): without the Art., ἀριθμοῦ πέρι as to number, Hdt.7.102; χρηστηρίων δὲ πέρι .. Id.2.54.III before, above, beyond, of superiority, chiefly in [dialect] Ep.,π. πάντων ἔμμεναι ἄλλων Il.1.287
;π. δ' ἄλλων φασὶ γενέσθαι 4.375
;τετιμῆσθαι π. πάντων 9.38
;ὃν π. πάσης τῖεν ὁμηλικίης 5.325
;ὃν.. π. πάντων φίλατο παίδων 20.304
;π. πάντων ἴδριες ἀνδρῶν Od.7.108
;κρατερὸς π. πάντων Il.21.566
, cf. 1.417, Od.11.216: in this sense freq. divided from its gen., π. φρένας ἔμμεναι ἄλλων in understanding to be beyond them, Il.17.171, cf. 1.258, Od.1.66 ;π. μὲν εἶδος, π. δ' ἔργα τέτυκτο τῶν ἄλλων Δαναῶν Il.17.279
;π. μὲν κρατέεις, π. δ' αἴσυλα ῥέζεις ἀνδρῶν 21.214
;π. δ' ἔγχει Ἀχαιῶν φέρτατός ἐσσι 7.289
, cf. Pi.O.6.50, Theoc. 25.119.—In this sense π. is sts. adverbial, and the gen. is absent, v. infr. E. II.IV in Hdt. and [dialect] Att. Prose, to denote value, ἡμῖν π. πολλοῦ ἐστι it is of much consequence, worth much, to us, Hdt.1. 120, cf. Antipho 6.3 ; π. πολλοῦ ποιεῖσθαί τινας to reckon them for, i.e. worth, much, Hdt.1.73, X.Mem.2.3.10, etc.; π. πλείονος, π. πλείστου ποιεῖσθαι, Id.An.7.7.44, Cyr.7.5.60 ;π. πλείστου ἡγεῖσθαι Th.2.89
;π. παντὸς ποιεῖσθαι X.Cyr.1.4.1
; π. ἐλάττονος ἡγούμενοι, π. οὐδενὸς ἡγήσασθαι, Lys.2.71,31.31.V [dialect] Aeol. περί and περ = ὑπέρ, στροῦθοι περὶ γᾶς.. δίννεντες πτέρα Sapph.1.10; περ κεφάλας prob. in Alc.93, cf. 18 ;περρ ἁπαλῶ στύματός σε πεδέρχομαι Theoc.29.25
; also Hellenistic, ὃ διέγραψε Προῖτος περί μου paid on my behalf, PCair. Zen.790.23 (iii B. C.), cf. UPZ57.12 (ii B. C.).B WITH DATIVE (in [dialect] Att. Prose mostly in signf. 11, esp. in Th.),I of Place, round about, around, of close-fitting dresses, armour, etc.,ἔνδυνε π. στήθεσσι χιτῶνα Il.10.21
;χιτῶνα π. χροῒ δῦνεν Od.15.60
;δύσετο τεύχεα καλὰ π. χροΐ Il.13.241
;ἕσσαντο π. χροῒ χαλκόν Od.24.467
;κνημῖδας.. π. κνήμῃσιν ἔθηκε Il.11.17
;βεβλήκει τελαμῶνα π. στήθεσσι 12.401
: in Prose,π. τῇσι κεφαλῇσι εἶχον τιάρας Hdt.7.61
;θώρακα π. τοῖς στέρνοις ἔχειν X.Cyr.1.2.13
; οἱ στρεπτοὶ οἱ π. τῇ δέρῃ καὶ τὰ ψέλια π. ταῖς χερσί ib.1.3.2. ;π. τῇ χειρὶ δακτύλιον ὄντα Pl.R. 359e
, etc.;χαλκὸς ἔλαμπε π. στήθεσσι Il.13.245
;χιτῶνα π. στήθεσσι δαΐξαι 2.416
;πήληξ.. κονάβησε π. κροτάφοισι 15.648
; in other relations, π. δ' ἔγχεϊ χεῖρα καμεῖται will grow weary by grasping the spear, 2.389 ;δράκων ἑλισσόμενος π. χειῇ 22.95
;κνίση ἑλισσομένη π. καπνῷ 1.317
;π. σταχύεσσιν ἐέρση 23.598
;μάρναντο π. Σκαιῇσι πύλῃσιν 18.453
: rarely in Trag.,π. βρέτει πλεχθείς A.Eu. 259
(lyr.);κεῖται νεκρὸς π. νεκρῷ S.Ant. 1240
.2 in Poets, also, around a weapon, i. e. spitted upon it, transfixed by it,π. δουρὶ πεπαρμένη Il.21.577
;ἐρεικόμενος π. δουρί 13.441
;κυλινδόμενος π. χαλκῷ 8.86
;π. δουρὶ ἤσπαιρε 13.570
;πεπτῶτα π. ξίφει S.Aj. 828
;αἷμα ἐρωήσει π. δουρί Il.1.303
.3 of a warrior standing over a dead comrade so as to defend him,ἀμφὶ δ' ἄρ' αὐτῷ βαῖν', ὥς τις π. πόρτακι μήτηρ 17.4
; ἑστήκει, ὥς τίς τε λέων π. οἷσι τέκεσσι ib. 133 ; Αἴας π. Πατρόκλῳ.. βεβήκει ib. 137, cf. 355 ;π. σκύμνοισι βεβηκώς Ar.Eq. 1039
.II of an object for or about which one struggles (cf. supr. A. 11.1),π. οἷσι μαχειόμενος κτεάτεσσι Od.17.471
;μαχήσασθαι π. δαιτί 2.245
;π. παιδὶ μάχης πόνος Il.16.568
;ἄνδρα π. ᾗ πατρίδι μαρνάμενον Tyrt.10.2
;π. τοῖς φιλτάτοις κυβεύειν Pl.Prt. 314a
;π. τῇ Σικελίᾳ ἔσται ὁ ἀγών Th.6.34
codd.;κινδυνεύειν π. αὑτῷ Antipho 5.6
.2 with Verbs denoting care, anxiety, or the opposite (cf. supr. A. 11.2),π. γὰρ δίε ποιμένι λαῶν, μή τι πάθοι Il.5.566
;ἔδεισεν δὲ π. ξανθῷ Μενελάῳ 10.240
, cf. 11.557;δεδιότες π. τῷ χωρίῳ Th.1.60
, cf. 74, 119, Ar.Eq.27;θαρρεῖν π. τῇ ἑαυτοῦ ψυχῇ Pl.Phd. 114d
, cf. Tht. 148c;π. πλέγματι γαθεῖ Theoc.1.54
.3 generally, of the cause or occasion, on account of, by reason of, ἀτύζεσθαι π. καπνῷ, v.l. for ὑπὸ καπνοῦ in Il.8.183;μὴ π. Μαρδονίῳ πταίσῃ ἡ Ἑλλάς Hdt.9.101
;π. σφίσιν αὐτοῖς πταῖσαι Th.6.33
;π. αὑτῷ σφαλῆναι Id.1.69
: in Poets, π. δείματι for fear, Pi.P.5.58 ; π. τιμᾷ in honour or praise, ib.2.59; π. τάρβει, π. φόβῳ, A.Pers. 696 (lyr.), Ch.35(lyr.);π. χάρματι h.Cer. 429
:—but π. θυμῷ is f.l. in Hdt.3.50.C WITH ACCUSATIVE,I of Place, prop. of the object round about which motion takes place, π. βόθρον ἐφοίτων came flocking round the pit, Od.11.42 ;π. νεκρὸν ἤλασαν ἵππους Il.23.13
;π. τέρματα ἵπποι τρωχῶσι 22.162
; ἄστυ πέρι.. διώκειν ib. 173, 230 ;ἐρύσας π. σῆμα 24.16
, cf. 51, etc.;π. φρένας ἤλυθ' ἰωή 10.139
;π. φρένας ἤλυθε οἶνος Od.9.362
: also of extension round, ἑστάμεναι π. τοῖχον, π. βωμόν, Il.18.374, Od.13.187, etc.;λέξασθαι π. ἄστυ Il.8.519
;μάρνασθαι π. ἄ. 6.256
, etc.;φυλάσσοντας π. μῆλα 12.303
; οἳ π. Πηνειὸν.. ναίεσκον, π. Δωδώνην.. οἰκί' ἔθεντο, 2.757, 750;σειρήν κεν π. ῥίον Οὐλύμποιο δησαίμην 8.25
, cf. Od.18.67: in Prose,ἰκριῶσαι π. τὼ ἀγάλματε IG12.371.22
;φυλακὰς δεῖ π. τὸ στρατόπεδον εἶναι X.An. 5.1.9
; π. τὴν κρήνην εὕδειν somewhere near it, Pl.Phdr. 259a, cf. X.Cyr. 1.2.9;εἶναι π. τὸν λαγώ Id.Cyn.4.4
; π. λίθον πεσών upon it, Ar.Ach. 1180; π. αὑτὰ καταρρεῖν collapse upon themselves, D.2.10;ταραχθεῖσαι [αἱ νῆες] π. ἀλλήλας Th.7.23
; πλεῦνες π. ἕνα many to one, Hdt.7.103 ; π. τὸν ἄρξαντα.. τὸ ἀδίκημά ἐστι is imputable to him who.., Antipho 4.4.2 : freq. with a Subst. only, ἡ π. Λέσβον ναυμαχία the sea-fight off Lesbos, X.HG2.3.32 ;οἱ π. τὴν Ἔφεσον Pl.Tht. 179e
;στρατηγοὶ π. Πελοπόννησον IG12.324.18
: strengthd.,π. τ' ἀμφί τε τάφρον Il.17.760
;π. τ' ἀμφί τε κύματα Hes.Th. 848
; cf. ἀμφί c. 1.2.2 of persons who are about one,ἔχειν τινὰ π. αὑτόν X.HG5.3.22
; esp. οἱ π. τινά a person's attendants, connexions, associates, or colleagues,οἱ π. τὸν Πείσανδρον πρέσβεις Th.8.63
; οἱ π. Ἡράκλειτον his school, Pl.Cra. 440c, cf. X.An.1.5.8, etc.; οἱ π. Ἀρχίαν πολέμαρχοι Archias and his colleagues, Id.HG5.4.2, cf. An.2.4.2, etc.; οἱ π. τινά so-and-so and his family, PGrenf.1.21.16 (ii B.C.), etc.; later οἱ π. τινά, periphr. for the person himself, οἱ π. Φαβρίκιον Fabricius, Plu.Pyrrh.20, cf. Tim.13, IGRom.3.883.14 (Tarsus, ii/iii A.D.); cf. ἀμφί C. 1.3.3 of the object about which one is occupied or concerned, π. δόρπα πονεῖσθαι, π. δεῖπνον πένεσθαι, Il.24.444, Od.4.624 (but π. τεύχε' ἕπουσι, tmesis for περιέπουσι, Il.15.555); later mostly εἶναι π. τι, Th.7.31, X.HG2.2.4;γενέσθαι Isoc.3.12
; π. γυναῖκας γενέσθαι Vett. Val.17.20;ὄντων ἡμῶν π. ταύτην τὴν πραγματείαν D.48.6
;διατρῖψαι π. τὴν θήραν X.Cyr.1.2.11
, etc.: less freq.ἔχειν π. τινάς Id.HG7.4.28
, Gal.15.442; in periphr. phrases, οἱ π. τὴν ποίησιν καὶ τοὺς λόγους ὄντες poets and orators, Isoc.12.35 ;οἱ π. τὴν φιλοσοφίαν ὄντες Id.9.8
; οἱ π. τὴν μουσικήν ib.4 ; οἱ π. τὰς τελετάς ministers of the mysteries, Pl.Phd. 69c ; ὁ π. τὸν ἵππον the groom, X. Eq.6.3; cf. ἀμφί C. 1.6.4 round or about a place, and so in,π. νῆσον ἀλώμενοι Od.4.368
, cf. 90;ἐμέμηκον π. σηκούς 9.439
; ἃν π. ψυχὰν γάθησεν in his heart, Pi.P.4.122 ;χρονίζειν π. Αἴγυπτον Hdt.3.61
, cf. 7.131;εὕροι ἄν τις [βασιλείας] π. τοὺς βαρβάρους Pl.R. 544d
, etc.; οἱπ. Φωκίδα τόποι Plb.5.24.12
, etc.5 about, in the case of, τὰ π. τὴν Αἴγυπτον γεγονότα, τὰ π. Μίλητον γενόμενα, Hdt.3.13, 6.26 ;εὐσεβεῖν π. θεούς Pl.Smp. 193a
;ἀσεβεῖν π. ξένους X.Cyr.5.2.10
;ἁμαρτάνειν π. τινάς Id.An.3.2.20
;ἀνήρ ἐστιν ἀγαθὸς π. τὸν δῆμον τὸν Ἀθηναίων IG12.59.10
;ἄνδρ' ἀγαθὸν ὄντα Μαραθῶνι π. τὴν πόλιν Ar.Ach. 696
;τοιαύτην γνώμην ἔχειν π. τὸν πατέρα Lys.10.21
;οὐδεμία συμφορὴ.. ἔσται.. π. οἶκον τὸν σόν Hdt.8.102
; ποιέειν or πράττειν τι π. τινά, Id.1.158, Pl.Grg. 507a;τὰ π. Πρηξάσπεα πρηχθέντα Hdt.3.76
;καινοτομεῖν π. τὰ θεῖα Pl. Euthphr.3b
;π. θεοὺς μὴ σωφρονεῖν X.Mem.1.1.20
; σπουδάζειν π. τινά promote his cause, Isoc.1.10: without a Verb,αἱ π. τοὺς παῖδας συμφοραί X.Cyr.7.2.20
;ἡ π. αὑτὸν ἐπιμέλεια Isoc.9.2
;ἡ π. ἡμᾶς ἡνιόχησις Pl.Phdr. 246b
: generally, of all relations, about, concerning, in respect of,π. μὲν τοὺς ἰχθύας οὕτως ἔχει Hdt.2.93
, cf. 8.86;πονηρὸν π. τὸ σῶμα Pl.Prt. 313d
;ἀκόλαστος π. ταῦτα Aeschin.1.42
; γελοῖος π. τὰς διατριβάς ib.126 ;ξυνηνέχθη θόρυβος π. τὸν Ἀστύοχον Th.8.84
; as to (cf. A. 11.5),π. τὸ παρὸν πάθος Pl.Tht. 179c
, cf. Phd. 65a : freq. in place of an Adj., ὄργανα ὅσα π. γεωργίαν, i.e. γεωργικά, Id.R. 370d ;οἱ νόμοι οἱ π. τοὺς γάμους Id.Cri. 50d
;αἱ π. τὰ μαθήματα ἡδοναί Id.Phlb. 51e
; also in place of a gen., οἱ π. Αυσίαν λόγοι the speeches of L., Id.Phdr. 279a; ἡ π. Φίλιππον τυραννίς the despotism of P., X.HG5.4.2 ;ἀκρασίας τῆς π. τὸν θυμόν Arist.EN 1149b19
: in Prose, to denote circumstances connected with any person or thing, τὰ π. Κῦρον, τὰ π. Ἑλένην, τὰ π. Βάττον, Hdt.1.95, 2.113, 4.154 ; τὰ π. τὸν Ἄθων the works at Mount Athos, Id.7.37; τὰ π. τὰς ναῦς naval affairs, Th.1.13; τὰ π. τὴν ναυμαχίαν (v.l. for τῆς ναυμαχίας ) the events of.., Id.8.63;τὰ π. τὸν πόλεμον Pl.R. 468a
;τὰ π. τὸ σῶμα Id.Phdr. 246d
;τὰ π. τοὺς θεούς X.Cyr.8.1.23
, etc.; cf. ἀμφί c.1.4.II of Time, π. λύχνων ἁφάς about the time of lamp-lighting, Hdt.7.215; π. μέσας νύκτας about midnight, X.An.1.7.1; π. πλήθουσαν ἀγοράν ib.2.1.7; π. ἡλίου δυσμάς ib.6.5.32 ;π. τούτους τοὺς χρόνους Th.3.89
, etc.2 of round numbers, π. ἑβδομήκοντα about seventy, Id.1.54;π. ἑπτακοσίους X.HG2.4.5
, etc.D Position: π. may follow its Subst., when it suffers anastrophe,ἄστυ πέρι Il.22.173
;ἔριδος πέρι 16.476
: most freq. with gen.,τοῦδε πράγματος πέρι A.Eu. 630
;τῶνδε βουλεύειν πέρι Id.Th. 248
, etc. (S. only once uses it before its gen., Aj. 150 (anap.)): in Prose,σφέων αὐτῶν πέρι Hdt.8.36
;σοφίας πέρι Pl.Phlb. 49a
;δικαίων τε πέρι καὶ ἀδίκων Id.Grg. 455a
, etc.; , cf. Ap. 19c.E περί abs., as ADV., around, about, also, near, by, freq. in Hom.,γέλασσε δὲ πᾶσα π. χθών Il.19.362
, al.: strengthd., round about,h.Cer.
276, cf. Call.Hec.1.1.13.II before or above others (cf. A. 111), exceedingly, only [dialect] Ep., in which case it commonly suffers anastrophe,Τυδεΐδη, πέρι μέν σε τίον Δαναοί Il.8.161
, cf. 9.53; σε χρὴ πέρι μὲν φάσθαι ἔπος ἠδ' ἐπακοῦσαι ib. 100; ;ἅ οἱ πέρι δῶκεν Ἀθήνη Od.2.116
, cf. 7.110; ;πέρι κέρδεα οἶδεν 2.88
; .2 π. does not suffer anastrophe in the [dialect] Ep. phrase π. κῆρι right heartily,π. κῆρι φίλησε Il.13.430
, etc. ( κῆρι φιλεῖν alone, 9.117);ἀπέχθωνται π. κῆρι 4.53
; π. κῆρι τιέσκετο ib.46, cf. Od.5.36, 7.69;π. κῆρι.. ἐχολώθη Il.13.206
; alsoπ. φρεσὶν ἄσπετος ἀλκή 16.157
;π. φρεσὶν αἴσιμα ᾔδη Od.14.433
;ἀλύσσοντες π. θυμῷ Il.22.70
, cf. Od.14.146;π. σθένεϊ Il.17.22
.4 περὶ κάτω bottom upwards,δῖνος π. κάτω τετραμμένος Stratt.34
, cf. Phot.;τὴν κόγχην στρέψας π. τὰ κάτω Ael.NA9.34
.F IN COMPOS. all its chief senses recur, esp.I extension in all directions as from a centre, all round, as in περιβάλλω, περιβλέπω, περιέχω.II completion of an orbit and return to the same point, about, as in περιάγω, περιβαίνω, περίειμι ( εἶμι ibo), περιέρχομαι, περιστρέφω.III a going over or beyond, above, before, as in περιβαίνω III, περιβάλλω v, περιγίγνομαι, περιεργάζομαι, περιτοξεύω.IV generally, a strengthening of the simple notion, beyond measure, very, exceedingly, as in περικαλλής, περίκηλος, περιδείδω, like Lat. per-.V the notion of double-ness which belongs to ἀμφί is found in only one poetic compd., περιδέξιος (q.v.).G PROSODY: περί never suffers elision in Il. or Od. (περ' ἰγνύσι h.Merc. 152
); once in Hes., (cf. Q.S.3.601, 11.382), v. ἰάχω fin.;περ' ἰγνύῃσι Theoc.25.242
;περ' Ἠδάλιον Inscr.Cypr. 135.27
H.; also in Pi.,περάπτων P.3.52
;περόδοις N.11.40
; ;περ' αὐτᾶς P.4.265
;ταύτας περ' ἀτλάτου πάθας O.6.38
: not in Trag. (περεβάλοντο, περεσκήνωσεν are ff. ll. in A.Ag. 1147, Eu. 634); in Com. and codd. of Prose writers only in part. of περίειμι ( εἶμι ibo) (q. v.):—π. stands before a word beginning with a vowel in Com., περὶ Ἀθηνῶν, περὶ ἐμοῦ, Ar.Eq. 1005 sq.:—[dialect] Aeol. περρ metri gr., v. A. 5. -
10 τάφρος
τάφρος, ἡ,A ditch, trench, freq. in Il. (once in Od., 21.120);τάφρον ὀρύξομεν Il.7.341
, cf. IG12.94.21,34, Th.2.78, al.; ἀμφὶ δὲ τάφρον ἤλασαν drew a trench, Il.7.449, cf. Hdt.4.3, Alcid.Od.5, etc.; τάφρων ὕπερ over the trenches, S.Aj. 1279, cf. Aen.Tact.37.3, al., OGI90.24 (Rosetta, ii B.C.); irrigation-ditch, PHal.1.97, al., PSI6.597.5 (both iii B.C.): it is sts. found as masc. in codd., e.g. Ph.Bel. 99.43 (cod. V), D.S.22.10.5; but βαθύν is [dialect] Ep. for βαθεῖαν in Call.Del. 37: [dialect] Dor. [full] τράφος Tab.Heracl.1.130, 2.51. -
11 ἐρύω
ἐρύω (A), Il.4.467, al., [dialect] Ion. [full] εἰρύω, [dialect] Dor. [full] ϝερύω (v. infr.): [dialect] Ep. inf. εἰρύμεναι [pron. full] [ῠ] Hes.Op. 818: [tense] impf.Aεἴρυον Mosch.2.14
,ἔρυον Il.12.258
,ἐρύεσκον Nonn.D.43.50
: [tense] fut.ἐρύω Il.11.454
, al.,ἐρύσω Opp.H.5.375
; [dialect] Ep.ἐρύσσω Orph.L.35
, Nonn.D.17.183 : [tense] aor.εἴρῠσα Od.2.389
, Hdt. 2.136 (in Hdt. εἴρυσα takes the place of εἵλκυσα),ἔρῠσα Il.5.573
;εἴρυσσα 3.373
, Od.8.85 ; lengthd. ἐρύσασκε ([etym.] ἐξ-) Il.10.490; imper. (hex.), [dialect] Dor. ϝερυσάτω (dub. sens.) BCH50.15 (Delphi, iv B.C.); subj.ἐρύσω Il.17.230
,εἰρύσω Hp.Morb.2.8
, etc.; [ per.] 2sg.ἐρύσσῃς Il.5.110
; [dialect] Ep. [ per.] 1pl. ἐρύσσομεν (for - ωμεν) 14.76, 17.635 ; opt.ἐρύσαιμι 8.21
, εἰρύσαιμι Timo 59 ; inf. ἐρύσαι, ἐρύσσαι, Il.17.419, 8.23,εἰρύσαι Hp. Morb.1.29
, ([etym.] δι-, ἐξ-) Hdt.7.24, 1.141 ; part.ἐρύσας Il.23.21
,ἐρύσαις Pi. N.7.67
,εἰρύσας Hdt.4.10
,ἐρύσσας A.R.3.913
.—[dialect] Ion., [dialect] Dor., and poet. Verb:—drag, draw, implying force or violence, νῆα..εἰς ἅλα, ἅλαδε, ἤπειρόνδε, Il.1.141, Od.2.389, 10.423 ; ἐπ' ἠπείροιο on land, 16.325, 359 ; [δόρυ] ἐ. ἐπ' ἄκρης, of the Trojan horse, 8.508 ; freq. of the dead, νεκρόν, νεκροὺς ἐ., of the friends, drag them away, rescue them, Il.5.573, 16.781 ; of the enemy, drag them off for plunder, ransom, etc., 4.467, al.; τρὶς ἐρύσας περὶ σῆμα (sc. Ἕκτορα) 24.16 ; of dogs and birds of prey, drag and tear,οἰωνοὶ ὠμησταὶ ἐρύουσι 11.454
, etc.; drag away, carry off violently, Od.9.99: c. gen. partit.,διὰ δώματ' ἐ...ἢ ποδὸς ἢ καὶ χειρός 17.479
; ἐ. τινὰ κουρίξ by the hair, 22.187 ; also, pull down, tear away,κρόσσας μὲν πύργων ἔρυον Il.12.258
, cf. 14.35.2 simply, draw, pull,δόρυ ἐξ ὠτειλῆς 16.863
;φάρμακον ἐκ γαίης Od.10.303
;ἐξ οὐρανόθεν πεδίονδε Ζῆν' Il.8.21
;κίον' ἀν' ὑψηλὴν ἐρύσαι Od.22.176
; φᾶρος..κὰκ κεφαλῆς εἴρυσσε drew it over his head, 8.85 ; ἄλλον μὲν χλαίνης ἐρύων, ἄλλον δὲ χιτῶνος pulling or plucking him by.., Il. 22.493 ; νευρὴν ἐπὶ τῷ ἐ. drawing the bowstring at him, 15.464 ;ἐ. τόξον Hdt.3.30
,4.10; εἴρυσον ἔγχος draw thy sword, S.Tr. 1033 (hex.); attract, absorb, [ ὑγρόν] Hp.Loc.Hom.14 : c. gen. partit.,τῆς χολῆς Id.Morb.1.29
; ἐπί τινι κλῆρον ἐ. draw lots for.., Call.Jov.62 ; ἐκ ποδὸς ἐ. to put aside, Pi.N.7.67 ; ὅππῃ ἐμὸν νόον εἰρύσαιμι Timol.c.; also πλίνθους εἰρύσαι make bricks, Hdt.2.136. (B) [voice] Med. [full] ἐρύομαι, [dialect] Ion. [full] εἰρύομαι [pron. full] [ῠ], [tense] fut. inf.Aἐρύεσθαι Il.14.422
, al., ἐρύσσεσθαι v.l. in Od.21.125, Il.21.176 : [tense] aor. 1εἰρύσσατο 22.306
,ἐρύσαντο 1.466
, etc.; subj.ἐρύσωμαι A.R.1.1204
; opt. ἐρύσαιο, -αίατο, Il.5.456, 298 ; inf.ἐρύσασθαι 22.351
; part.ἐρυσσάμενος 1.190
, εἰρυσάμενος (ἐπ-) Hdt.4.8:—draw for oneself, ἐρυσαίμεθα νῆας launch us ships, Il.14.79 ; [ἵππον] ἐς ἀκρόπολιν ἐ. Od.8.504
; ξίφος, ἄορ, μάχαιραν ἐρύεσθαι, draw one's sword, Il.4.530, 21.173, 3.271 ;ἄορ ἐκ κολεοῖο Theoc.22.191
;δόρυ ἐξ ὠτειλῆς εἰρυσάμην Od.10.165
; of meat on the spit, ἐρύσαντό τε πάντα they drew all off, Il.1.466, etc.; ἐρύσσασθαι μενεαίνων in his anxiety to draw [the bow], Od.21.125 ;βύρσαν θηρὸς ἀπὸ μελέων Theoc.25.273
; simply, wrench,ὅταν ἱστὸν ἀνέμοιο κατάϊξ..ὑπὲκ προτόνων ἐρύσηται A.R.1.1204
.2 of captives, χρυσῷ ἐρύσασθαι weigh against gold (cf. ἕλκω): hence, ransom, Il.22.351 (cf. ἀντερύομαι).II draw out of the press,ἐρύσασθαί τινα μάχης Il.5.456
; esp. of friends dragging away the body of a slain hero,οὐδέ κε..ἐκ βελέων ἐρύσαντο νέκυν 18.152
; of enemies, 14.422, 17.161 : c. dat., in spite of, from, 5.298, 17.104. (C) [voice] Pass., [tense] pf. εἴρῡμαι, [tense] plpf. [ per.] 3pl.Aεἰρύατο [ῡ Il.14.30
, al., [pron. full] ῠ 4.248], εἴρυντο (v. infr.): [tense] aor. ἐρύσθην or εἰρ-, Hp.Epid.5.47, Mul.1.36:—to be drawn ashore, drawn up in line, of ships,εἴρυντο νέες ταχὺν ἀμφ' Ἀχιλῆα Il.18.69
; , cf.4.248.2 to be drawn, attracted, of moisture, Hp.l.c.; to be contracted, ἐς τοὔπισθεν ἐρυσθείς, of tetanic convulsions, Id.Epid.5.47 ; τὴν γνάθον ἐρυσθεῖσα ib.4.36. (ϝερῠ-, ϝρῡ-, cf. ῥῡ-τήρ ([etym.] βρύτηρ), ῥῦ-μα, ῥῡ-μός.)------------------------------------ἐρύω (B), only in [voice] Med. [full] ἐρύομαι, redupl. non-thematic [tense] pres. [ per.] 3pl. εἰρύαται [pron. full] [ῠ] Il.1.239, h.Cer. 152, [pron. full] [ῡ]Od.16.463 ; inf.Aεἴρυσθαι 3.268
, 23.151 (from se-srū-, v. infr.); [tense] impf.εἴρῡτο Il.16.542
, 24.499, Od.23.229, Hes.Sc. 138,εἴρυντο Il.12.454
, εἰρύατο [pron. full] [ῠ] 22.303 : from unredupl. stem [pref] ῥῡ- ( srū-]), non-thematic [ per.] 3pl. [tense] impf. ῥύατ' [pron. full] [ῡ] 18.515, Od.17.201, inf.ῥῦσθαι Il.15.141
, iterat.ῥύσκευ 24.730
: thematic [tense] pres. [full] ῥύομαι [pron. full] [ῠ] Od.14.107, 15.35, Il.9.396, 10.259, 417, Hes.Sc. 105 ; with ῡ, ῥύομ' Il.15.257
,ῥύοιτο 12.8
,ῥύοισθε 17.224
; [tense] impf. ῥύετ' [pron. full] [ῡ] 16.799 : [pron. full] ῡ in Trag. (E.HF 197, al., also A.Eleg.3), but [pron. full] ῠ in Id.Th. 303 (lyr.), 824 (anap.): thematic [tense] impf. ἐρύετο [pron. full] [ῡ] Il.6.403 ; non-thematicἔρῡτο 4.138
, 5.23, al.,ἔρῡσο 22.507
( ἔρῡτο as [tense] aor. 2 S.OT 1351 (lyr.)): [tense] pres. inf.ἔρυσθαι Od.5.484
,9.194, al.; later [tense] pres. ind.ἔρῡται A.R.2.1208
: [tense] fut.ἐρύσσεται Il.10.44
, ἐρύεσθαι [pron. full] [ῠ] 20.195, ῥύσομαι [pron. full] [ῡ] Hes.Th. 662, Hdt.1.86, A.Th.91 (lyr.); [ per.] 3pl. : [tense] aor. I εἰρῠσάμην (from e-serū-) Il.4.186, 20.93, 21.230 ; opt. ἐρύσαιτο [pron. full] [ῠ] 24.584 ; ind. also ἐρρύσατο [pron. full] [ῡ] Od.1.6, al., ἐρύσατο [pron. full] [ῡ] Il.5.344, al., once withῥῠ, ῥῠσάμην 15.29
: from the redupl.[tense] pres. εἴρῡμαι are formed [tense] fut. ind. [ per.] 3pl.εἰρύσσονται 18.276
, I pl.εἰρῠόμεσθα 21.588
: [tense] aor. I inf.εἰρύσσασθαι 1.216
; opt.εἰρυσσαίμην 8.143
, 17.327, Od.16.459:—later [voice] Pass., [tense] aor.ἐρρύσθην Ev.Luc.1.74
, 2 Ep.Ti.4.17, Hld.10.7 : for ἔρῠτο and ἐρυσσάμενοι as [voice] Pass., v. infr. 4:—protect, guard, of armour, [πήληξ] κάρη ῥύετ' Ἀχιλλῆος Il.16.799
; [κυνέη] εἴρυτο κάρη Hes.Sc. 138
;ῥύεται δὲ κάρη Il.10.259
, etc.;μίτρης..ἥ οἱ πλεῖστον ἔρυτο 4.138
, cf. 23.819 ;ἄστυ δὲ πύργοι ὑψηλαί τε πύλαι σανίδες τ'..εἰρύσσονται 18.276
, cf. 12.454 ; ἀμφὶ δὲ τάφρον ἤλασαν, ὄφρα σφιν νῆας..ῥύοιτο ib.8 ;οἶος ἐρύετο Ἴλιον Ἕκτωρ 6.403
, cf. 22.507, 24.499 ;οἵ με πάρος γε εἰρύατο 22.303
;ὅς σε πάρος περ ῥύομ' 15.257
, cf.A.Th.91 (lyr.), etc.; καὶ πῶς βέβηλον ἄλσος ἂν ῥύοιτό με; Id.Supp. 509 ;Λυκίην εἴρυτο δίκῃσί τε καὶ σθένεϊ ᾧ Il.16.542
; ; [ἔλαφον] ὕλη εἰρύσατο 15.274
; of warders or watchmen, 10.417 ;σῦς τάσδε φυλάσσω τε ῥύομαί τε Od.14.107
; νῆα, νῆας ἔρυσθαι, 9.194, 10.444, 14.260, 17.429 ;εἴρυσθαι μέγα δῶμα 23.151
; ἣ νῶϊν εἴρυτο θύρας, of a female slave, ib. 229;ἐπέτελλεν..εἴρυσθαι ἄκοιτιν 3.268
; αὖλιν ἔρυντο, of dogs, Theoc.25.76 ; ἔτι μ' αὖτ' εἰρύαται οἴκαδ' ἰόντα lie in wait for me, Od.16.463 ; χαλεπόν σε θεῶν..δήνεα εἴρυσθαι to discover them, 23.82 (here perh. a difft. word, cogn. with ἐρευνάω, cf. Pi.Fr.61) ; φρεσὶν εἰρύσσαιτο keep in his heart, conceal, Od.16.459 ; οἵ τε θέμιστας πρὸς Διὸς εἰρύαται maintain them, Il.1.239 : hence, support, hold in honour, with notion of obedience, ;ἔπος εἰρύσσασθαι 1.216
.2 without any notion of defence, merely cover,ὡς ῥύσαιτο περὶ χροΐ μήδεα φωτός Od.6.129
;φύλλων χύσις ἤλ θα πολλὴ ὅσσον τ' ἠὲ δύω ἠὲ τρεῖς ἄνδρας ἔρυσθαι 5.484
.3 c. acc. rei, keep off, ward off, ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν by no augury could he ward off black death, Il.2.859 ; ἡ δ' (sc. ἀσπὶς)οὐκ ἔγχος ἔρυτο 5.538
, 17.518, Od.24.524 ;ἀλλὰ πάροιθεν εἰρύσατο ζωστήρ Il.4.186
.4 thwart, check, curb, much like ἐρύκω,Διὸς νόον εἰρύσσαιτο 8.143
; ;Ἠῶ ῥύσατ' ἐπ' Ὠκεανῷ Od.23.244
;νῆά τ' ἔρυσθαι A.R.3.607
; so prob. in Τροΐας ἶνας ἐκταμὼν δορί, ταί νιν ῥύοντό ποτε ( thwarted him)μάχας..ἔργον..κορύσσοντα Pi.I.8(7).57
; νόστον ἐρυσσάμενοι having been balked of their return ([voice] Med. in pass. sense, cf. ἐστεφανώσατο, κατασχόμενος), Id.N.9.23 (v.l. ἐρεις-):—[voice] Pass.,ἡ δ' ἔρῠτ' εἰν Ἀρίμοισι Hes.Th. 304
.5 rescue, save, deliver (not in [dialect] Att. Prose exc. Th.5.63);μετὰ χερσὶν ἐρύσατο Φοῖβος Ἀπόλλων Il.5.344
, cf. 11.363; πῶς ἂν.. εἰρύσσαισθε Ἴλιον; 17.327 ;Ποσειδάων..Νέστορος υἱὸν ἔρυτο 13.555
;βουλῆς..ἥ τίς κεν ἐρύσσεται ἠδὲ σαώσει Ἀργείους 10.44
; ;ὁ δ' ἐρύσατο καί μ' ἐλέησεν Od.14.279
;ἐρρύσατο καὶ ἐσάωσεν Il.15.290
; ;πατρίδα ῥυομένους Id.Eleg.3
;ῥύου με κἀκφύλασσε S.OC 285
, cf. Hdt.7.217,8.114 : freq. folld. by a Prep.,οὐ γάρ κεν ῥύσαιτό σ' ὑπὲκ κακοῦ Od. 12.107
;Ζεῦ πάτερ, ἀλλὰ σὺ ῥῦσαι ὑπ' ἠέρος υἷας Ἀχαιῶν Il.17.645
, cf. 224 ;ἐκ..πόνων ἐρρύσατο Pi.P.12.19
;ῥύσασθαί μιν ἐκ τοῦ παρεόντος κακοῦ Hdt.1.87
;ὡς ἂν ἀλλὰ παῖδ' ἐμὴν ῥυσώμεθ' ἀνδρῶν ἐκ χερῶν μιαιφόνων E.Or. 1563
: (lyr.);ἀπὸ τοῦ πονηροῦ Ev.Matt.6.13
: c. gen.,ῥ. τινὰ τοῦ μὴ κατακαυθῆναι Hdt.1.86
;κακῶν μυρίων E.Alc. 770
; (lyr.);πολέμου καὶ μανιῶν ῥ. Ἑλλάδα Ar. Lys. 342
: c. inf.,ῥ. τινὰ θανεῖν E.Alc.11
;τινα μὴ κατθανεῖν Id.HF 197
, cf. Or. 599, Hdt.7.11 ; also, save from an illness, cure, Id.4.187 : generally, Id.3.132.6 set free, redeem, τὸν ἔνθεν ῥυσάμην I set him free from thence, Il.15.29 ;ἐκ δουλοσύνης Hdt.5.49
,9.90; δουλοσύνης ib. 76 ;μάντιν Ἠλεῖον..ἀπημελημένον ἐν τοῖσι ἀνδραπόδοισι ἐρρύσατο Id.3.132
; butχρυσῷ ἐρύσασθαι Il.22.351
seems to come from ([etym.] ϝ) ερύω (v. ἐρύω (A) B.1.2).b metaph., redeem, compensate for.., ἔργῳ γὰρ ἀγαθῷ ῥύσεσθαι τὰς αἰτίας (v.l. λύσεσθαι) Th.5.63 ; ταῦτα πάντα κατθανοῦσα ῥύσομαι my death will redeem (purchase) all this, E.IA 1383 (troch.);ῥ. καμάτους Epigr.Gr.853.6
:—double sense in S.OT 312, 313 ῥῦσαι σεαυτὸν καὶ πόλιν, ῥῦσαι δ' ἐμέ, ῥῦσαι δὲ πᾶν μίασμα τοῦ τεθνηκότος redeem (deliver) thyself and the state and me, and redeem the pollution from the dead (the μίασμα being thought of as an unpaid debt). ( ἐρῠ- ῥῡ- from ser[ucaron]- srū-, cogn. with Lat. servare, v. οὖρος 'guard', ἔρυμα, ἐρυμνός.) -
12 παρελαύνω
παρ - ελαύνω, fut. παρελάσσεις, aor. παρέλασσε, -ήλασαν: drive by, sail by; τινὰ ἵπποισιν, νηί, Ψ , Od. 12.186, 197.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > παρελαύνω
См. также в других словарях:
ἤλασαν — ἐλαύνω drive aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελαύνω — (ΑΜ ἐλαύνω) 1. κινώ, οδηγώ, κατευθύνω 2. (για ιππέα) κατευθύνω το άλογο ή τα άλογα τού άρματος 3. επιτίθεμαι 4. κωπηλατώ 5. διώχνω, απομακρύνω βιαίως 6. (για μέταλλα) σφυρηλατώ μσν. 1. συλλαμβάνω 2. ανακοινώνω αρχ. 1. (για πεζούς) προχωρώ 2. πλέω … Dictionary of Greek
εύζυγος — εὔζυγος, και επικ. τ. ἐΰζυγος, ον (Α) (για πλοία) αυτός που έχει καλά καθίσματα («ἐΰζυγον ἤλασαν Ἀργώ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ζυγός, παράλλ. τ. τού ζυγόν] … Dictionary of Greek
ρύομαι — (I) ῥύομαι ΝΜΑ (αποθ.) απαλλάσσω κάποιον από κίνδυνο, λυτρώνω, διασώζω (α. «ἀλλὰ ῥῡσαι ἡμᾱς ἀπὸ τοῡ πονηροῡ», ΚΔ β. «ῥῡσαι σεαυτὸν καὶ πόλιν, ῥῡσαι δ ἐμέ, ῥῡσαι δὲ πᾱν μίασμα τοῡ τεθνηκότος» λύτρωσε τον εαυτό σου και την πόλη, σώσε και εμένα,… … Dictionary of Greek