Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἡμίση

См. также в других словарях:

  • ἡμίση — ἥμισυς half neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἥμισυς half neut acc pl (attic epic doric ionic) ἥμισυς half neut nom pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφθημιμερής — ές (ΑΜ ἑφθημιμερής, ές) 1. αυτός που περιέχει επτά ημίση (3 + 1/2) 2. (στη μετρική) το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐφθημιμερὲς (ενν. μέτρο) το μέτρο που περιέχει 3 1/2 πόδες, όπως είναι το αποτελούμενο από τους πρώτους 3 1/2 πόδες τού δακτυλικού εξαμέτρου,… …   Dictionary of Greek

  • ολόκληρος — η, ο (ΑΜ ολόκληρος, ον) 1. αυτός που έχει πλήρη όλα τα μέρη του, άρτιος, πλήρης, συνολικός, ακέραιος («εἰς μακρὸν γῆρας ἀφικέσθαι ἐν ὑγιαινούσῇ τῆ ψυχῇ καὶ ὁλοκλήρῳ τῷ σώματι», Λουκιαν.) 2. μεγάλος, σημαντικός, αξιόλογος («έχασε στα χαρτιά… …   Dictionary of Greek

  • στέμμα — Καθετί που χρησιμοποιείται για στεφάνωμα, και κυρίως το διάδημα (ταινία που περιδένει τα μαλλιά ή η κορόνα) του κεφαλιού ως σύμβολο της βασιλικής εξουσίας. Γενικότερα είναι και η ίδια η βασιλική εξουσία, ο βασιλιάς και η απεικόνιση του στις… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»