Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἕλμινθας

См. также в других словарях:

  • ἕλμινθας — ἕλμινς worm fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • LUMBRICUS — an a, lubricitatie, an a lumbis, vermis intestinorum: cui origo ab excrementis nondum excretis, Gr. ἕλμινα. Dividit autem ἕλμινθας Aristot. Hist. Anim. l. 5. c. 19. in πλατείας. latas, ςτρογγύλας, rotundas et τρίτον γένος ἀςκαρίδας, tertium genus …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κυστικέρκωση — Παρασιτική ασθένεια του ανθρώπου αλλά και διαφόρων ζώων της ομάδας των κεστωδών, που χαρακτηρίζεται από την παρουσία κυστικέρκων στους ιστούς και στα όργανα. Στον άνθρωπο προκαλείται από τις νύμφες της ταινίας των χοίρων, της έλμινθας. Η ημιώριμη …   Dictionary of Greek

  • παραγονιμίαση — (Ιατρ.). Ελμινθίαση που προσβάλλει τα σαρκοβόρα ζώα, τους χοίρους και τον άνθρωπο, κυρίως στους πνεύμονες. Η μόλυνση αυτή, που απαντάται στην Κίνα, στην Κορέα και στην Ιαπωνία, οφείλεται στον τρηματώδη σκώληκα paragonimus ringeri, ο οποίος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»