Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἔπεμψα

См. также в других словарях:

  • ἔπεμψα — πέμπω send aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπέμψαν — ἐπέμψᾱν , ἐπί , ἐν ψάω rub imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐπέμψᾱν , ἐπί , ἐν ψάω rub imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἐπέμψᾱν , ἐπί ἐμψάω wipe in imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐπέμψᾱν , ἐπί ἐμψάω wipe in imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέμπω — έπεμψα και έπεψα, στέλνω, αποστέλνω: Έπεψα άνθρωπο να δώσει το γράμμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κἄπεμψ' — ἔπεμψα , πέμπω send aor ind act 1st sg ἔπεμψε , πέμπω send aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔπεμψ' — ἔπεμψα , πέμπω send aor ind act 1st sg ἔπεμψε , πέμπω send aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ψ, ψ — Το εικοστό τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Το ψ, όπως και τα φ, χ, ω, δεν προέρχεται από τροποποίηση σημιτικού γράμματος, αλλά είναι επινόηση των Ελλήνων για την παράσταση του διπλού φθόγγου, που προήλθε από τη συνάντηση του σ με τα χειλικά …   Dictionary of Greek

  • κατοπτήρ — κατοπτήρ, ῆρος, ὁ (Α) 1. κατάσκοπος, ανιχνευτής («σκοποὺς δὲ κἀγὼ καὶ κατοπτῆρας στρατοῡ ἔπεμψα», Αισχύλ.) 2. το χειρουργικό εργαλείο εδροδιαστολέας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οπτήρ (< ὀπτήρ < θ. οπ τού ὄπωπα «βλέπω»), πρβλ. δι οπτήρ, επ… …   Dictionary of Greek

  • ονάριον — ὀνάριον, τὸ (Α) [όνος] 1. μικρός όνος, γαιδουράκι 2. είδωλο, συν. χάλκινο, μικρού όνου («τὸ ὀνάριον τὸ χαλκοῡν, εἰ ἐπωλεῑτο δραχμῶν κδ, ἔκτοτε ἂν ἔπεμψά σοι», πάπ.) …   Dictionary of Greek

  • σκοπός — Ορεινός οικισμός (189 κάτ., υψόμ. 760 μ.), στην επαρχία Φλώρινας, του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (106 τ. χλμ.,189 κάτ.). * * * (I) ο, ΝΑ, και σκοπός, ἡ, Α φρουρός νεοελλ. στρ. οπλίτης που τάσσεται σε ορισμένη θέση, τη… …   Dictionary of Greek

  • ДАВИД ДИСИПАТ — ДИСИПАТ [греч. Ϫαυΐδ, Ϫαβὶδ Ϫισύπατος] († между 1347 и 1354), мон., богослов, сторонник учения свт. Григория Паламы. С. Петридис (см.: Pétridès S. David et Gabriel, hymnographes // EO. 1905. Vol. 8. P. 299) предположил возможность отождествления… …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»