Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐχεύατο

См. также в других словарях:

  • ἐχεύατο — χέω diffuse completely aor ind mid 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελάνω — (Α) [μέλας, ανος] γίνομαι μαύρος, μαυρίζω (α. «Ζεφύροιο ἐχεύατο πόντον ἐπὶ φρίξ... μελάνει δὲ τε πόντος ὑπ αὐτῆς», Ομ. Ιλ. β. «πόντοιο διήλυσις, ἔνθα μάλιστα βένθος ἀκίνητον μελανεῑ», Απολλ. Ρόδ.) …   Dictionary of Greek

  • φρίξ — ικός, ἡ, Α 1. ελαφρός κυματισμός υδάτινης επιφάνειας, φρικίαση («Ζεφύροιο ἐχεύατο πόντον ἔπι φρίξ», Ομ. Ιλ.) 2. ανατρίχιασμα 3. παροξυσμός ρίγους («πυρετὸς ἴσχει ξηρὸς καὶ φρὶξ ἄλλοτε», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία, κατά μία… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»