-
1 ημεριος
-
2 αμεριος
-
3 εφημεριος
2 и 31) длящийся целый деньοὔ κεν ἐ. βάλοι δάκρυ Hom. — (отведавший вина Елены) в течение целого дня не проронил бы ни слезы
2) длящийся не более дня, однодневныйἐφημέρια φρονέοντες Hom. — думающие лишь о текущем дне, т.е. недальновидные люди;
ἀπτῆνες ἐφημέριοι Arph. — бескрылые однодневки, жалкие мимолетные создания3) ежедневный, поденный(μισθός Anth.)
-
4 καθημεριος
дор. καθᾱμέριος 31) ежедневный, повседневный, т.е. неиссякающий(πολύκαρπος βότρυς Eur.)
2) нынешний(μοῖρα Soph.)
-
5 πανημεριος
31) продолжающийся или действующий в течение целого дняπανημέριοι μολπῇ θεὸν ἱλάσκοντο Hom. — (ахейцы) весь день умилостивляли бога песнопением;
ὅσσον πανημερίη νηῦς ἤνυσεν Hom. — (расстояние), которое корабль пройдет за целый день2) предстоящий в оставшуюся часть дняτίς σε π. ὅδε χρόνος μένει ; Eur. — что сулит тебе оставшийся день?
3) ежедневныйσαίρω δάπεδον π. Eur. — я ежедневно подметаю пол
См. также в других словарях:
ημέριος — ἡμέριος, ον (AM, Α δωρ. τ. ἁμέριος, ον) [ημέρα] μσν. (το ουδ. ως επίρρ.) ἡμέριον καθημερινά αρχ. 1. αυτός που διαρκεί μία ημέρα («ἁμερίω γέννᾳ», Ευρ.) 2. ημερήσιος, καθημερινός 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἡμέριοι οι θνητοί … Dictionary of Greek
ἡμέριος — lasting but a day masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ημέριος ή Ιμέριος — Όνομα στρατιωτικών ηγετών και αυλικών του Βυζαντίου. 1. Στρατηγός του Ιουστινιανού A’ (α’ μισό 6ου αι. μ.Χ.). Καταγόταν από τη Θράκη. Πήρε μέρος στην εκστρατεία του Βελισάριου κατά των Βανδάλων της βόρειας Αφρικής και, μετά τη συντριβή των… … Dictionary of Greek
ἡμέριον — ἡμέριος lasting but a day masc/fem acc sg ἡμέριος lasting but a day neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμερίοις — ἡμέριος lasting but a day masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμερίοισι — ἡμέριος lasting but a day masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμερίοισιν — ἡμέριος lasting but a day masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμερίου — ἡμέριος lasting but a day masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμερίους — ἡμέριος lasting but a day masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμερίων — ἡμέριος lasting but a day masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμερίῳ — ἡμέριος lasting but a day masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)