-
1 καθημεριος
дор. καθᾱμέριος 31) ежедневный, повседневный, т.е. неиссякающий(πολύκαρπος βότρυς Eur.)
2) нынешний(μοῖρα Soph.)
-
2 καθαμεριος
См. также в других словарях:
καθημέριος — καθημέριος, δωρ. τ. καθαμέριος, ία, ον (Α) 1. καθημερινός 2. σημερινός, τωρινός, ο κατά τούτη την ημέρα («νῡν σε μοῑρα καθαμερία φθίνειν ἔχει», Σοφ.) 3. (το ουδ. ως επίρρ.) καθημέριον καθημερινά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. «καθ ἡμέραν»] … Dictionary of Greek
καθημερινά — καθημέριος day by day neut nom/voc/acc pl καθημερινά̱ , καθημέριος day by day fem nom/voc/acc dual καθημερινά̱ , καθημέριος day by day fem nom/voc sg (doric aeolic) καθημερινός day by day neut nom/voc/acc pl καθημερινά̱ , καθημερινός day by day… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθημερινῶν — καθημέριος day by day fem gen pl καθημέριος day by day masc/neut gen pl καθημερινός day by day fem gen pl καθημερινός day by day masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθημερινόν — καθημέριος day by day masc acc sg καθημέριος day by day neut nom/voc/acc sg καθημερινός day by day masc acc sg καθημερινός day by day neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθημέριον — καθημέριος day by day masc acc sg καθημέριος day by day neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθημεριναῖς — καθημέριος day by day fem dat pl καθημερινός day by day fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθημεριναί — καθημέριος day by day fem nom/voc pl καθημερινός day by day fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθημερινοῖς — καθημέριος day by day masc/neut dat pl καθημερινός day by day masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθημερινοί — καθημέριος day by day masc nom/voc pl καθημερινός day by day masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθημερινοῦ — καθημέριος day by day masc/neut gen sg καθημερινός day by day masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθημερινούς — καθημέριος day by day masc acc pl καθημερινός day by day masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)