Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐπενείματο

См. также в других словарях:

  • ἐπενείματο — ἐπινέμω allot aor ind mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπενείματ' — ἐπενείματο , ἐπινέμω allot aor ind mid 3rd sg ἐπενείματε , ἐπινέμω allot aor ind act 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοριστία — ἡ, Α η τάση τού να δίνει κανείς ορισμούς («ἐπεὶ καὶ τοῡτον τὸν ἄνδρα... τὸ τῆς φιλοριστίας ἐπενείματο νόσημα», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + οριστία (< ὁριστός < ὁρίζω), πρβλ. ἀ οριστία] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»