-
1 αλλαγη
дор. ἀλλᾰγά ἥ1) перемена, смена, замена, изменениеἐν ἀλλαγᾷ λόγου Aesch. — с изменением известия, т.е. если это известие окажется ложным;
ἀλλαγᾷ βίου Soph. — в силу житейских превратностей;ἥ κατὰ τόπον ἀ. Arst. — перемена места, перемещение2) (торговый) обмен, (товарное или денежное) обращение Plat.δι΄ ἀλλαγῆς Arst. — в порядке обмена
3) pl. взаимоотношения(πρὸς ἀλλήλους Arst.)
-
2 αλλαγή
-
3 αλλαγή
[аллаги] ουσ θ перемена, замена. -
4 αλλαγα
-
5 απαλλαγη
ἥ1) освобождение, избавление(πόνων Aesch.; πεπρωμένης Soph.; τοῦ παντός Plat.; τυραννίδος Plut.)
2) прекращение(τοῦ πολέμου Thuc., Dem., Plut.)
3) развод4) отделение, расставание(τινος ἀπό τινος Plat.)
5) уход, отступление(τοῦ Αἰθίοπος, sc. ἐκ τῆς Αἰγύπτου Her.)
οὐχ οἱ ἦν ἀ. οὐδεμία Her. — он никак не мог уйти;ἥ ἀ. ἐγένετο ἀλλήλων Thuc. — (противники) отошли друг от друга6) (тж. ἀ. τοῦ βίου Xen.) кончина, смерть Diog.L. -
6 διαλλαγη
ἥ1) обмен, pl. торговля2) преимущ. pl. заключение мира, примирение Her., Eur., Arph., Xen., Isocr., Plat., Dem.3) рит. диаллага ( накопление разных доводов в защиту одного и того же положения) Quint. -
7 εναλλαγη
ἥ1) поворотκατ΄ ἐναλλαγήν Plat. — обратно, наоборот
2) грам. перемещение, перестановка(ἐ. στοιχείων ὡς τὸ «ἀρχων» ὄνομα γίνεται «Χάρων» Sext.)
-
8 εξαλλαγη
ἥ1) отступление, отклонение(τῶν εἰωθότων νομίμων Plat.)
2) изменение(ἐξαλλαγαὴ τῶν ὀνομάτων Arst.)
ἐξαλλαγέν λαμβάνειν Plut. — претерпевать изменение -
9 καταλλαγη
ἥ1) обмен, размен(νομισμάτων Arst.)
2) плата за размен, прибыль менялы Dem.3) тж. pl. примирение, мирное соглашение(τινος μετά τινος NT.)
πολέμου κ. Arph. — заключение мирного договора;καταλλαγὰς ποιεῖσθαι πρός τινα Dem. — заключить мирный договор с кем-л.;βαρεῖαι καταλλαγαί Aesch. — трудность примирения, непримиримость -
10 μεταλλαγη
дор. μεταλλᾰγά ἥ1) смена, перемена или переход(εἰς ἄλληλα Plat.)
ἐν μεταλλαγῇ Soph. — путем перемены, взамен;ὅτι ἥ ξυμμαχία οὐκ εἰρήνη, ἀλλὰ πολέμου μ. εἴη Xen. — (коринфяне ответили), что такой союз был бы не миром, а новой войной2) подмена, смешение(τῶν ἐπιστημῶν Plat.)
3) прекращение, конец(δακρύων, συντυχίας Eur.)
μ. τῇς ἡμέρης Her. — солнечное затмение;μ. τοῦ βίου Plut. — кончина, смерть -
11 ξυναλλαγη
ἥ1) обменξ. λόγου Soph. и λόγων ξυναλλαγαί Eur. — обмен речами, переговоры
2) pl. сношения, взаимоотношенияλέκτρων συναλλαγαί Eur. — половая связь
3) примирение, мирὅρκοι ξυναλλαγῆς Thuc. — скрепление мира клятвами;
ἐκ συναλλαγῆς Xen. — в силу (состоявшегося) примирения;πρός τινα διαλέγεσθαι περὴ συναλλαγῶν Xen. — вести с кем-л. переговоры о мире4) стечение обстоятельств, случайνόσου συναλλαγῇ θανάσιμος Soph. — умерший от болезни;
δαιμόνων ξυναλλαγαί Soph. — ниспосылаемые божествами превратности;ποίας φανείσης συναλλαγῆς ; Soph. — в силу каких обстоятельств? -
12 παραλλαγη
ἥ1) смена, чередование(φρυκτωριῶν τε καὴ πυρός Aesch.)
2) изменение(π. ἢ τροπή NT.)
3) замещение, замена, подмена(διανοίας πρὸς αἴσθησιν Plat.)
4) различие, разницаμεγάλην ἔχειν παραλλαγήν τινι Diod. — сильно отличаться от чего-л.
-
13 συναλλαγη
ἥ1) обменξ. λόγου Soph. и λόγων ξυναλλαγαί Eur. — обмен речами, переговоры
2) pl. сношения, взаимоотношенияλέκτρων συναλλαγαί Eur. — половая связь
3) примирение, мирὅρκοι ξυναλλαγῆς Thuc. — скрепление мира клятвами;
ἐκ συναλλαγῆς Xen. — в силу (состоявшегося) примирения;πρός τινα διαλέγεσθαι περὴ συναλλαγῶν Xen. — вести с кем-л. переговоры о мире4) стечение обстоятельств, случайνόσου συναλλαγῇ θανάσιμος Soph. — умерший от болезни;
δαιμόνων ξυναλλαγαί Soph. — ниспосылаемые божествами превратности;ποίας φανείσης συναλλαγῆς ; Soph. — в силу каких обстоятельств? -
14 υπαλλαγη
ἥ1) заменаἑλέσθαι τι ὑπαλλαγάς τινος Eur. — выбрать что-л. взамен чего-л.
2) рит. гипаллага ( разновидность метонимии) -
15 άλλαγμα
-
16 αλλαή
η см. αλλαγή -
17 θεμελιακές
η, ό[ν]1) основательный, фундаментальный; основополагающий; 2) перен. радикальный, коренной;θεμελιακέςή αλλαγή — радикальное изменение;
θεμελιακέςά ζητήματα — коренные вопросы, интересы
-
18 καθεστώς
(-ωτος), ώσα, ως 1. установленный, действующий;οι καθεστώτες νόμοι — действующие законы;
2. (τό) политический режим, государственный, общественный строй;χώρες με διαφορετικά καθεστΦτα — страны с различным общественным строем;
αστικό καθεστώς — буржуазный строй;
σοσιαλιστικό καθεστώς — социалистический строй;
αλλαγή τού καθεστώτος — изменение политического режима;
στρέφομαι κατά τού καθεστώτος — быть направленным против государственного строя
-
19 προβλέπω
(αόρ. (ε)πρόβλεψα, προέβλεψα и προείδον) μετ.1) предвидеть; предугадывать; прогнозировать; 2) предусматривать, принимать во внимание;ο νόμος (η συμφωνία) προβλέπει... — закон (договор) предусматривает...;
1) — быть предусмотренным, предусматриваться;προβλέπομαι
2) ожидаться;προβλέπεταιή αλλαγή τού καιρού επί το ψυχρότερο — ожидается похолодание
-
20 ριζικός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀλλαγή — change fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλαγή — η 1. μεταβολή, μετατροπή: Έκανε αίτηση για αλλαγή του επωνύμου του. 2. αντικατάσταση φρουράς: Δεν έγινε ακόμη αλλαγή φρουράς. 3. καθαρισμός και επίδεση πληγής: Πηγαίνω μέρα παρά μέρα στο νοσοκομείο για αλλαγή. 4. μετακίνηση σε άλλο κλίμα: Ο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλλαγή — Μεταβολή, μετατροπή. Λέγεται επίσης ανταλλαγή (σε είδη εμπορίου, κινητά ή ακίνητα πράγματα)· η αντικατάσταση φρουράς, ο καθαρισμός και επίδεση πληγής. Στα αρχαία ελληνικά α. σήμαινε το κέρδος του αργυραμοιβού από την ανταλλαγή νομισμάτων. Επίσης … Dictionary of Greek
ἀλλαγῇ — ἀλλάσσω make other than it is aor subj pass 3rd sg ἀλλαγή change fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρονομική διαδοχή — Αλλαγή συνόλου σχέσεων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ενός ατόμου μετά τον θάνατό του. Το νέο πρόσωπο είναι ο κληρονόμος, το παλιό ο κληρονομούμενος και το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων η κληρονομιά. Ο κληρονόμος συνήθως είναι καθολικός… … Dictionary of Greek
ἀλλαγαῖς — ἀλλαγή change fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλαγαί — ἀλλαγή change fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλαγᾷ — ἀλλαγή change fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλαγῆς — ἀλλαγή change fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλαγήν — ἀλλαγή change fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλαγῶν — ἀλλαγή change fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)