-
1 εναλλαγη
ἥ1) поворотκατ΄ ἐναλλαγήν Plat. — обратно, наоборот
2) грам. перемещение, перестановка(ἐ. στοιχείων ὡς τὸ «ἀρχων» ὄνομα γίνεται «Χάρων» Sext.)
-
2 εναλλαγή
-
3 εναλλαγή
[эналлаги] ουσ Θ. чередование, попеременность. -
4 ύλη
η1) вещество, материал;πρώτες ύλες — сырьё;
πλαστικές ύλες — пластмассы;
καύσιμη ύλη — горючее (топливо);
ανταλλαγή ( — или εναλλαγή) ύλης — обмен веществ;
2) перен. материал; тема, содержание (книги и т. п.); объект (науки);ύλ εφημερίδας — газетный материал;
γλωσσική ύλη — языковой материал;
3) филос, материя;4) материальные блага;§ γραφική ύλη — письменные принадлежности
См. также в других словарях:
ἐναλλαγή — interchange fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εναλλαγή — Ανταλλαγή γενετικού υλικού ανάμεσα σε ζεύγη χρωμοσωμάτων που προέρχονται από τους δύο γονείς ενός ατόμου, στη διάρκεια του σχηματισμού του ωαρίου και του σπερματοζωαρίου. * * * η (AM ἐναλλαγή) 1. αμοιβαία αλλαγή, εκ περιτροπής διαδοχή, διαδοχική… … Dictionary of Greek
εναλλαγή — η 1. αμοιβαία διαδοχή, διαδοχική αλλαγή: Εναλλαγή ημέρας και νύχτας. 2. (βιολ.), μεταβολή, αλλαγή: Εναλλαγή της ύλης. 3. (βιολ.), το φαινόμενο που παρατηρείται όταν οργανισμοί (ζωικοί ή φυτικοί) δε μοιάζουν με τους γεννήτορες, αλλά έχουν τα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐναλλαγῇ — ἐναλλάσσω exchange aor subj pass 3rd sg ἐναλλάσσω exchange aor subj pass 3rd sg ἐναλλαγή interchange fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εναλλαγή γενεών — Φαινόμενο που παρατηρείται σε όλες τις ομάδες των φυτών που παρουσιάζουν εγγενή αναπαραγωγή και συνίσταται στη διαδοχική εναλλαγή δύο γενεών. Η μία έχει κανονική βλαστητική αγενή αναπαραγωγή (σποριοφυτική, διπλοειδής γενεά) που ολοκληρώνεται με… … Dictionary of Greek
ἐναλλαγῆι — ἐναλλαγῇ , ἐναλλάσσω exchange aor subj pass 3rd sg ἐναλλαγῇ , ἐναλλάσσω exchange aor subj pass 3rd sg ἐναλλαγῇ , ἐναλλαγή interchange fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναλλαγαῖς — ἐναλλαγή interchange fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναλλαγαί — ἐναλλαγή interchange fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναλλαγῆς — ἐναλλαγή interchange fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναλλαγήν — ἐναλλαγή interchange fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναλλαγῶν — ἐναλλαγή interchange fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)