Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

αστικό

  • 1 αστικός

    η, ό[ν]
    1) городской;

    αστικός πληθυσμός — городское население;

    2) буржуазный;

    η αστική τάξη — буржуазия;

    αστικό καθεστώς — буржуазный строй;

    3) юр. гражданский;

    αστικό δίκαιο — гражданское право;

    αστική κατάστασις — гражданское положение

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αστικός

  • 2 δίκαιο

    [ν] τό
    1) право, справедливое требование; правота;

    έχω δίκαιο — быть правым;

    δεν έχω δίκαιο — быть неправым;

    διεκδικώ τα δίκαια μου отстаивать свои права;
    2) справедливость; εν ονόματι τού δικαίου во имя справедливости; 3) правосудие;

    απονέμω δίκαιο — отправлять правосудие;

    4) юр. право; юриспруденция;

    δημόσιο (ποινικό, διεθνές) δίκαιο — государственное (уголовное, международное) право:

    συνταγματικό δίκαιο — конституционное право;

    ιδιωτικό ( — или αστικό) δίκαιο — гражданское право;

    5) закон, правило;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > δίκαιο

  • 3 καθεστώς

    (-ωτος), ώσα, ως 1. установленный, действующий;

    οι καθεστώτες νόμοι — действующие законы;

    2. (τό) политический режим, государственный, общественный строй;

    χώρες με διαφορετικά καθεστΦτα — страны с различным общественным строем;

    αστικό καθεστώς — буржуазный строй;

    σοσιαλιστικό καθεστώς — социалистический строй;

    αλλαγή τού καθεστώτος — изменение политического режима;

    στρέφομαι κατά τού καθεστώτος — быть направленным против государственного строя

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > καθεστώς

См. также в других словарях:

  • αστικό δίκαιο — Βλ. λ. δίκαιο …   Dictionary of Greek

  • αστικό περιβάλλον — Βλ. λ. αστική οικολογία …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • δίκαιο — Ο όρος δ. είναι ιδιαίτερα ευρύς και χρησιμοποιείται με περισσότερες από μία σημασίες. Γενικά ο όρος δ. χρησιμοποιείται για να προσδώσει την έννοια του ορθού και του πρέποντος σε πράξεις και σε συμπεριφορές.Ως στενός νομικός όρος υπέστη εκτεταμένη …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • αδίκημα — Πράξη ή παράλειψη αντίθετη με τους νομικούς κανόνες, που έχει ως αποτέλεσμα τη βλάβη ή την προσβολή ενός δημόσιου ή ιδιωτικού αγαθού (ζωή, τιμή, περιουσία κλπ. ατόμων, ακεραιότητα, παραβίαση μυστικών κλπ. της χώρας, ασφάλεια του κρατούντος… …   Dictionary of Greek

  • δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… …   Dictionary of Greek

  • πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… …   Dictionary of Greek

  • αστική οικολογία — Κλάδος της οικολογίας που εξετάζει τις οικολογικές σχέσεις οι οποίες αναπτύσσονται στο εσωτερικό των μεγάλων πόλεων, όπως επίσης και τις αντίστοιχες σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στις πόλεις και τον χώρο που τις περιβάλλει. Η χωριστή… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»